My Twitter Feed

19 Απριλίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Δραματικό SOS της Παθολογικής! -

Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Το Κιλκίς και η αρχιτεκτονική του -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Οι υποσχέσεις καλά κρατούν! -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για το ψηφοδέλτιο -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Επίσκεψη του Γ. Μανιάτη -

Σάββατο, 13 Απριλίου, 2024

Διευρύνουν τη συνεργασία τους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για τους υποψήφιους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Οι δήμαρχοι για το 2ο τμήμα ΑΕΙ -

Πέμπτη, 11 Απριλίου, 2024

Το πείραγμα στο δρόμο

Εις τρία μέρη.

Του Θανάση Βαφειάδη.


ΜΕΡΟΣ Ι – Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ (ΕΡΩΤΙΚΗ) ΙΣΤΟΡΙΑ

Εν αρχή ην ο λόγος. Εννοείται ο ερωτικός και φυσικά ο προφορικός και όχι ο γραπτός. Γιατί ο προφορικός έχει την αμεσότητα, τη θέρμη και τη ζωντάνια της προσωπικής επαφής, που προσιδιάζουν απολύτως στον έρωτα. Τα λόγια, επίσης, έχουν φτερά, είναι κατά τη γνωστή ρήση «έπεα πτερόεντα», όπως φτερωτός παρουσιάζεται και ο έρωτας. Ο λόγος, λοιπόν, περί του λόγου του ερωτικού, που ασυστόλως και ανερυθριάστως εκφωνούνταν στο δρόμο και ήταν γνωστός ως «πείραγμα».

Γιατί όμως το πείραγμα θριάμβευε στο δρόμο; Τι είναι τελικά ο δρόμος;

Ο δημόσιος αδόμητος χώρος που διαχωρίζεται από το δομήσιμο ιδιωτικό και επισημαίνεται δια πρασίνης ή ερυθράς μελάνης επί των ρυμοτομικών διαγραμμάτων, όπως θα έλεγαν οι πολεοδόμοι;

Ο κατασκευασθείς δια λίθων, σκύρων ή ασφάλτου, αγωγός μετακίνησης ανθρώπων και μεταφοράς εμπορευμάτων, όπως θα διατείνονταν οι εργολήπτες δημοσίων έργων;

Η αρτηρία, η συλλεκτήρια ή η τοπικής σημασίας οδός, όπως θα αποσαφήνιζαν οι συγκοινωνιολόγοι;

Βεβαίως, ο δρόμος είναι όλα τα παραπάνω αλλά για τους άνδρες ήταν και είναι κυρίως μια αέναη γυναικεία παρέλαση με αφάνταστη ποικιλία μορφών και πανδαισία χρωμάτων. Έτσι, ο δρόμος εξεταζόμενος υπό το πρίσμα της ανδρικής ερωτικής εμμονής ξεπερνά όλα τα παραπάνω:

Οι ευθείες γραμμές των άψυχων πολεοδομικών σχεδίων που καθορίζουν τους δρόμους φαντάζουν μονότονες μπροστά στις καμπύλες των ζωντανών γυναικείων σωμάτων που κινούνται σ’ αυτούς. Το πράσινο και το κόκκινο χρώμα των ρυμοτομικών και οικοδομικών γραμμών που τους οριοθετούν ωχριούν μπροστά στη πολυχρωμία των ενδυμάτων και της βαφής της γυναικείας κόμης, από του χρώματος του ενετικού πυρρού έως της πλατίνας.

Οι δεκάποντες γόβες επί του οδοστρώματος της αστικής αρτηρίας προξενούν την ταχύτατη κυκλοφορία του αίματος στις αρτηρίες και τις φλέβες των ανδρών.

Να πώς περιγράφει το 1925 μια αθηναϊκή εφημερίδα ένα πολυσύχναστο δρόμο, τον οποίο κατακλύζουν εργαζόμενες γυναίκες μετά τη λήξη του ωραρίου τους: «Είνε δρόμος αυτός ή κινητή έκθεσις καλλονών, μία πανήγυρις νεότητος; Κυττάξετε ποικιλία χρωμάτων εις φορέματα, εις καπέλλα, εις κνήμας, εις κάλτσες, εις μορφάς, εις ό,τι θέλετε… Υπάρχει πράγμα δι’ όλα τα γούστα και τα βαλάντια. Μοδιστρούλες με τα ρυθμικώς ηχούντα σκαρπινάκια, που στηρίζουν κνήμας κομψάς, από των οποίων συνέχονται κορμάκια αγαλμάτινα εφ’ ων στηρίζονται μουτράκια γελαστά, φωτιζόμενα από ματάκια αποστάζοντα πυρ και μέλι, δακτυλογράφοι αγέρωχοι και προκλητικαί, ραφτρούλες χαμηλοβλεπούσες και στρουμπουλοπρεπείς, δούλαι υψίκορμοι και βαθύκολποι, κορδελλιάστρες γλυκές και μεστές σαν τσουπωτά κραμβολάχανα, τραπεζιτικοί υπάλληλοι ελαφραί ως πεταλούδες και φλύαροι σαν γαλιαντρίτσες σωστές, ένας εσμός κόσμου του ωραίου φύλου, παράπλευρα εις τον ποικίλον ανδρικόν κόσμον, που συγκινημένος παρακολουθεί προκλητικός και επιθετικώτατος, υπείκων στον ανίκητον νόμον της έλξεως και της … αναδημιουργίας». (Πώς περνά ο έρως στας Αθήνας, ΕΞΕΛΣΙΟΡ 19-7-1925).

Με βάση τα ως άνω εκτεθέντα εύλογα προκύπτει το εξής ουσιώδες ερώτημα: Τι θα όφειλε να πράξει ο άνδρας που είχε το ερωτοτροπείν στο DNA του, βλέποντας να παρελαύνουν σκανδαλιστικά προ των οφθαλμών του ερωτικές υπάρξεις; Να συγκρατηθεί ψελλίζοντας το «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» ή να εφορμήσει ακάθεκτος αναφωνώντας «Θου Κύριε, αρωγός τω στόματι μου»; Προφανώς το ερώτημα είναι ρητορικό και η απάντηση μονοσήμαντη και εκ των προτέρων γνωστή.

Εκτός, όμως, των ρητορικών ερωτημάτων επί του ζητήματος αυτού αναφύονται και ερωτήματα που δεν απαντώνται με την ευκολία παραβίασης μιας ανοικτής θύρας. Τι συνέβαινε με τους εραστές του δρόμου και αίφνης αφυπνιζόταν μέσα τους ο Καζανόβας, ο Δον Ζουάν, ο Λατίνος εραστής;

Τι έφταιγε; Το βαθύ ντεκολτέ και η κοντή φούστα ή απλά η ανάγκη επικοινωνίας;

Ήταν δυνατόν μια τσαχπίνικη ματιά στο δρόμο να οδηγούσε τον ερωτικό ίμερο προς εκτόνωση από το υπογάστριο προς το στόμα με την ίδια υπερβολική ταχύτητα και θερμότητα που ανέρχεται η λάβα από τα έγκατα της γης στον κρατήρα του ηφαιστείου;

Και εν τέλει τι ήταν το λεκτικό καμάκι; Σπορ, τέχνη ή απλό υποκατάστατο μιας σεξουαλικής επαφής; Ήταν θεμιτό, άραγε, ο εραστής του δρόμου να αντιμετωπίζει το βαδίζον αντικείμενο του πόθου του σαν λευκό χαρτί όπου καταγράφει τις επιθυμίες του;

Πριν όμως επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά ας ανατρέξουμε στο παρελθόν για να παρακολουθήσουμε την εμφάνιση και τη διαχρονική εξέλιξη του φαινομένου του απροκάλυπτου και φορτικού φλερτ που μέχρι προ ολίγων ετών εκδηλωνόταν στους δρόμους.

ΜΕΡΟΣ Β – ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ G ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ

Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, όπως γράφει η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «συνομιλία ιδιαιτέρα ή οιαδήποτε συζήτησις κατ’ ιδίαν μεταξύ ανδρός και γυναικός ή παρθένου απετέλει σκάνδαλον και ήρκει να δημιουργήση κακίστην φήμην δια το θήλυ. Ούτε εις αυτάς τας αρραβωνιασμένας ή τας μελλονύμφους επετρέπετο ιδιαιτέρα συνομιλία ή οπωσδήποτε απομόνωσις. Μέχρι της στιγμής του γάμου παρίστατο αναπόσπαστος συνοδός αυτών ή η μήτηρ ή ο πατήρ ή η ύπανδρος αδελφή ή ο αδελφός». Αυτό δεν εμπόδιζε τους ερωτύλους με τις φουστανέλες και τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα να εκστομίζουν κάποιο ανώδυνο πείραγμα στις χαμηλοβλεπούσες νεάνιδες που συναντούσαν στο δρόμο ή στα πανηγύρια. Έτσι, σε τεύχος του περιοδικού ΚΛΕΙΩ το 1851 διαβάζουμε για πειράγματα στο πανηγύρι της Κολοκυθούς στα Σεπόλια, που γινόταν κάθε Δεκαπενταύγουστο: «Η πανήγυρις αύτη παρέχει συγχρόνως στάδιον ευρύ εις τους Αθηναϊκούς Αδώνιδας μας, οίτινες ως λόρδοι τινές με τα πλατύχειλα σκιάδια των και την ιδιόρρυθμον ενδυμασίαν των, ή ως Ερωτόκριτοι, με την λευκήν φουστανέλλαν των και τα διάχρυσα μεϊτάνια των περιφέρονται μεταξύ του όχλου και οφθαλμοβολούσιν άντικρυ όλας τας ωραίας και ερωτικόν τι λόγιον ταις ρίπτουσι διαβατικώς».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εποχή του τρικουπικού εκσυγχρονισμού, τα αυστηρά ήθη χαλάρωσαν λίγο καθώς εξέλιπε η γενιά των παλιών πολεμιστών που έλυναν τις διαφορές τους με τα κουμπούρια ή τα χατζάρια, σαν το στρατηγό Θοδωράκη Γρίβα που στα χρόνια του Καποδίστρια όρμησε να αποκεφαλίσει «τον τολμήσαντα να εναγκαλισθή την σύζυγόν του δια να χορεύση ευρωπαϊκόν χορόν».

Οι γυναίκες άρχισαν βαθμιαία να βγαίνουν από την απομόνωση του σπιτιού τους και να μετακινούνται συχνότερα στα τραχιά λιθόστρωτα και στους βορβορώδεις το χειμώνα ή γεμάτους σκόνη το καλοκαίρι χωματόδρομους. Στους συνοικιακούς δρόμους της Αθήνας την εποχή αυτή μπορούσε να συναντήσει κανείς κοπέλες με τις στάμνες στα χέρια που κατευθύνονταν προς την βρύση της πλατείας, πλύστρες, μοδιστρούλες, καπελούδες, άλλες σεμνές και ταπεινές και άλλες ελαφρώς λικνιζόμενες, όπως η νεαρή με τα προκλητικώς τραμπαλιζόμενα οπίσθια στους δρόμους του Ψυρρή, που περιγράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης: «Μια φεσού διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παπάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπής» (Μιχαήλ Μητσάκης, Θεάματα του Ψυρρή, ΑΤΤΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ 1890). Στους κεντρικούς δρόμους, όπως στην οδό Ερμού, μπορούσε να δει τις νεαρές εργάτριες, κυρίως ράπτριες, να πηγαίνουν στη δουλειά τους απολαμβάνοντας σιωπηρά «το θαυμαστικόν επιφώνημα του υπαλλήλου του εμπορικού, όπερ τας συγκινεί ηδέως εν ω δήθεν τας εξοργίζει» (Αρ. Κουρτίδης, Αι εργάτιδες των Αθηνών, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ 1889). Ο μετακινούμενος αυτός γυναικόκοσμος έμπαινε στο στόχαστρο διάφορων ερωτύλων που προσπαθούσε να τις προσεγγίσει, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, στήνοντας καρτέρι ακόμη κι έξω από τα νεκροταφεία.

Τι έλεγαν, όμως, οι άνδρες για να «ρίξουν» τις γυναίκες πριν από 130 χρόνια; Και πώς αντιδρούσαν οι γυναίκες; Σιωπούσαν αιδημόνως ή τους έβαζαν στη θέση τους, χρησιμοποιώντας είτε το λόγο είτε την ομπρέλα τους ως ράβδο, επιβεβαιώνοντας το ρητό «όπου πίπτει λόγος πίπτει και ράβδος»; Ένα δείγμα των φαιδρών λεγομένων τους αλλά και των ειρωνικών απαντήσεων που εισέπρατταν βρίσκουμε σε φύλλο της 12-3-1888 του ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: «Υπό την σκιάν δενδρυλίου τινός ίστατο δίκην επαίτου λιμοκοντόρος τις, όστις δι’ αισθηματικής φωνής έλεγεν εις τας διαβαινούσας εκείθεν νέας:

Αν γνώριζες τα δάκρυα που για σένα πάντα χύνω…

Μια από τας οποίας του έδωσεν ως απάντησιν:

-Θα σου έλεγα να κάνης ταξειδάκι ως την Τήνο.

Άλλος δε, πολύ προσεκτικός εις τα βλέμματα και τα κινήματα των κυριών, έλεγεν εις Κυρίαν τινά, ης η ματιαίς εσκανδάλιζαν και δεσποτάδες ακόμη:

Αγγελούδι μου, με τόσαις φλογεραίς ματιαίς που ρίχνεις

εραστή σου πως μ’ εκλέγεις εννοώ ότι μου δείχνεις.

Και τέλος απελπισμένος τις εκ των αναξίων λόγου λιμοκοντόρων, έλεγεν εις αληθές αγγελούδι:

Γιατί το αγγελούδι μου σκληρά με τυραννεί;

Κι αυτό ν’ απαντά απελπιστικώς δι’ αυτόν:

-Διότι εδραπέτευσες, καϋμέν’ απ’ το Δαφνί».

Προϊόντος του χρόνου αλλά και της «εκλύσεως των ηθών», όπως αρέσκονταν να λένε οι διάφοροι ηθικολόγοι, το πείραγμα στο δρόμο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς αποτελούσε έναν από τους προσφορότερους τρόπους ερωτικής γνωριμίας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι δρόμοι των ελληνικών πόλεων αποτελούσαν ένα «πεδίο βολής» άκομψων και ανήθικων πειραγμάτων, που σύμφωνα με τον Τύπο κατέβαζαν τη στάθμη του πολιτισμού στο επίπεδο της βαρβαρότητας: «Εκείνο όμως που μας δεικνύει κυριολεκτικώς βαρβάρους είναι η συμπεριφορά ημών των ανδρών προς την γυναίκα. Όπου ιδούμε γυναίκα εις τον δρόμον, εις τον περίπατον, εννοούμεν να την πειράξωμεν όχι απλώς με τας «εφυολογίας» μας, αλλά και με τας αισχροτέρας βωμολοχίας. Μάλιστα. Εις την πρωτεύουσαν υπάρχουν άνθρωποι, «κύριοι καθώς πρέπει», οι οποίοι αισθάνονται το κτηνώδες και χυδαίον γούστο ν’ απευθύνουν εις διερχομένην κυρίαν ή δεσποινίδα λέξεις ακατανομάστου βδελυγμίας» (ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ 22-3-1914).

Μέχρι τη δεκαετία του 1970 το πείραγμα γνώρισε μέρες άνθισης και βρήκε πεδίον δόξης λαμπρόν στις «βόλτες», τα λεγόμενα «νυφοπάζαρα», αποτελώντας την αρχή πολλών πετυχημένων σχέσεων που νομιμοποιήθηκαν με το χορό του Ησαΐα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε σχετικά: «Πριν πενήντα χρόνια επιζούσαν, ακόμη, τα νυφοπάζαρα. Σε όλα τα χωριά το νυφοπάζαρο της Κυριακής, γινότανε συνήθως, στη δημοσιά. Τα συνοικιακά νυφοπάζαρα των πόλεων λειτουργούσαν με συνέπεια κάθε βραδάκι. Υπήρχαν και τα μεγάλα νυφοπάζαρα της Κυριακής: στην Αθήνα η πλατεία Συντάγματος, στην Θεσσαλονίκη η παραλία. Στα νυφοπάζαρα, λοιπόν, οι νεαροί ακολουθούσαν τα κορίτσια κατά πόδας, λέγοντας κάποια τυποποιημένα σεμνά κοπλιμέντα και πειράγματα. Κάμποσα απ’ αυτά ήσανε γλυκανάλατα, όπως π.χ όταν κολλάγανε δυο κοπέλες και αμολάγανε την φράση: η ωραιότερη είναι η μεσαία. Είναι αυτονόητο πως, μια γυναίκα που διέσχιζε κάποιαν ανδροκρατούμενη περιοχή άκουγε διάφορες σεξουαλικότερες φράσεις».

Αν περιμένετε να σας πω για το πείραγμα που επιχειρούσαμε και ημείς, εγώ δηλαδή, κατά την κυριακάτικη «βόλτα» στην 21ης Ιουνίου από φανάρι σε φανάρι, αδίκως περιμένετε. Θα αναφέρω μόνο το οικτρό αποτέλεσμα που είχε: απορριπτόταν σαν τα τσόφλια των ηλιόσπορων που αγοράζαμε από τον «Κουτσούλη», τα οποία μετά το τέλος της «βόλτας» σχημάτιζαν ένα παχύ στρώμα, που με πολύ κόπο περισυνέλλεγαν οι οδοκαθαριστές του Δήμου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ – ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ ΗΤΟ Ο ΠΑΤΗΡ ΣΑΣ;

Ποιές ήταν, όμως, οι πιο γνωστές φράσεις που ακούστηκαν ως πειράγματα στους ελληνικούς δρόμους; Η πιο στερεότυπη που ειπώθηκε ποτέ ήταν το «Ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου» και μάλιστα επαναλαμβανόταν μέχρι πρόσφατα, παρόλο που είχε χάσει την αξία της. Βέβαια, καθόλου στερεότυπες δεν ήταν οι απαντήσεις στο πείραγμα αυτό, όπως οι παρακάτω που υποβίβαζαν αυτόν που την εκστόμιζε στην κατηγορία του γνωστού συμπαθούς τετραπόδου:

«Κουκλί μου! ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου; – Όχι καλέ σαμαροποιός και τρέξε να σου πάρη τα μέτρα…»
«Μπακλαβατζής ήταν ο μπαμπάς σου; – Όχι, κτηνίατρος και να πας να σε κοιτάξει…»

Ας αναφέρω όμως μερικά από τα πιο γνωστά πειράγματα που ακούστηκαν από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τη δεκαετία του 1980, τα οποία σταχυολόγησα από βιβλιογραφική έρευνα και από τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Άλλα από αυτά είχαν μια αύρα ρομαντισμού, άλλα μια δόση ερωτισμού και άλλα είχαν καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο. Δεν έλειπαν και τα πειράγματα με πολιτική διάσταση καθώς ο βαθμός πολιτικοποίησης καθόριζε τα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα ή τις πρωτότυπες εμπνεύσεις της στιγμής. Έτσι, για μια κοπέλα που είχε βάλει το κόκκινο φουστάνι, εκείνο που την κάνει να μοιάζει πυρκαγιά, ο απολίτικος εραστής προσφερόταν να υποδυθεί τον πυροσβέστη λέγοντας το τετριμμένο «Φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης», ενώ ο πολιτικοποιημένος αναστέναζε βαθιά αναφωνώντας «Μπολσεβίκα μου, εσύ!»

Ας ξεκινήσουμε με τα πειράγματα που διατυπώνονταν υπό τύπον ερωτήσεως, είτε εντελώς αφελούς είτε περισσότερο πνευματώδους:

«Είσθε οπτασία ή πραγματικότητα;»
«Τζιτζίκα μου γιατί κρύβετε το ωραίο προσωπάκι σας;»
«Γάμπες είναι αυτές μικρούλα μου ή γλυπτικά αριστουργήματα;»
«Κουκλί μου μπορώ να σε δω το βράδυ;»
«Αντέχετε για ερωτικές ταλαιπωρίες;»
«Πάμε για τρελίτσες;»

Οι απαντήσεις σε ερωτήματα σαν τα παραπάνω πολλές φορές εκστομίζονταν με σκαιό τρόπο και ήταν απολύτως απαξιωτικές ή υβριστικές για τον επίδοξο εραστή: «Χαρά στα μούτρα! Είσαι σαχλός! Τον κακό σου το φλάρο!» Άλλοτε πάλι ήταν απλά αποτρεπτικές, χωρίς να τον μειώνουν: «Εγώ είμαι τίμιο κορίτσι! Να πας στη δουλειά σου!»

Πιο ενδιαφέρουσες ήταν όσες διαπνέονταν από ένα πνεύμα ειρωνείας ή ωμότητας που θρυμμάτιζε το σαθρό ευφυολόγημα:

«Μικρό μου, αγαλματοποιός είνε ο μπαμπάκας σου – Όχι, καλέ, κεραμιδάς και φυλάξου από την κεραμίδα του…»
«Μανάρα μου μ’ έκαψες! – Τράβα πέσε στη θάλασσα να σβυστής…»
«Άγγελέ μου μην είσαι τόσο σκληρά – Άει στο διάβολο βλάκα…»

Υπήρχαν φράσεις που παρέπεμπαν στην νηπιακή ή την παιδική ηλικία της κοπέλας: «Μωρό μου ναζιάρικο! Μπέμπα μου! Παιδί μου ατελείωτο! Παναγιά μου ένα παιδί! Κορίτσι μου σπαθάτο!» Επίσης σύγκριση γινόταν με το αγαπημένο της παιδικό παιχνίδι, με την αντίστοιχη λέξη να διατυπώνεται σε όλους τους βαθμούς: «Κούκλα μου! Κουκλίτσα μου! Κουκλάρα μου!»

Άλλες πάλι σχετίζονταν με διακοσμητικά ή καταναλωτικά είδη πωλούμενα σε ζαχαροπλαστεία «λουκούμι μου, γλειφιτζούρι μου», σε ανθοπωλεία, «μπουμπούκι μου, ζουμπούλι μου» ή σε ιχθυοπωλεία «μπαρμπουνάρα μου, ζαργάνα μου, μελανούρι μου», αποκλειομένων των γαρίδων που παραπέμπουν σε αυτές που έχουν όμορφο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Το πολύ συνηθισμένο «καϊνάρι μου, καϊνάρα μου», που ταίριαζε στις θερμές γυναίκες, παρέπεμπε σε ένα ζεστό αφέψημα από μπαχαρικά και βότανα.

Το πείραγμα εκφραζόταν και με ευθείες προτάσεις για πέρασμα στο ψητό, αφού προηγουμένως παρεχόταν η διαβεβαίωση για τον «καλό σκοπό» που είχε ο επίδοξος εραστής, ο οποίος δε δίσταζε να ορκιστεί ως μάρτυς δικαστηρίου ότι τα όσα έλεγε ήταν αληθή και ειλικρινή. Οι προτάσεις αυτές ήταν περισσότερο ή λιγότερο τολμηρές ανάλογα με την αισθητική και το πνευματικό επίπεδο του εραστή, που ενίοτε ήταν υποδεέστερον του μηδενός: «Έλα να ενώσουμε τις αμαρτίες μας να δούμε τι θα βγει! Πάμε για καβάλες!»

Οι ρομαντικοί απήγγειλαν στίχους ποιημάτων που είχαν αποστηθίσει ή τραγουδούσαν το ρεφρέν γνωστών τραγουδιών, ενώ εκείνοι που διέθεταν μνήμη ιχθύος αρκούνταν σε επιφωνήματα θαυμασμού – «Ε, ψιτ! Καλέ ψιτ!» – ή σε μονοσύλλαβες και δισύλλαβες προτάσεις: «Αγαπούλα! Σκανταλιάρα! Μάτια μου! Φως μου! Χαρά μου! Γλύκα μου! Αμαρτία μου! Καψούρα μου! Σεβνταλού μου!» Άλλοι πάλι διαπνεόμενοι από εθνικοπατριωτικό ενθουσιασμό αναμίγνυαν στο πείραγμα την ανακτορική φρουρά ή τα καράβια του στόλου: «Τσολιάς στ’ ανάκτορα! Γεια σου τσολιά μου! Φρεγάτα μου!» Δεν έλειπαν και οι παραπομπές σε Οθωμανούς αξιωματούχους: «Πασά μου, εσύ!» ή στην τουρκική γλώσσα συνοδευόμενα με αναστεναγμούς «Αχ σεκερίμ» (γλύκα μου), «Αχ γιαβρούμ» (πουλί μου), «Αχ, αμάν τζάνεμ» (ψυχή μου) και «Αρκαντάν γκελ» (έλα από πίσω).

Πιο αποτελεσματικά ήταν τα πειράγματα που χαρακτηριζόταν από κολακεία, την ασφαλέστερη μέθοδο για την προσέγγιση οποιασδήποτε γυναίκας:

«Κέφια που είχε ο Θεός όταν σε έφτιαξε!»
«Έχω δει πολλές γυναίκες αλλά σαν και σένα καμία!»
«Είσαι το δέκα το καλό!»
Το περιεχόμενο των πειραγμάτων καθοριζόταν από το πλαίσιο της εποχής: μια γνωστή μάρκα καλλυντικών, μια επιστημονική ανακάλυψη, ένας σεισμός ήταν αφορμές για να εφευρεθούν πειράγματα
«Τ’ είσαι παιδί μου; Καλλυντικό του Φάκτορ;»
«Εσύ εφεύρες παιδί μου, την διάσπασι του ατόμου;»
«Μαννάρα μου! Το ξέρεις ότι τρέμει η γης όπου πατάς;»

Τέλος υπήρχαν οι χυδαιολογίες, αλλά το χυδαίο δεν γράφεται ούτε περιγράφεται. Εκτός αν είσαι ο Ηλίας Πετρόπουλος, οπότε έχεις κατακτήσεις το δικαίωμα να γράφεις ό,τι θέλεις χωρίς κανένας να τολμά να ξεστομίσει ούτε κιχ. (Εγώ πάντως θα τα έγραφα, αλλά μου το απαγόρευσε δια ροπάλου η μονομελής επιτροπή λογοκρισίας που εδρεύει στην κατοικία μου. Έτσι για να ξέρετε τις πταίει και δεν μπορείτε να διαβάσετε τα πιο πικάντικα).

Ανάρτηση στο facebook https://www.facebook.com/thvafeiadis

Σχολιάστε