My Twitter Feed

29 Μαρτίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Σοκ από το λουκέτο στη SONOCO! -

Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Παιονία: Η ιστορία σε λεύκωμα Χρ. Ίντου -

Τετάρτη, 27 Μαρτίου, 2024

Ο ΣΥΡΙΖΑ για τον αξονικό του ΓΝΚ -

Τετάρτη, 27 Μαρτίου, 2024

Σε καινοτόμο έργο η ALUMIL -

Δευτέρα, 25 Μαρτίου, 2024

“Άδειασμα” από τον Γ. Φλωρίδη -

Σάββατο, 23 Μαρτίου, 2024

Παππάς: Παράνομες οι καταλήψεις -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Δ. Κιλκίς: Στα Λατσιά αντιπροσωπεία του -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Δ. Κιλκίς: Σε δράση τα μηχανήματα -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Τσε: Επαναστάτης με αιτία

Σαν σήμερα 9 Οκτωβρίου, το 1967, δολοφονήθηκε ο επαναστάτης – σύμβολο για όλους τους λαούς του πλανήτη, Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna) γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής. Ήταν  γιατρός, κομμουνιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός. Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών, ενώ υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.

Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα, που τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο, ολοκληρώνοντας κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.

Το ι948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό.

Στις αρχές Ιουλίου του 1955 o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας“, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος.

Αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση.

Την 1η Απριλίου ο Τσε συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιντέλ. Το φθινόπωρο του 1966 βρέθηκε στη Βολιβία για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Ήταν μια σύγχρονη εκδοχή του Σιμόν Μπολιβάρ, καθώς θεωρούσε τη Λατινική Αμερική, όχι ως ένα σύνολο χωριστών εθνών, αλλά ως μια πολιτιστική και οικονομική ενότητα, για την απελευθέρωση της οποίας θα χρειαζόταν μια κοινή στρατηγική.

Την πάμφτωχη Βολιβία κυβερνούσε εκείνη την εποχή η αμερικανοκίνητη χούντα του στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος. Ο Τσε με πάσα μυστικότητα οργάνωσε στη ζούγκλα της Σάντα Κρους μια ομάδα από 50 αντάρτες, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του Βολιβιανού Απελευθερωτικού Στρατού. Η πρώτη μάχη με τον στρατό δόθηκε τον Μάρτη του 1967. Ο Τσε ήταν και πάλι στο προσκήνιο, γεγονός που προκάλεσε την οργή του δικτάτορα, ο οποίος ζήτησε από τις δυνάμεις του το κεφάλι του για να το κρεμάσει σε κεντρικό φανοστάτη της Λα Παζ.

Ταυτόχρονα δραστηριοποιήθηκε και η CIA, που δεν είχε ξεχάσει τη δράση του Γκεβάρα στην Κούβα και την καθοριστική του συνεισφορά στην επικράτηση των «μπαρμπούδος» του Κάστρο, αλλά και την εναντίον των ΗΠΑ ρητορική του. Εξόπλισε τις ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την πλαισίωσε με ειδικούς συμβούλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Φέλιξ Ροντρίγκεζ, με δράση στην Κούβα. Εκτός από τον στρατό και τους Αμερικανούς, ο Τσε είχε να αντιμετωπίσει και την εχθρική συμπεριφορά του τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήταν περισσότερο προσανατολισμένο προς τη Μόσχα, παρά προς στην Αβάνα.

Ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και ο Τσε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των διωκτών του. Οι βολιβιανές ειδικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τις πληροφορίες από ντόπιους χωρικούς, τον συνέλαβαν ύστερα από σύντομη μάχη στις 8 Οκτωβρίου 1967 στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Σύμφωνα με κάποιους στρατιώτες, ο Τσε φώναξε στους στρατιώτες: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Πάνω του βρέθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε για τη δράση του στη Βολιβία.

Την επομένη μέρα ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε σε μια αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στο χωριό Λα Χιγκέρα. Ο εκτελεστής του ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν, που έδωσε μάχη με τους συναδέλφους του για το ποιος θα έχει την τιμή να σκοτώσει τον διακεκριμένο αιχμάλωτο. Με διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, τον πυροβόλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι σκοτώθηκε σε μάχη.

Η σορός του 39χρονου επαναστάτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε για να επιδειχθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Ακολούθως, ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα, όπου δόθηκε η καθοριστική μάχη της Κουβανικής Επανάστασης.

Ο θάνατός του αποτέλεσε ένα σοβαρό πλήγμα για το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική και οι διάφορες χούντες της περιοχής βρήκαν την ευκαιρία να σκληρύνουν τη στάση τους. Σε αυτό το σημείο εστιάζεται και η κριτική που ασκήθηκε στον Τσε Γκεβάρα, ότι δηλαδή η δική του δράση και όσων τον μιμήθηκαν αργότερα συνέβαλε στη διατήρηση ενός σκληρού και αμερικανοκίνητου μιλιταρισμού στη Λατινική Αμερική για πολλά χρόνια ακόμα.

Σχεδόν αμέσως με το θάνατό του άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος του. Ο γιατρός από την Αργεντινή έγινε το σύμβολο της εξέγερσης και της επανάστασης για το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Πολλά νεαρά άτομα στη Δύση τον ξεχώρισαν ανάμεσα σε άλλους επαναστάτες, επειδή απαρνήθηκε τις ανέσεις μιας άνετης μεσοαστικής ζωής, για να αγωνισθεί για τους φτωχούς και απόκληρους του πλανήτη και για μια δίκαιη κοινωνία. Ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν την ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.

Ο Τσε Γκεβάρα είχε και πολλούς επικριτές. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ηρωικός του θάνατος, το νεαρό της ηλικίας του και η αποτυχία των οραμάτων του συνεισέφεραν καθοριστικά στη δημιουργία του μύθου του. Οι συντηρητικοί τον κατηγόρησαν ότι δημιούργησε τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Κούβα, ενώ οι αναρχικοί ως ένα σταλινικό γραφειοκράτη, αν και οι σχέσεις του με τη Μόσχα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Για την επίσημη Αμερική, ο Τσε Γκεβάρα θεωρείται και σήμερα ένας επικίνδυνος τρομοκράτης, του μεγέθους του Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Με το πέρασμα των χρόνων, ο Τσε έγινε αντικείμενο λατρείας, ένα ποπ είδωλο παντός καιρού. Μπλουζάκια, καπελάκια, πόστερ και κούπες με παραλλαγές της περίφημης φωτογραφίας του Άλμπερτ Κόρντα, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Η ειρωνεία της ιστορίας: 39 χρόνια μετά το θάνατό του ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε για να χαρίσει το φως στον εκτελεστή του. Ο Μάριο Τεράν, απόστρατος αξιωματικός του βολιβιανού στρατού, υπεβλήθη το 2006 σε επιτυχημένη εγχείρηση στα μάτια σε κλινική της Κούβας.

sansimera.g

Σχολιάστε