My Twitter Feed

19 Απριλίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Δραματικό SOS της Παθολογικής! -

Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Το Κιλκίς και η αρχιτεκτονική του -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Οι υποσχέσεις καλά κρατούν! -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για το ψηφοδέλτιο -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Επίσκεψη του Γ. Μανιάτη -

Σάββατο, 13 Απριλίου, 2024

Διευρύνουν τη συνεργασία τους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για τους υποψήφιους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Οι δήμαρχοι για το 2ο τμήμα ΑΕΙ -

Πέμπτη, 11 Απριλίου, 2024

Παγοπώλες του Κιλκίς

Του Θανάση Βαφειάδη.


Ο πάγος, απαραίτητος για την κατάψυξη τροφών, νερού και ποτών αλλά και για ιατρικούς σκοπούς, προπολεμικά ήταν ιδιαίτερα ακριβός εξαιτίας του υψηλού κόστους μεταφοράς του. Ο Γιώργος Ιωάννου στο βιβλίο του «Το δικό μας αίμα» αναφερόμενος στην περιορισμένη χρήση του πάγου από τις οικογένειες μικρών και μεσαίων εισοδημάτων έγραφε: «Πάγος, βέβαια δεν αγοραζόταν. Δεν υπήρχαν άλλωστε παγωνιέρες. Πάγος αγοραζόταν μόνο σε έκτακτες περιστάσεις. Σε τραπεζώματα σπουδαίων προσώπων, σε συνοικέσια, και στις αρρώστιες. Δροσιστικές κομπρέσες για τον πυρετό. Αγοραζόταν με μεγάλο αγώνα και το πολύ – πολύ στο τέταρτο της κολόνας. Ιδεώδης χώρος ήταν η καλή τσινένια λεκάνη ή ο κουβάς. Κι αποπάνω έμπαιναν τα μπουκάλια και τα φρούτα». Έτσι, όσες οικογένειες δε μπορούσαν να αγοράσουν πάγο αποθήκευαν τα διάφορα τρόφιμα στο «φανάρι» ή τα κατέβαζαν στο πηγάδι που είχαν στην αυλή τους. Το «φανάρι» ήταν ένα σκεύος με δυο «πατώματα» και διαστάσεις 60Χ40 εκ. που οι πλευρές καλύπτονταν με σίτα για να αερίζονται τα τρόφιμα και το κρεμούσαν από την οροφή του πιο δροσερού σημείου του σπιτιού.

Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οπότε με τη δημιουργία εργοστασίων παγοποιίας ο πάγος έγινε πιο προσιτός. Στην περιοχή μας παγοποιεία που λειτούργησαν ήταν του Αλέξανδρου Μπάλτα στην Κρηστώνη που ανατινάχτηκε από τους αντάρτες στη διάρκεια του Εμφυλίου, του Μωυσή Μωυσίδη μέχρι το 1940 και της Αριάδνης Δήμου επί της οδού Γ. Καπέτα, στη θέση του σημερινού Δημαρχείου. Σύμφωνα με έγγραφο της Εποπτείας Εμπορίου Ν. Κιλκίς το 1955 το παγοποιείο της Αριάδνης Δήμου παρήγαγε 12.365 παγοστήλες τις οποίες διέθεσε προς 4 δραχμές την κάθε μια. Κάθε παγοκολόνα είχε μήκος 1,20 μ. περίπου και βάρος 25 κιλά.

Μετά την πώληση του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού ο Αθανάσιος Δήμου δημιούργησε παγοποιείο στην Κρηστώνη. Σε έγγραφο της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία «Ψυγεία – Παγοποιεία Αθανάσιος Δήμου Α.Ε» προς την επιτροπή Ηλεκτρισμού – Μηχανολογίας Θεσσαλονίκης περιέχονται πληροφορίες για τη νέα επιχείρηση: «Κατά το έτος 1959 ανεγείραμεν παρά τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Κιλκίς (Κρηστών) ψυγείον και παγοποιείον δυναμικότητος του μεν ψυγείου 1.600 κ.μ, του δε παγοποιείου 1.000 παγοστηλών ημερησίως, τα οποία αμφότερα προορίζονται δια την εξυπηρέτησιν της πόλεως και του Νομού Κιλκίς».

Από τα παγοποιεία προμηθεύονταν τον πάγο πρατηριούχοι πάγου αλλά και διανομείς που με τα κάρα τους πήγαιναν καθημερινά τις παγοκολόνες στα σπίτια ή στα καταστήματα των πελατών τους. Μεγάλη κατανάλωση έκαναν τα κέντρα διασκεδάσεως, τα κρεοπωλεία και τα ιχθυοπωλεία που χρησιμοποιούσαν κυρίως θρυμματισμένο πάγο, τα διάφορα ιδρύματα, τα νοσοκομεία και οι στρατιωτικές μονάδες, οι νερουλάδες και οι λεμονατζήδες.

Στη δεκαετία του 1920 άρχισαν να διαδίδονται και οι παγωνιέρες που μόλις πριν από μια δεκαετία ήταν είδος πολυτελείας εισαγόμενο από την Ευρώπη. Η παγωνιέρα ήταν ψυγείο πάγου μικρών διαστάσεων, ένα είδος μονωμένου κιβωτίου με ειδικό τμήμα για την τοποθέτηση πάγου που χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση ή τη ψύξη ποτών και τροφίμων. Στο κάτω μέρος της υπήρχε συρταράκι για να τρέχουν τα νερά, τα οποία άδειαζαν οι νοικοκυρές μια δυο φορές τη μέρα. Στα λαϊκά σπίτια οι παγωνιέρες θα φθάσουν στις δεκαετίες του 1950-1960.

Μέχρι τη δεκαετία του 1950 η έλλειψη πάγου ήταν το μόνιμο πρόβλημα των κατοίκων σε όλες τις πόλεις, μικρές ή μεγάλες. Οι νοικοκυρές διαμαρτύρονταν γιατί μέσα στο καμίνι του καλοκαιριού δε μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυτό το απαραίτητο είδος για να διατηρήσουν τα τρόφιμα της ημέρας και να δώσουν ένα ποτήρι δροσερό νερό στα παιδιά τους. Έτσι ο παγοπώλης, ο μπουζτζής όπως τον αποκαλούσαν, με το παγωμένο εμπόρευμα του συγκέντρωνε το ενδιαφέρον κάθε γειτονιάς και κάθε οικογένειας.

Επειδή ο πάγος είναι προϊόν εξαιρετικά ευπαθές οι παγοπώλες δεν είχαν την πολυτέλεια να τον διαλαλούν ψάχνοντας τυχαίους πελάτες. Τα σπίτια που έπαιρναν πάγο ήταν συγκεκριμένα και σε αυτά μετέφεραν τις παγοκολόνες με χειράμαξες, με το κάρο τους και αργότερα με τρίκυκλα. Η κοπή του πάγου γινόταν με το πριόνι και το γάντζο. Με το πριόνι χάραζαν την κολώνα σε τέταρτα (μια παλάμη και 4 δάχτυλα) και με το γάντζο χτυπούσαν στο άνοιγμα που είχε δημιουργήσει το πριόνι, ώστε ο πάγος να σκιστεί αμέσως. Οι νοικοκυρές συνήθως αγόραζαν 1/4 της παγοκολώνας, αφού τόσο χωρούσε η παγωνιέρα τους. Το κόψιμο γινόταν με πριόνι λίγο πριν την παράδοση για να μη λειώσει ο πάγος. Τα κομμάτια του πάγου τα τύλιγαν με λινάτσα, για να διατηρηθούν περισσότερο και τα τοποθετούσαν κάθε πρωί στην είσοδο και σπανιότερα στην παγωνιέρα του πελάτη. Πολλές φορές οι πελάτες δυστροπούσαν ισχυριζόμενοι ότι η παγοκολώνα δεν έχει κοπεί στο σωστό μέγεθος, ενώ συχνοί ήταν και οι καυγάδες για την αγορά της κεφαλής του πάγου που ήταν φαρδύτερο κομμάτι από αυτό της ουράς. Η μεταφορά του πάγου γινόταν με γυμνά χέρια και με προσοχή για να μη γλιστρήσει η παγοκολώνα που, όπως λένε οι παλιοί, ήταν σκληρή σαν μάρμαρο. Συχνά οι παγοκολώνες κολλούσαν μεταξύ τους, ενώ άλλες έλειωναν και τα νερά έτρεχαν προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των νοικοκυρών. Η διανομή έπρεπε να έχει τελειώσει μέχρι το μεσημέρι γιατί οι νοικοκυρές χρειάζονταν τον πάγο όσο το δυνατόν πιο νωρίς ειδάλλως χαλούσαν τα τρόφιμα.

Ο Στέφανος Καραμπίδης, που ως έφηβος δούλευε με τον παγοπώλη Συγγουρίδη, μου είχε πει πως ξεκινούσε τη δουλειά γύρω στις 7 το πρωί και τελείωνε το αργότερο στις 1 το μεσημέρι. Τις παγοκολώνες τις μετέφερε με ένα τετράτροχο κάρο που έσερνε ένα δύστροπο μουλάρι, που ξεκινούσε και σταματούσε όποτε και όπου αυτό ήθελε. Όταν οι πελάτισσες έμεναν σε πολυκατοικία μετέφερε δυο παγοκολώνες συγχρόνως, κρατώντας τη μια με το χέρι και την άλλη με το γάντζο.

Πωλητές πάγου ήταν και οι αδελφοί Κορωνίδη.

Αυτά τα ολίγα περί πάγου, διότι το fb δεν επιτρέπει σχοινοτενείς αναλύσεις και αν συνεχίσω η γνωστή μονομελής επιτροπή λογοκρισίας που εδρεύει στην οικία μου θα με βάλει στον πάγο. Κι επειδή τα κείμενα δεν αρκούν για να μας δροσίσουν με τόση ζέστη που κάνει, ας πιούμε κάτι δροσιστικό με μπόλικα παγάκια. Αρκεί να μην είναι μπόμπα. Τα παγάκια, φυσικά, όπως λέει και το γνωστό τραγούδι του Αγάθωνα:

Δε μας φταίγαν τα ουισκάκια
μπόμπα ήταν τα παγάκια.

Ανάρτηση στη προσωπική σελίδα του Θ. Βαφειάδη στο facebook

Σχολιάστε