My Twitter Feed

19 Απριλίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

“Καταρρέει το Νοσοκομείο Κιλκίς” -

Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Δραματικό SOS της Παθολογικής! -

Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Το Κιλκίς και η αρχιτεκτονική του -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Οι υποσχέσεις καλά κρατούν! -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για το ψηφοδέλτιο -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Επίσκεψη του Γ. Μανιάτη -

Σάββατο, 13 Απριλίου, 2024

Διευρύνουν τη συνεργασία τους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για τους υποψήφιους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Καυσόξυλα και ξυλόσομπες

Του Θανάση Βαφειάδη.


Όταν γεννήθηκε ο πατέρας μου την πρωτοχρονιά του 1931 έκανε ένα δαιμονισμένο κρύο, όχι ασυνήθιστο εκείνους τους προπολεμικούς χειμώνες που το Κιλκίς ξεπάγιαζε μόλις σηκωνόταν ο Βαρδάρης. Ελλείψει καυσόξυλων ο παππούς μου, πήρε το τσεκούρι και κομμάτιασε το μοναδικό τραπέζι του σπιτιού, τι να κάνει ο άνθρωπος, για να ρίξει τις σανίδες στη φωτιά ώστε να μην κρυώσει κι αρρωστήσει το μωρό που μόλις είχαν φέρει στο σπίτι. Κι αν αυτό το παράξενο γεγονός φαίνεται ακραίο σκεφθείτε πόσα ακραία τέτοια περιστατικά ζήσαμε μόλις πριν από λίγα χρόνια, την οδυνηρή εποχή των μνημονίων, όταν παλιά έπιπλα, παράθυρα, ξύλινες κατασκευές κάθε είδους, ρίχνονταν στη τζάκια διαμερισμάτων για να λύσουν με το χειρότερο τρόπο το πρόβλημα της θέρμανσης. Έτσι, η καλοζωισμένη ελέω αφειδών δανείων ελληνική κοινωνία με τα οικολογικά τζάκια, τα υποδαπέδια συστήματα θέρμανσης, το πετρέλαιο θέρμανσης που μπορούσαν να πληρώσουν όλοι ανεξαιρέτως οι ένοικοι των πολυκατοικιών ξαναγύρισε στα καυσόξυλα και η λέξη «πέλετ», εν καιρώ κρίσης, έγινε πλέον συνώνυμο μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας που είχε ξεχαστεί.

Μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα ξυλοκάρβουνα και τα καυσόξυλα αποτελούσαν την κυριότερη θερμαντική ύλη για τους κατοίκους της πόλης και των χωριών. Οι δυο βασικές δασικές περιοχές του νομού Κιλκίς στους ορεινούς όγκους του Παΐκου και των Κρουσσίων παρείχαν τις απαιτούμενες ποσότητες ξυλείας, η εκμετάλλευση όμως του δασικού πλούτου περιορίζονταν από τις ανεπαρκείς συγκοινωνίες. Στα δάση των Κρουσσίων, που τα εκμεταλλεύονταν κυρίως οι τοπικοί δασικοί συνεταιρισμοί, υπήρχε και η περιστασιακή ξύλευση στην οποία επιδίδονταν οι αγρότες. Γι’ αυτού του είδους τη ξύλευση κατά την προπολεμική περίοδο ο Κοσμάς Παρασκευόπουλος το 1937 έγραφε: «Ελλείψει γειτονικού δάσους, οι πλείστοι των αγροτών αναγκάζονται να μεταβαίνουν εις αρκετά μεγάλας αποστάσεις, ως μέχρι του Παπράτ και Λελόβου απέχοντα περί τα 50 χιλιόμετρα από του Κιλκίς. Μετά το τέλος του αλωνισμού, σχηματίζονται ομάδες αγροτών και μεταβαίνουν με τας αμάξας των εις δάση προς ξύλευσιν. Το ξυλευόμενον υλικόν αποτελείται από δρυς, οξυές και γαύρα. Μια αγροτική πενταμελής οικογένεια κατά μέσον όρον χρειάζεται να σωρεύση εις την αυλήν, δια τας ανάγκας μαγειρικής και θερμάνσεως όλου του έτους, 4-5 αμάξας ξύλα. Δια την υλοτομίαν και μεταφοράν εκάστης αμάξης απαιτείται απασχόλησις του αγρότου και των ζώων 3-4 ημερών αναλόγως του είδους των ζώων (ίπποι, βόες)».

Την κοπή των ξύλων που προορίζονταν για θέρμανση αναλάμβαναν οι πριονιστές καυσόξυλων, που τα έκοβαν με το πριόνι (καταρράχτη) ή με την κορδέλα. Τα καυσόξυλα ήταν στοιβαγμένα στην αυλή ή την αποθήκη του πελάτη τους και οι πριονιστές μετέφεραν εκεί την κορδέλα τους και τα έκοβαν σε τέτοιο μέγεθος ώστε να χωράνε στη σόμπα. Επιπλέον έκαναν το σχίσιμο των ξύλων σε 2 ή 4 κομμάτια και αναλάμβαναν το στοίβαγμα στην αποθήκη, αν ο πελάτης τους το ζητούσε. Δούλευαν πάντα δυο άτομα μαζί, αφού ένα άτομο δεν μπορούσε μόνο του να σηκώσει και να κουμαντάρει τους βαρείς κορμούς, το μήκος των οποίων έφθανε τα 1,30-1,40 μ.

Ο πριονιστής έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός και αυστηρά προσηλωμένος στη δουλειά του, η οποία περιέκλειε συνεχείς κινδύνους ατυχημάτων. Έπρεπε να τροχίζει τακτικά τη λάμα της κορδέλας – η οποία συχνά κοβόταν και έπρεπε να συγκολληθεί ή να αντικατασταθεί – και να αλλάζει τα λάδια της μηχανής που την κινούσε. Η δουλειά απαιτούσε μυϊκή δύναμη για να σηκώνει τους κορμούς μεγάλης διατομής, τους προτιμούσε όμως από τους λεπτούς κορμούς που τον δυσκόλευαν και τον καθυστερούσαν. Απασχολούνταν σε αυτή τη δουλειά όλους τους μήνες, εκτός από τους χειμερινούς, κατά τους οποίους δούλευαν στις ξυλαποθήκες της πόλης. Η ποσότητα των ξύλων που έκοβαν για κάθε νοικοκυριό κυμαίνονταν από 3-5 τόνους και η κοπή τους άφηνε ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Δούλευαν τις πρωινές και απογευματινές ώρες κάνοντας αναγκαστικά διάλειμμα τις μεσημβρινές ώρες, για να μην ενοχλούνται οι περίοικοι του πελάτη από το δαιμονιώδη θόρυβο της μηχανής τους.

Το επάγγελμα τους διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οπότε και εξέλειψε, αφού πλέον τα ξυλεμπορικά καταστήματα πωλούσαν κομμένα καυσόξυλα.

Τα καυσόξυλα κατέληγαν στις θερμάστρες, η κατασκευή των οποίων αποτελούσε μεγάλο κομμάτι της δουλειάς του λευκοσιδηρουργών της πόλης μας. Οι «σόμπες», όπως τις έλεγαν, είχαν συνήθως κυλινδρικό σχήμα και ήταν κατασκευασμένες από μαύρη λαμαρίνα, ενώ η βάση και το καπάκι ήταν μαντεμένια. Στο εσωτερικό τους είχαν πυρίμαχη χτιστή επένδυση. Υπήρχαν και οι χαμηλές παραλληλεπίπεδες σόμπες με δυο μάτια, οι λεγόμενες «πάπιες». Οι πάπιες κατασκευαζόταν από 3 κομμάτια λαμαρίνας, ένα μεγάλο που η τομή του είχε σχήμα Π, ένα που έμπαινε μπροστά και ένα που τοποθετούνταν στο πίσω μέρος. Το καπάκι ήταν χυτό και το προμηθευόταν από εμπορικά καταστήματα. Το πάχος της λαμαρίνας ήταν 0,5 – 0,8 χιλιοστά και το ύψος του κάθε ποδιού 12 εκ. Στο μπροστινό μέρος τους υπήρχε πορτάκι και πίσω υποδοχή για το μπουρί.

Τώρα θα μου πείτε πώς και θυμήθηκα τις πριονοκορδέλες με τον μονότονο οξύ θόρυβο, τις ασημί σόμπες, τις μασιές και τα καπνισμένα μπουριά; Είναι μάλλον εκείνες οι ωραίες στιγμές που σαν παιδιά καθόμασταν κυκλικά γύρω τους, χαζεύοντας τις φλόγες που κατέτρωγαν τα ξύλα και απολαμβάνοντας την ευωδιά από τις φλούδες του πορτοκαλιού και του κάστανου που ξεροψήνονταν πάνω στην πυρωμένη επιφάνεια της θερμάστρας. Κι αν μας έλεγε και κανένα παραμύθι η γιαγιά νοιώθαμε ευτυχία αλλά και αγωνία μην τυχόν και την πάρει ο ύπνος από τη ζεστή θαλπωρή της σόμπας και μείνει το παραμύθι στη μέση…

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε