My Twitter Feed

18 Απριλίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Δραματικό SOS της Παθολογικής! -

Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Το Κιλκίς και η αρχιτεκτονική του -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Οι υποσχέσεις καλά κρατούν! -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για το ψηφοδέλτιο -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Επίσκεψη του Γ. Μανιάτη -

Σάββατο, 13 Απριλίου, 2024

Διευρύνουν τη συνεργασία τους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για τους υποψήφιους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Οι δήμαρχοι για το 2ο τμήμα ΑΕΙ -

Πέμπτη, 11 Απριλίου, 2024

Λεμονατζήδες του Κιλκίς

Του Θανάση Βαφειάδη.


Ο λεμονατζήδες υπήρξαν, ίσως, οι πιο γραφικοί τύποι πλανόδιων πωλητών που δούλεψαν στις δρόμους της πόλης μας. Οι παλιότεροι από αυτούς με το σαμοβάρι στον ώμο και οι νεότεροι με καρότσια γεμάτα πάγο μετέφεραν και πουλούσαν τα αναψυκτικά τους στους πολυσύχναστους χώρους, στην αγορά, στο παζάρι, στο γήπεδο. Το εμπόρευμα τους είτε το παρασκεύαζαν οι ίδιοι είτε το προμηθεύονταν από τα τοπικά εργαστήρια αεριούχων ποτών, τα γνωστά «γκαζοζάδικα», τα οποία διέθεταν τον ανάλογο μηχανολογικό εξοπλισμό που αποτελούνταν από το μηχανισμό δημιουργίας του ανθρακούχου νερού, το εμφιαλωτήριο και το πλυντήριο.

Κατασκευαστές αεριούχων ποτών στην πόλη μας ήταν ο Μωυσής Μωυσίδης, ο Θεμιστοκλής Σκόρδας, ο Όμηρος Εμπορόπουλος, ο Γιώργος Τζαβέλας. Το εργαστήριο του Μ. Μωυσίδη βρισκόταν στην οδό Λέοντος Σοφού, δίπλα στο Λουτρό και λειτούργησε αρχικά σαν παγοποιείο. Στη συνέχεια λειτούργησε σαν εργαστήριο κατασκευής αεριούχων ποτών με την ονομασία «Νεκταρόλα». Αργότερα η επιχείρηση πέρασε στους γιους του Ιωάννη και Παναγιώτη. Το εργαστήριο αεριούχων ποτών του Θεμιστοκλέους Σκόρδα λειτούργησε από το 1927 και βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Λέσβου και Παπαθεοφίλου. Ο Όμηρος Εμπορόπουλος είχε το εργαστήριο του στην οδό Καλούδη.

Η μεγαλύτερη παραγωγή αεριούχων ποτών, που είναι μίγματα ανθρακούχου νερού με σιρόπι από χυμό λεμονιών ή άλλων καρπών και αιθέρια έλαια, γινόταν, όπως ήταν φυσικό, τους καλοκαιρινούς μήνες. Πελάτες των γκαζοζάδικων ήταν κυρίως οι ιδιοκτήτες καφενείων, όπου γινόταν μαζική κατανάλωση αναψυκτικών. Φυσικά οι καφετζήδες έπρεπε προσέχουν να μην αφήνουν εκτεθειμένα τα άδεια μπουκάλια, γιατί οι πιτσιρικάδες τα «απαλλοτρίωναν» για να πάρουν τη μπίλια, τη γκάζα όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζαν, για να τη χρησιμοποιήσουν στο γνωστό παιχνίδι με τους βώλους. (Την προπολεμική περίοδο τα μπουκάλια που χρησιμοποιούνταν για την εμφιάλωση είχαν στην εσωτερική πλευρά του στομίου τους μια μπίλια, που χρησίμευε σαν πώμα).

Ο εξοπλισμός των λεμονατζήδων αποτελούνταν από ένα μακρόστενο χάλκινο σκεύος χωρίς λαβή, που έμοιαζε με σαμοβάρι και από χάλκινα ή γυάλινα ποτήρια, με τα οποία προσέφεραν το ποτό ή το αναψυκτικό στους πελάτες τους. Το χάλκινο σκεύος, το οποίο αναρτούσαν στην πλάτη τους, κατέληγε στο πάνω μέρος του σε ένα πυργοειδές καπάκι μέσα στο οποίο τοποθετούνταν κομμάτια πάγου. Χάρη στον πάγο, το υγρό περιεχόμενο του δοχείου διατηρούνταν σε χαμηλή θερμοκρασία.

Τα ποτήρια τα τοποθετούσαν σε δερμάτινη ποτηροθήκη, την οποία φορούσαν σταυρωτά ή την έδεναν γύρω από τη μέση τους. Για να προσφέρουν το ποτό στον πελάτη τους υποβάλλονταν σε μια μικρή κάμψη της μέσης τους και έτσι το ποτό μέσα από το μακρύ στόμιο του δοχείου έρρεε στο ποτήρι, το οποίο ξεπλενόταν μετά από κάθε χρήση (γι’ αυτό δεν είμαι απολύτως σίγουρος).

Οι πιο τακτικοί πελάτες τους ήταν οι μικροί μαθητές των οποίων ή δίψα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Σταύρος Λίβας, ήταν ακόρεστη: «Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, η θέα των πολύχρωμων αναψυκτικών (η μέντα, το βύσσινο, το πορτοκάλι και το λεμόνι) μέσα στα μακρόστενα εκείνα γυάλινα δοχεία, μας έκανε, όταν είχαμε απενταρίες, να καταπίνουμε το στεγνό σάλιο μας. Γι’ αυτό κι όταν τα πιάναμε βρίσκαμε την ευκαιρία να βγάλουμε το άχτι μας κατεβάζοντας, και με μπόλικο, μάλιστα, «σιφόν» και δεύτερο και τρίτο ποτήρι, μέχρι σκασμού».

Ο γραφικότερος όλων υπήρξε ο Παντελής Κάκαρης που διαλαλούσε το δροσιστικό εμπόρευμα του με μοναδικό τρόπο, τραγουδώντας ένα αυτοσχέδιο τραγούδι που ξεκινούσε με τις κραυγές «κρα – κρα» και συνεχιζόταν ως εξής:

«Δόντια παγώνει, μάτια δακρύζει,

όποιος δεν παγώνει φράγκο δεν πληρώνει.

Είναι παγωμένο είναι δροσισμένο,

είναι παγωμένο απ’ τον Όλυμπο φερμένο,

είναι κρύο μπούζι, γλυκό σαν το καρπούζι.

Πήρε κι η Ελένη η μικροπαντρεμένη,

πήρε κι η Μαρίκα που δεν έχει προίκα».

Για τον Κάκαρη και τους υπόλοιπους πωλητές αναψυκτικών ο Πάνος Καϊσίδης έγραψε: Ο Κάκαρης κάπου 55 χρόνια – ως το 1978- έτρεχε στα παζάρια και στα πανηγύρια κι έβγαζε μ’ αυτόν τον τρόπο το σκληρό μεροκάματο. Το δοχείο όπου έφτιαχνε τη λεμονάδα το αγόρασε από έναν Εβραίο γύρω στα 1929. Το ‘φερε από τη Θεσσαλονίκη κι έκανε χρυσές δουλειές. Έμοιαζε πολύ με ρώσικο σαμοβάρι κι ήταν πάντοτε καλά γυαλισμένο. Ο Κάκαρης ήταν ο μοναδικός που πουλούσε αναψυκτικό με αυτόν τον γραφικό τρόπο. Οι άλλοι Κιλκισιώτες που ασχολούνταν με το δρόσισμα του κόσμου, διέθεταν πάγκους και λίγοι καροτσάκια. Πιο γνωστός ήταν ο Μύρων (Όμηρος Εμπορόπουλος). Πάγκους είχαν και ο Σωκράτης Κάκαρης – που έγινε αργότερα γνωστός ως μουσικός πολυοργανοπαίκτης ο Γιάννης και ο Σταύρος Παπαδάκης και ο Αγαθάγγελος Ιωαννίδης, που τον βοηθούσε ο γιος του Σωκράτης, γνωστός από το μουσικό ντούο Καμπουρέλος – Σωκράτης». («Παγώνει δόντια – μάτια δακρύζει», εφ. ΜΑΧΗΤΗΣ, 1983)

Και μετά αρχίσαμε να μεγαλώνουμε και τα αναψυκτικά του Κιλκίς βγήκαν από τη ζωή μας. Στα 11 χρόνια μας, μετά από ομηρικούς αγώνες ποδοσφαίρου στο τσιμεντένιο προαύλιο του 2ου δημοτικού, ξεδιψούσαμε με sprite στα σκαλιά ενός μικρομάγαζου στη Μητροπόλεως, απέναντι από το πάρκο. Στα 14, διψασμένοι για άλλα πράγματα, πηγαίναμε στην «Orange», την πρώτη ντισκοτέκ και δε παραγγέλναμε φυσικά πορτοκαλάδα αλλά βότκα με πορτοκάλι. Βιαζόμασταν βλέπεις να μεγαλώσουμε. Και τώρα που μεγαλώσαμε ξεδιψάμε με τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων και γελάμε για χιλιοστή φορά με τον Γκιωνάκη στα «Κίτρινα γάντια» να ρωτάει τον Σταυρίδη «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλια θέτε;» Φυσικά και θέμε. Δε μιλώ για πορτοκαλάδα από πορτοκάλια ή λεμονάδα από λεμόνια. Να γυρίσουμε είκοσι χρόνια πίσω θέμε. Άντε δέκα. Ζητάμε πολλά;

Κείμενο στη σελίδα του Θ. Βαφειάδη στο facebook

Σχολιάστε