My Twitter Feed

29 Μαρτίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Σοκ από το λουκέτο στη SONOCO! -

Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Παιονία: Η ιστορία σε λεύκωμα Χρ. Ίντου -

Τετάρτη, 27 Μαρτίου, 2024

Ο ΣΥΡΙΖΑ για τον αξονικό του ΓΝΚ -

Τετάρτη, 27 Μαρτίου, 2024

Σε καινοτόμο έργο η ALUMIL -

Δευτέρα, 25 Μαρτίου, 2024

“Άδειασμα” από τον Γ. Φλωρίδη -

Σάββατο, 23 Μαρτίου, 2024

Παππάς: Παράνομες οι καταλήψεις -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Δ. Κιλκίς: Στα Λατσιά αντιπροσωπεία του -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Δ. Κιλκίς: Σε δράση τα μηχανήματα -

Παρασκευή, 22 Μαρτίου, 2024

Ξαναδιαβάζοντας τη Καταστροφή

Του Βλάση Αγτζίδη.


«Λένε πως η κρίση είναι καλός αγωγός για τον αναστοχασμό και την αυτεπίγνωση. Καθώς καταρρέουν με πάταγο συνήθειες και βεβαιότητες, μύθοι και σύμβολα, ιδεολογικά σχήματα, νοητικές συμβάσεις και αξιωματικές παραδοχές που φάνταζαν σχεδόν υποστασιοποιημένες και ακλόνητες ή, με άλλα λόγια, καθώς καταλύεται η έννοια του αυτονόητου, επιταχύνεται και η εγκατάλειψη των ατομικών μας οχυρών… Φτάνει τότε η δύσκολη ώρα του απολογισμού που δεν σηματοδοτεί μόνο ένα τέλος, αλλά και μια νέα αρχή»(1).

Έτσι περιγράφει ο Γιώργος Κόκκινος το παροντικό πλαίσιο εντός του οποίου προσεγγίζει τη σχέση της Iστορίας, του Tραύματος και της Mνήμης. Δεν υπήρχε καλύτερη διατύπωση αυτού που θεωρώ ότι ορίζει και το πλαίσιο του του δικού μου προβληματισμού. Ενός προβληματισμού που επιχειρεί μέσα από την ανάδειξη παραμελημένων παραμέτρων να αμφισβητήσει τα κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα. Γιατί στην ελληνική ιστοριογραφία η μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή που έπληξε την περιοχή μας και έγινε γνωστή ως Μικρασιατική Καταστροφή υποβαθμίστηκε και ερμηνεύτηκε με έναν τέτοιον τρόπο που σχετικοποιούσε τα γεγονότα, μείωνε τη βία, απάλειφε μεθόδους που στη διεθνή νομολογία αποκαλούνται Γενοκτονία, καλλιεργούσε το ενοχικό συναίσθημα στα θύματα και απάλλασσε τους ενόχους από το ιστορικό βάρος αποτρόπαιων πράξεων.

Στο εισαγωγικό σημείωμα που έγραψα για τη μελέτη Σμύρνη 1922: Η καταστροφή μιας πόλης της Marjorie Housepian Dobkin τόνιζα τα εξής: Η καταστροφή της Σμύρνης, όπως και η Γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων) υπήρξε ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός στη διαδικασία μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής. Ο Βρετανός Giles Milton, στο βιβλίο του με τίτλο “Χαμένος παράδεισος: Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού ελληνισμού”, θεωρεί ότι η Σμύρνη ήταν μια “κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη” και ότι η καταστροφή της “είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση”. Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι “οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας”. Θεωρεί ότι είναι “άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία”. Τονίζει επίσης ότι “στη Μικρά Ασία είχαμε μια Γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων”.

Συγκάλυψη και αγνωστικισμός

Η προσέγγιση του G. Milton αναφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο στη Σμύρνη απ’ ό,τι θέλει η κυρίαρχη ιστοριογραφική προσέγγιση στην Ελλάδα. Γιατί, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έντονη αναζήτηση της πραγματικής Ιστορίας, εντούτοις για επτά και πλέον δεκαετίες μετά την καταστροφή, η τραυματική εμπειρία των προσφύγων στην Ελλάδα θα εξοβελιστεί από τη δημόσια αναπαράσταση της εθνικής Ιστορίας, οι πρόσφυγες θα αντιμετωπιστούν εργαλειακά τόσο από τις δυνάμεις της εξουσίας όσο και απ’ αυτές της όποιας αντιπολίτευσης. Την ίδια στάση θα κρατήσουν και οι κυρίαρχες τάσεις της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, δεξιάς και αριστερής.

Ακόμα και σήμερα, στο χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας κυρίαρχη συμπεριφορά παραμένoυν ο αγνωστικισμός και η άρνηση σαφούς τοποθέτησης. Ενδεικτική είναι η στάση απέναντι στον νομικό χαρακτηρισμό, ως Γενοκτονία, της εθνικής εκκαθάρισης που συνέβη κατά των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους εθνικιστές. Ακόμα και η αμφισβήτηση των αιτίων της καταστροφής της Σμύρνης παραμένει στο λόγο κάποιων επιφανών σύγχρονων ιστορικών, οι οποίοι αναπαράγουν διαρκώς, άλλοτε ευθαρσώς και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, την άποψη ότι οι Τούρκοι εθνικιστές δεν είχαν κανένα λόγο να κάψουν τη Σμύρνη και ότι μάλλον η πυρκαγιά της Σμύρνης είναι ένα ασαφές ιστορικό ζήτημα το οποίο δεν έχει απάντηση. Και αυτή η αγνωστικιστική τοποθέτηση συμβαίνει ενώ ήταν ομολογημένο από παλιά ότι η καταστροφή της Σμύρνης υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια των νικητών για να επιβάλουν την ομογενοποιημένη κοινωνία. Το είχε γράψει καθαρά τη δεκαετία του ’50 ένα από τα σημαντικά στελέχη του κεμαλικού περιβάλλοντος, ο Falih Rifki Atay: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…»(2).

Η μελέτη των γεγονότων που προηγήθηκαν της Μικρασιατικής Καταστροφής και οδήγησαν σε αυτήν, προκαλούσε από πάντα μια αμηχανία στην επίσημη και ανεπίσημη ιστοριογραφία. Πιθανόν γιατί οι φορείς της αναπόφευκτα ήταν υποκείμενα συνδεδεμένα με τις πολιτικές δυνάμεις εκείνης της περιόδου και τις ιδεολογικές αντιλήψεις που διαμόρφωσαν συγκεκριμένες εικόνες και ερμηνείες. Έτσι, με ευθύνη των ιστορικών και της έως τώρα ιστορικής παιδείας, επιβλήθηκε μια «κατασκευασμένη λήθη» ως απόρροια της ανάγκης για κοινωνική αμνησία των δυνάμεων και των μηχανισμών που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Μια αμνησία που έκανε τους ανθρώπους ανίκανους να συνδεθούν με το ιστορικό τους παρελθόν, ώστε να διεκδικήσουν τα όσα τους στέρησαν συγκεκριμένες δυνάμεις. Με την απαγόρευση της ιστορικής μάθησης για εκείνα γεγονότα, η συλλογική μνήμη έγινε μερική(3).

Οι ενδοελληνικές αντιθέσεις

Όλα αυτά υπήρξαν αντανάκλαση των μεγάλων ανατροπών που επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε ο ελληνισμός της Ανατολής έπαψε να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα. Και στην εξέλιξη αυτή σημαντική συμβολή είχαν τμήματα των πολιτικών ελίτ του ελεύθερου κράτους, κυρίως της μοναρχικής παράδοσης, που μέσω της υπονόμευσης του μικρασιατικού εγχειρήματος προτίμησαν την Καταστροφή των Ελλήνων της Ανατολής από την ισότιμη σύνθεση μαζί τους. Γιατί, μια από τις πλέον άγνωστες πλευρές εκείνων των ιστορικών στιγμών υπήρξε η επίλυση -με τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο που έληξε το μικρασιατικό εγχείρημα- του ζητήματος της ύπαρξης δύο ελληνικών κέντρων, ισχυρών και κατά καιρούς ασύμβατων μεταξύ τους. Από τη μια, η γραφειοκρατία και τα ισχνά αστικά στρώματα στο ελεύθερο κράτος που αναμφισβήτητο κέντρο είχαν τη λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα και, από την άλλη, τα ακμαία ελληνικά αστικά στρώματα της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σχηματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα πρώτα χαρακτηρίζονταν από συντηρητισμό και εσωστρέφεια και πολιτικά εκφράζονταν με τη μοναρχία και το Λαϊκό Κόμμα, ενώ τα δεύτερα είχαν επενδύσει μετά το νεοτουρκικό πραξικόπημα στον αλυτρωτικό βενιζελισμό.

Οι ακροδεξιοί Νεότουρκοι

Η απόφαση για τη μετατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό εθνικό κράτος ελήφθη πολύ νωρίς από την ακροδεξιά τάση των Νεότουρκων. Σε συνέδριό τους στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1911, αποφάσισαν να ακολουθήσουν πολιτική καταπίεσης των χριστιανικών κοινοτήτων, με στόχο την εξάλειψή τους. Η συμμετοχή τους λίγο αργότερα σ’ έναν σκληρό ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ευνόησε την υλοποίηση των αποφάσεων του συνεδρίου του ’11.

Το 1914 ξεκίνησαν ομαδικές διώξεις κατά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας, που είναι η απαρχή της πρώτης φάσης της Γενοκτονίας των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1915 πραγματοποιήθηκε η Γενοκτονία των Αρμενίων και το 1916 ξεκίνησε η Γενοκτονία των Ελλήνων στον μικρασιατικό Βορρά, των Ποντίων.

Οι μοναρχικές δυνάμεις, συνδεδεμένες κατ’ αρχάς στο γερμανικό άρμα, συνέβαλαν με τον πλέον αρνητικό τρόπο στη διαχείριση εκείνων των μεγάλων παγκόσμιων αλλαγών. Στην αρνητική τους συμβολή εντάσσεται τόσο η άρνηση συμμετοχής στη συμμαχική προσπάθεια έγκαιρης κατανίκησης της νεοτουρκικής Αυτοκρατορίας με την εκστρατεία στην Καλλίπολη (1915), όσο και η ανορθολογική πολιτική που ακολούθησαν μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920. Η πολιτική τους έφτασε στο απόγειο της κυνικότητας με την απαγόρευση εξόδου του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία τις μέρες της κατάρρευσης του μετώπου και την κατά συνέπεια συνειδητή παράδοσή τους στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά.

Ο στοχασμός για τα γεγονότα εκείνα δεν θα χαρακτηρίσει την ελλαδική κοινωνία μετά το 1922. Οι αιτίες είναι πολλές: η απόρριψη και ο ρατσισμός κατά των προσφύγων από το Λαϊκό Κόμμα και τη μοναρχική παράταξη, η εργαλειακή τους αντιμετώπιση από τον κρατικιστικό βενιζελισμό και ο συντηρητισμός της Αριστεράς, σε ένα πολύ δύσκολο πολιτικό περιβάλλον που ως σημεία είχε τη δικτατορία Μεταξά, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τις μετεμφυλιακές συνθήκες και την απριλιανή χούντα. Έτσι, ισχύει και για την περίπτωση αυτή η διαπίστωση του Κόκκινου για τα όσα τραγικά άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: «Η αναγκαία εργασία πένθους δεν συντελέστηκε. Η επεξεργασία του Τραύματος παρέμεινε στα αρχικά της στάδια».

Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική Μνήμη θα επιχειρήσει να διεκδικήσει χώρο στο κοινό εθνικό συλλογικό αφήγημα μέσα από την κινητοποίηση των ίδιων των συλλογικών φορέων του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού. Τότε έκλεισαν ουσιαστικά οι πολιτικές εκκρεμότητες των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής με το ελληνικό κράτος: με την αναγνώριση από τη Βουλή των Ελλήνων της Γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό κατά την περίοδο 1914-1923 και με την καθιέρωση δύο επίσημων Ημερών Μνήμης (19 Μαΐου και 14 Σεπτεμβρίου).

Η αμηχανία της επίσημης ιστοριογραφίας

Όμως παρέμεινε σε εκκρεμότητα η ακαδημαϊκή αποτύπωση αυτής της εξέλιξης. Γιατί ανεξάρτητα από την εμφάνιση μεμονωμένων ιστορικών, που επιχείρησαν να μελετήσουν τις άγνωστες σελίδες και να καταθέσουν νέες ερμηνείες, η βασική θέση της επίσημης ιστοριογραφίας κυμαινόταν μεταξύ της άρνησης και της ουδετερότητας. Όλα αυτά έγιναν περισσότερο αισθητά την εποχή μετά το 2006. Τότε ξεκίνησε η μεγαλύτερη συζήτηση για ιδεολογικά, ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα που έλαβε ποτέ χώρα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η αφορμή δόθηκε από ένα βιβλίο Ιστορίας που προοριζόταν για τη ΣΤ’ Δημοτικού και δεν λάμβανε υπόψη την ιστορία του ελληνισμού της Ανατολής, ενώ υποβάθμιζε τα σημαντικά γεγονότα. Η δημόσια εκείνη σύγκρουση που δίχασε και την κοινωνία και τους ιστορικούς κράτησε περίπου 13 μήνες.

Η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά της σύγκρουσης υπήρξε το γεγονός ότι για πρώτη φορά το σύνολο των προσφυγικών οργανώσεων (πάνω από 1.000 οργανώσεις πολιτών) παρενέβη καταθέτοντας τις δικές του ιστορικές ερμηνείες και απαιτώντας τη συμπερίληψη και της δικής του ιστορικής εμπειρίας στο συλλογικό αφήγημα. Οι προσφυγικές οργανώσεις τόνισαν την αντίφαση να διδάσκεται στο κράτος που αναγνώρισε τις Γενοκτονίες, από ένα βιβλίο Ιστορίας ιστορία που υποβαθμίζει με τον πλέον απόλυτο τρόπο την προσφυγική ιστορική εμπειρία. Κατήγγειλαν έντονα την «αναθεωρητική ερμηνεία» και παραλλήλισαν τη στάση αυτή με τη στάση των αναθεωρητών του Ολοκαυτώματος και των Αρνητών των Γενοκτονιών.

Η αντιπαράθεση εκείνη, που δημιούργησε μεγάλη αμηχανία, περιγράφηκε εύστοχα από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς: «Δίπλα στον παλαιο-ελλαδίτικο τοπικισμό, αυτός ο αναβιωμένος προσφυγικός λόγος του πένθους και της διεκδίκησης έρχεται να διεμβολίσει από μια απροσδόκητη πλευρά το νηφάλιο εθνικό σχήμα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτιστικής μας ταυτότητας, που με τόσες προσπάθειες πάει να συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη Μεταπολίτευση, στη χώρα μας. Ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική προσφυγιά, κυπριακός ξεριζωμός κ.ά. τραγικές στιγμές του Νέου Ελληνισμού, δεν διεκδικούν απλά μια θέση στο βιβλίο της Ιστορίας… αλλά ζητούν ένα εφαλτήριο για ένα διορθωτικό εγχείρημα μέσα στο πεδίο της Ιστορίας, προσβλέποντας σε μια αναδρομική διόρθωσή της. Ζητούν να κερδίσουν τη μάχη της μνήμης (που φυσικά δεν έχει χαθεί) ταυτίζοντάς την με τη μάχη των εδαφών και των χαμένων πατρίδων, μια μάχη που κανείς δεν τολμά ωστόσο ούτε να ομολογήσει και ούτε να προτείνει τον τρόπο της διεξαγωγής της…».

1. Γιώργος Κόκκινος, Η σκουριά και το πυρ. Προσεγγίζοντας τη σχέση ιστορίας, τραύματος και μνήμης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012, σελ. 13-15.

2. Falih Rifki Atay (1894-1971), Cankaya, α’ έκδοση, εκδ. Dunya Yayinlari, 1958, σελ. 212-213.

3. Για το ζήτημα της «κατασκευασμένης λήθης», αλλά και της υπερμνησίας που οδηγεί στη βιομηχανοποίηση της μνήμης, βλ.: Γιώργος Κόκκινος, Το Ολοκαύτωμα. Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης-θύτες και θύματα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 13-17.

(*) Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας , συγγραφέας. Πηγή του κειμένου το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.

Σχολιάστε