Της κάλπης τα καμώματα
Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Πορτογαλία είναι το δεύτερο άβολο για τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αποτέλεσμα, έπειτα απ’ αυτό των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου του 2015 στην Ελλάδα. Το αγαπημένο τους κόμμα τερμάτισε πρώτο, ωστόσο δεν μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ούτε κυβέρνηση συνεργασίας γιατί δεν υπάρχουν, μέχρι τώρα τουλάχιστον, πρόθυμοι εταίροι.
Η ηγεσία των σοσιαλιστών -το κόμμα που έχει ψηφίσει και εφαρμόσει μνημόνια- αρνείται για την ώρα να συμπράξει με τη Δεξιά και προκρίνει τη συνεργασία με τους κομμουνιστές και τους ριζοσπάστες του Μπλόκου στη βάση μιας πολιτικής που θα αμφισβητήσει τη λιτότητα.
Οι τρεις σχηματισμοί έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, παρά την αριθμητική αδυναμία της Δεξιάς, έδωσε στον αρχηγό της την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Τι συμβαίνει; Δεν ξέρει να μετράει; Οχι φυσικά. Χρόνο θέλουν να κερδίσουν κι αυτός και η «πεφωτισμένη γραφειοκρατία» των Βρυξελλών και το Βερολίνο προκειμένου να βρουν τον τρόπο για να εμποδίσουν τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης που δεν θα ελέγχουν.
Το σχέδιό τους, που μπήκε σε εφαρμογή από τη στιγμή που οι σοσιαλιστές δεν δέχτηκαν την κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, έχει δύο σκέλη. Το πρώτο περιλαμβάνει την κινδυνολογία και τις απειλές. Καμία πρωτοτυπία. Το είδαμε να δοκιμάζεται στην Ελλάδα πριν από τις εκλογές του Γενάρη και το νιώσαμε τους εφτά μήνες των διαπραγματεύσεων.
Ο πρόεδρος Καβάκο Σίλβα είπε ότι «οι δημοσιονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από μια κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς θα είναι εξαιρετικά πιο σοβαρές για τη χώρα». Η καγκελάριος Μέρκελ δεν έκρυψε την ανησυχία της και προειδοποίησε πώς «θα ήταν πολύ αρνητική εξέλιξη αν δεν καταφέρει ο Πέδρο (σ.σ. ο αρχηγός της Δεξιάς) να σχηματίσει κυβέρνηση».
Οι Financial Times, πάντα καλά πληροφορημένοι για όσα συμβαίνουν στην περιοχή της ευρωπαϊκής Δεξιάς, επισήμαναν πως «η πιθανότητα πολιτικής αστάθειας στην Πορτογαλία και ριζικής μεταστροφής σε κυβερνητικό επίπεδο από την Κεντροδεξιά σε μια αντιμνημονιακή Κεντροαριστερά προκαλεί τρόμο σε άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης». Το δεύτερο σκέλος περιλαμβάνει την άσκηση αφόρητων πιέσεων σε βουλευτές του σοσιαλιστικού κόμματος να αποστατήσουν.
Δεν ξέρουμε αν θα δοθούν ανταλλάγματα, αλλά βρόμικες δουλειές χωρίς μπαξίσι δεν υπάρχουν. Οι νεοφιλελεύθεροι φοβούνται ότι μετά το επεισόδιο του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, τις συνέπειες του οποίου πίστεψαν ότι είχαν εξουδετερώσει, θα τους προκύψει ακόμη ένα ενοχλητικό παράδειγμα που μπορεί να λειτουργήσει μεταδοτικά, γιατί, όπως παραδέχτηκε η Μέρκελ, «αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις και στην Ισπανία και την Ιρλανδία».
Υπάρχει πάντως ένας τρόπος να αποφεύγουν τις δυσάρεστες εκπλήξεις. Να καταργήσουν τις εκλογές. Ή, αν δεν θέλουν να φτάσουν στα άκρα, μπορούν να θέσουν εκτός νόμου τα κόμματα που δεν είναι της αρεσκείας τους.
Ανάγωγα
Ο Ολάντ έφυγε, ο Ντομπρόβσκις, δηλαδή ο ταχυδρόμος της Μέρκελ, έρχεται. Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι ο Ολάντ, ο Ρέντσι και λίγο ο Γιούνκερ, είναι η Γερμανία και οι πρόθυμοι σύμμαχοί της. Πάντως και οι δύο πλευρές συμφωνούν σ’ ένα πράγμα: πρώτα οι μεταρρυθμίσεις και μετά βλέπουμε. Και όταν αυτοί μιλούν για μεταρρυθμίσεις ξέρουμε πολύ καλά τι εννοούν…
Άρθρο στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ