My Twitter Feed

31 Δεκεμβρίου, 2020

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Συνεχίζονται τα αντιπλημμυρικά -

Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου, 2020

Σταθερά στη μαύρη πρώτη θέση! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

“Γαλάζια νυστέρια” για το ΓΝΚ! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

ΣΥΡΙΖΑ: Διερεύνηση καταγγελιών -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

To tvxs.gr για το Νοσοκομείο Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Εξανέστη από το… βήμα του twitter -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Την Πέμπτη η Λαϊκή του Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Έργα 1,2 εκατ. για συντήρηση δρόμου -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

To ηρωικο Καρασουλι

Πυροβόλο λάφυρο του Α` Βαλκανικού Πολέμου Η περιοχή του Πολυκάστρου απελευθερώθηκε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μαζί με τη δυτική όχθη του Αξιού (περιοχή Γουμένισσας). Στις 31 Οκτωβρίου του 1912 δώθηκε διαταγή σε απόσπασμα Ευζώνων να απελευθερώσουν τη Γευγελή. Το μεσημέρι της 1 Νοεμβρίου του 1912, το απόσπασμα υπό το συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο, αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς και το βράδυ της ίδιας μέρας αποβιβάστηκαν στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Καρασουλίου. Χρειάστηκε να διανυκτερεύσουν στην κωμόπολη του Καρασουλίου, ώστε να εδραιώσουν την Ελληνική κρατική παρουσία, και την επόμενη το πρωί αναχώρησαν για τη Γευγελή. Κατά την απελευθέρωση η Ελληνική κοινότητα του Πολυκάστρου, με πρόεδρο τον Αθανάσιο Νάντσιο αριθμούσε 46 οικογένειες (146 κάτοικοι).

Προϊστορικά Χρόνια

Η περιοχή του Πολυκάστρου έχει κατοικηθεί από τα νεολιθικά χρόνια. Είναι γνωστές δύο νεολιθικές πόλεις στην Αμυδώνα (πιθανή θέση κοντά στο σημερινό Αξιοχώρι Κιλκίς) και στο Λιμνότοπο (Καραβία). ΣτηνΧαλκολιθική Περίοδο έως την εποχή του Χαλκού, γύρω στα 3500 με 3000 π.Χ., στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Παίονες. Οι Παίονες ήταν γνωστοί από τα αρχαιολογικά ευρήματα ως “Πολιτισμός του Γλυκού Νερού”, καθώς έφτιαχναν οικισμούς δίπλα σε ποταμούς και λίμνες, όπως ο πασσαλόπηκτος οικισμός της Δοϊράνης (Δόβηρες Παίονες). Κατά τον μύθο, τους Παίονες οδήγησε από το βορρά (τη βόρεια κοιλάδα του Αξιού, όπου διέμεναν) στο νότο (νότια κοιλάδα του Αξιού), ο Παίων γιός του βασιλιά της Ηλιδας, Ενδυμίωνα ή ο βασιλιάς Πηλέγων, κατά τον Όμηρο. Η πρωτεύουσά τους ήταν η Αμυδών. Το δέλτα του Αξιού ποταμού τότε ήταν βορείως του Άσπρου κοντά στο σημερινό Λιμνότοπο. Η Αμυδών αποτελούσε μια λοφώδη χερσόνησο ανατολικά του δέλτα του Αξιού. Ήταν μια από της πιο στρατηγικές θέσεις της κεντρικής Μακεδονίας. Επίσης αξιόλογη πόλη ήταν και ο οικισμός στη θέση Τσαουσίτσα (Χαίται), ανάμεσα στο Κάστρο (Αρτζάν ή Γκογκαίικα) και την Ποντοηράκλεια.

Τον 19ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, εισβολή από τα ανατολικά. Πρόκειται για τους Πελασγούς, οι οποίοι, σχεδόν ταυτόχρονα με τα ελληνικά φύλα, κατευθύνονται στη Νότιο Ελλάδα. Εγκαθίστανται όμως, στα ανατολικά της περιοχής του Δήμου Πολυκάστρου, και έκτοτε είναι γνωστοί ως Κρήστωνες. Τον 14ο αιώνα π.Χ. οι Παίονες “με τα αγκυλωτά τόξα (Β 848-850) που φορούσαν περικεφαλαίες με αλογοουρά” είχαν καταληφθεί από συμμάχους των Τρώων και εμφανίζονται να μάχονται στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό των Τρώων, υπό τον βασιλέα Πυραίχμη και τον Αστερόπαιο.

 

Αρχαϊκή Περίοδος

Τον 13ο αιώνα π.Χ. εγκαθίστανται στην περιοχή (κυρίως στη Δυτική όχθη του Αξιού), Κρήτες με το όνομα Βoττιαίοι (είχαν εκδιωχθεί από την Κρήτη λόγω της πίεσης των Αχαιών), κι έτσι αναπτύσσεται ένα πυκνό εμπόριο της Αμυδώνας με τη Μυκηναϊκή Ελλάδα και την Αχαϊκή πλέον, Κρήτη. Τον 12ο αιώνα π.Χ. η περιοχή καταλήφθηκε από Φρύγες ή Βρύγες (κατά τη Μακεδονική προφορά), που ήρθαν από τα δυτικά. Ο οικισμός στο Λιμνότοπο (Καραβία) παρακμάζει. Η Αμυδών γνώρισε μεγάλη ακμή, εκεί παρατηρούνται πρώτη φορά ίχνη κατεργασίας σιδήρου τον 11ο αιώνα π.Χ. που αποτελεί την πρώτη χρήση σιδήρου στην ΝότιοΒαλκανική. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε και η νεκρόπολη της Βαϊρού, από την εποχή του Σιδήρου (γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ.) στα όρια των οικισμών Λατόμι (ή Καραθοδωραίικα) και Κάστρου (ή Γκογκαίικων). Η Βαϊρός ιδρύθηκε από Φρύγες.

Επίσης σημαντικό κέντρο της περιοχής είναι και η πόλη στη θέση Τσαουσίτσα (Χαίται). Οι Χαίται (τοποθεσία Τσαουσίτσα), κατά το 12ο αιώνα π.Χ. περνάνε στα χέρια Θρακών εισβολέων, οι οποίοι επιδράμουν από τα ανατολικά, με τελικό προορισμό την Νότιο Ελλάδα. Η Αμυδών ξεχώριζε ως μείζον πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο ανάμεσα στις γύρω πόλεις, όπως τις Ίχνες (σημερινά Κουφάλια), Ευρωπό, Ειδομένη, Γόρτυνα (σημερινή Γοργόπη), Καλλίνδοια, οικισμός Τσαουσίτσας (Χαίται), τον οικισμό στο Λιμνότοπο (Καραβία), Οιδομενές (σημερινό Μαυρίντσι, ΠΓΔΜ), Αταλάντη (σημερινή Αξιούπολη), Κλίται (σημερινήΞυλοκερατιά), Βράγυλο (σημερινό Μεταλλικό), Μόρρυλο (σημερινοί Άνω Απόστολοι), Βαϊρό (ανάμεσα σε Λατόμι ή Καραθοδωραίικα και Κάστρου ή Γκογκαίικων) και Δόβηρο (σημερινή Δοϊράνη). Στους Περσικούς Πολέμους η περιοχή καταλαμβάνεται από τους Πέρσες.

Με την φυγή των Φρυγών στη Μικρά Ασία, τον 5ο αιώνα (μετά την υποχώρηση των Περσών, με τους οποίους είχαν συμμαχήσει), η περιοχή περιέρχεται στους Μακεδόνες υπό τον Αλέξανδρο Α΄ και από τότε η περιοχή, με το όνομα Αμφαξίτιδα, ακολουθεί τη μοίρα του Ελληνισμού.

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο (κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.) οι Θράκες, υπό τον Σιτάλκη, που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων κινούνται εναντίον των Μακεδόνων και καταλαμβάνουν πρόσκαιρα την περιοχή. Οι Μακεδόνες που είχαν ήδη κυριεύσει την δυτική όχθη του Αξιού από τον 8ο αιώνα, ανακαταλαμβάνουν τελικά την περιοχή τον 4ο αιώνα. Στα χρόνια πριν το Φίλιππο το Β΄, την περιοχή διοικεί ο διεκδικητής του θρόνου των Μακεδόνων και συμβασιλεύς Δημήτριος. Στις εκστρατείες του Φιλίππου του Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή ήταν σημείο συγκέντρωσης και στρατοπέδευσης του στρατού πριν την αναχώρηση.

Στην Ελληνιστική περίοδο, η περιοχή είναι αυτοδιοίκητη και γνωστή ως Αμφαξίτιδα με πρωτεύουσα την Αμυδώνα. Εκδίδονται νομίσματα από τους Αμφάξιους Παίονες. Ο Βασιλεύς των Παιόνων Δροπίων, (περίπου 279 π.Χ.), γιος του Δέοντα, έγινε γνωστός από ένα ανάθημα που έστειλε στους Δελφούς, μια χάλκινη κεφαλή Παιονικού Ταύρου (αναφέρεται από τον Παυσανία). Το 1877 ανακαλύφθηκε στην Ολυμπία ένα βάθροανδριάντα με επιγραφή που αναφέρει ότι είχε στηθεί από τους Παίονες, προς τιμή του βασιλιά Δροπίωνα. Αυτό δείχνει ότι οι βασιλιάδες της Παιονίας είχαν ελληνική καταγωγή, αφού μόνο σε Έλληνες επιτρεπόταν η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες. Την περίοδο των Ελληνιστικών χρόνων κατοικείται ο οικισμός στη θέση Τραπέζι του Μικροδάσους, κοντά στην όχθη του Αξιού, όπου βρέθηκε άγαλμα τουΑπόλλωνα (εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς), και πρόσφατα ανακαλύφθηκε και η νεκρόπολη του οικισμού.

Ρωμαιοκρατία

Τον 1ο αιώνα π.Χ. η περιοχή Πολυκάστρου κυριεύεται από Ρωμαίους, οι οποίοι καταστρέφουν ολοσχερώς την Αμυδώνα. Στα χρόνια που ακολούθησαν καταστρέφονται και οι Χαίτες στην τοποθεσία Τσαουσίτσα, πιθανόν από βόρειους επιδρομείς. Ιδρύεται πόλη στο σημερινό Πολύκαστρο με το όνομα Ταυριανά. Η περιοχή χάνει τη σημασία της γιατί λόγω των προσχώσεων του Αξιού, η θάλασσα έχει πλέον μεταφερθεί νοτιότερα. Οι επόμενοι 5 αιώνες χαρακτηρίζονται από τη «ρωμαϊκή ειρήνη» (Παξ Ρομάνα), κατά τη διάρκεια της οποίας ολοκληρώνεται ο εξελληνισμός των Παιονικών φύλων. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της περιοχής προσχωρούν στον Χριστιανισμό. Την περίοδο αυτή, η περιοχή υπάγεται στη δεύτερη μερίδα Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το σύνορο μεταξύ δεύτερης και τρίτης μερίδας, είναι ο ποταμός Αξιός (έδρα της τρίτης μερίδας Μακεδονίας είναι η Πέλλα). Σημαντική πόλη είναι επίσης, ο οικισμός στη θέση Τραπέζι του Μικροδάσους. Εγκαθίσταται στην περιοχή μικρός αριθμός Γαλατών, ως γεωργοί.

Βυζαντινή Περίοδος

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η περιοχή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Βυζαντίου και του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Ακολουθούν επιδρομές από Γαλάτες και Γότθους και κάποιοι από τους τελευταίους εγκαθίστανται στην περιοχή, όπου τους παραχωρήθηκαν εκτάσεις προς καλλιέργεια. Οι Γερμανοί που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Αξιού, γρήγορα εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν από τους ντόπιους Ελληνικούς πληθυσμούς.

Τους αιώνες από τον 5ο μέχρι και τον 12ο, ο Ελληνισμός της περιοχής πέφτει σε παρακμή και αφάνεια λόγω των συνεχών ξένων επιδρομών. Κατά τον 7ο αιώνα λεηλατούν την περιοχή διάφορα μογγολικά και τουρκικά φύλα όπως ΆβαροιΒαρδάροι και πρωτο-Βούλγαροι. Οι

Βαρδάροι, οι οποίοι είναι Ούγγροι και συχνά αναφέρονται ως Τούρκοι από τους Βυζαντινούς, πετυχαίνουν την εγκατάστασή τους στην περιοχή της Αμφαξίτιδος και έκτοτε ο ποταμός Αξιός ονομάζεται Βαρδάρης. Οι Βαρδάροι ή Βαρδαριώτες όπως είναι αλλιώς γνωστοί, είναι ολιγάριθμοι και γρήγορα αφομοιώνονται και εξελληνίζονται από τον ντόπιο πληθυσμό.

Κατά τους αιώνες 6ο έως 8ο η περιοχή δέχεται επιδρομές και λεηλασίες από Σλάβους και εκσλαβισμένους πλέον Βούλγαρους. Οι επιδρομές αυτές ήταν καταστροφικές όμως οι επιδρομείς δεν εγκαθίστανται, αλλά προσπερνούν την περιοχή, κατευθυνόμενοι νοτιότερα προς Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο.

Τον 10ο αιώνα, με την ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους, η περιοχή Πολυκάστρου δέχεται ισχυρές πιέσεις από Βουλγάρους που θέλουν να καταλάβουν μέρη του Βυζαντινού κράτους. To 1003 οι Βούλγαροι απωθούνται. Το 1064, η περιοχή μαστίζεται από επιδρομή Ογούζων Τούρκων.

Το 1085, την περιοχή λεηλατούν οι Νορμανδοί. Με τις σταυροφορίες, η περιοχή εντάσσεται στην Αυτοκρατορία των Λατίνων από το 1204 έως το 1224. Από το 1225 έως το 1248, η περιοχή του Δήμου Πολυκάστρου υπάγεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 η περιοχή υπάγεται στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, έως το 1260, οπότε και απελευθερώνεται η Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους, και πλέον επανορθώνεται το Βυζαντινό κράτος.

Τον 13ο αιώνα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν κάποια μέτρα εναντίον των βορείων εισβολέων οργανώνοντας κάποια οχυρωματικά έργα στην περιοχή, που πλέον αποτελεί ακριτική οριογραμμή (τα σύνορα είναι λίγο βορειότερα της Γευγελής και Βωγδάντσας) του Βυζαντινού (Ανατολικού Ρωμαϊκού) κράτους. Οργανώνεται το φρούριο της Βαϊρού, ανάμεσα στο Κάστρο (Αρτζάν ή Γκογκαίικα) και το Λατόμι (Καραθοδωραίικα).

Τον επόμενο αιώνα η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί και ο Ελληνισμός της περιοχής αποτελεί πλέον το μοναδικό στοιχείο της περιοχής. Το 1350, στη περιοχή επιτίθενται Σέρβοι, οι οποίοι κατακτούν το βόρειο τμήμα του Δήμου Πολυκάστρου. Το φρούριο της Βαϊρού αντιστέκεται. Έτσι οι Σέρβοι, που έχουν πλέον κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας (εκτός της Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πολυκάστρου και Γυναικοκάστρου), σταματούν στη γραμμή “Μικρόδασος – Κάστρο (Βαϊρός) – Γυναικόκαστρο”. Το βόρειο τμήμα του Δήμου Πολυκάστρου, εντάσσεται στη Σερβική Αυτοκρατορία για περίπου 45 χρόνια (μέχρι τον ερχομό των Οθωμανών Τούρκων).

Τον 14ο αιώνα, με την πρώτη άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς Τούρκους (1397), η περιοχή Πολυκάστρου περιέρχεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Περιγραφές Οθωμανών της εποχής (όπως ο χρονογράφος Χατζή Καλφά), αναδεικνύουν το ελληνικό στοιχείο ως το μόνο στην περιοχή. Τα κτήματα του κάμπου αρπάζονται από τους Έλληνες και μοιράζονται σε τσιφλίκια που τα εκμεταλλεύονται ΤούρκοιΜπέηδες. Ακολουθούν βίαιοι εξισλαμισμοί/εκτουρκισμοί και φυγή πολλών Ελλήνων της περιοχής, προς ορεινά μέρη, που θεωρούνται πιο ασφαλή.

Τουρκοκρατία

Από την εποχή αυτή υπάρχει η πρώτη αναφορά στον οικισμό του Πολυκάστρου, το οποίο ονομαζόταν τότε Καρασούλι. Επίσης υπήρχε ο οικισμός Κόλυμπα (Καλύβια) ή Αλτσάκ Καλύβια νοτιοδυτικά του Καρασουλίου. Αρχιτεκτονικό δείγμα της εποχής είναι τα οθωμανικά Λουτρά του Πολυκάστρου, του 14ου αιώνα. Tο Καρασούλι έγινε έδρα Μπέη.

Τον 15ο αιώνα, με διαταγή του σουλτάνου φυτεύονται στην περιοχή μουριές με σκοπό την παραγωγή μεταξιού. Η καλλιέργεια συστηματοποιείται. Αυτή η εξέλιξη, φέρνει κατά τους επόμενους αιώνες (16ο και 17ο) στην περιοχή, πολλούς αγροτοεργάτες κυρίως Βούλγαρους, προκειμένου να εργάζονται στα τουρκικά τσιφλίκια, καθώς οι Έλληνες είναι πλέον λιγοστοί και απρόθυμοι να εργάζονται στα τσιφλίκια των μπέηδων. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται πλέον να χρησιμοποιούν την σλαβική γλώσσα για την επικοινωνία στις δημόσιες εκδηλώσεις. Από το 16ο αιώνα συρρέουν στην περιοχή και πολλοί Σαρακατσαναίοιαπό την Ήπειρο. Τον 17o και 18ο αιώνα φτάνουν στην περιοχή πολλοί Βλάχοι, εκδιωγμένοι από τη Βόρειο Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία από τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών. Αυτές οι μετακινήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την τόνωση του ντόπιου ελληνικού στοιχείου.

Εθνικοαπελευθερωτικοί Αγώνες

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το Πολύκαστρο (Καρασούλι) αποτελούσε τσιφλίκι του Γιουσούφ Μουχλίς πασά, γιου του Ισμαήλ μπέη από τις Σέρρες. Οι Μακεδόνες συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821 με αποτέλεσμα να δεχτούν τα Οθωμανικά αντίποινα μετά την καταστολή των εξεγέρσεων στη Μακεδονία. Έτσι το Καρασούλι καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Από τότε ο Ελληνισμός της πόλης συρρικνώθηκε ανεπανόρθωτα, καθώς άρχισαν να εγκαθίστανται Βούλγαροι αγροτοεργάτες προκειμένου να καλύψουν το κενό στα τσιφλίκια.

Όσοι κάτοικοι της περιοχής Πολυκάστρου έσπευσαν να πολεμήσουν στα επαναστατικά κινήματα της Χαλκιδικής, της Νάουσας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Βωγδάντσας (σημερινό Μπογκντάντσι στην ΠΓΔΜ), αναγκάστηκαν μετά την καταστολή της επανάστασης στην Μακεδονία, να καταφύγουν στην Πελοπόννησο και να πολεμήσουν εκεί, μέχρι την ίδρυση του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Αυτοί που συμμετείχαν στο επαναστατικό κίνημα της Βωγδάντσας, κινήθηκαν προς βορρά και συναντήθηκαν με τα σώματα των Φαρμάκη και Υψηλάντη στη Ρουμανία, μεταφερόμενοι από εκεί με καράβια στην Πελοπόννησο, ενώ αυτοί που συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα Νάουσας και Χαλκιδικής διέφυγαν με καράβια στη Σκιάθο και από εκεί στη Στερεά Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους και παρέμειναν στα ελεύθερα εδάφη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση το 1822, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, και το ένα μέλος της ήταν από τη Βωγδάντσα. Μαζί με τους Βωγδαντσιώτες, πολέμησαν και πολλοί κάτοικοι της περιοχής του Δήμου Πολυκάστρου και διακρίθηκαν στη μάχη των Βασιλικών, στη Φθιώτιδα, το 1821 υπό τους Πανουργιά και Γκούρα και στη μάχη των Δερβενακίων, στην Πελοπόννησο, το 1822 υπό τον Κολοκοτρώνη.

Το 1872 εγκαινιάζεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Βιέννης από την εταιρεία Χιρς (Hirch) και ξεκινά τη λειτουργία του ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Καρασουλίου. Το Πολύκαστρο πλέον αναπτύσσεται ως εμπορικό κέντρο.

Στα 1870, με το Βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα, και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας ξεσπά ένα κύμα εθνικιστικής βουλγαρικής προπαγάνδας με τη βοήθεια Ρώσων πρακτόρων. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται κάτω από τις πιέσεις της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής του Πανσλαβισμού μέσω του βουλγαρικού παράγοντα, να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και στην ουσία να εκβουλγαριστούν. Στην περιοχή δρα και αμερικανικός παράγων μέσω του Αυστριακού Προξενείου της Θεσσαλονίκης με σαφή στόχο των προσηλυτισμό των κατοίκων στον προτεσταντισμό. Πολλοί κάτοικοι προσηλυτίζονται. Ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού αφυπνίζει τον Ελληνισμό της περιοχής Πολυκάστρου και οργανώνεται σε κοινότητες. Παράλληλα οργανώνει τα σχολεία ώστε να εκπαιδεύονται οι νέοι στην Ελληνική γλώσσα.

Μετά το 1850 αναφέρονται στην περιοχή του Δήμου Πολυκάστρου 5 Ελληνικές κοινότητες σε Ευζώνους, Μεταμόρφωση, Πολύκαστρο, Άσπρο και Αξιοχώρι και 4 σχολεία σε Ευζώνους, Άσπρο, Αξιοχώρι και Πολύκαστρο. Πληροφορίες για τη λειτουργία σχολείου στο Πολύκαστρο έχουμε από το 1880, όπως αποδεικνύεται από αποδείξεις πληρωμών δασκάλων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχε σχολείο και πριν το 1880. Από γραπτές πηγές της περιόδου που αναφέρθηκε πρώτος δάσκαλος φαίνεται να ήταν ο Αβραάμ Αστερίου.  Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησαν από τη θέση του δασκάλου οι Κωνσταντίνος Χρήστου (1902 – 1903) και Δημήτριος Κασσάς (1906 – 1913). Το σχολείο στα 1906 είχε 15 μαθητές.  Στις παραμονές της Ελληνικής οργανωμένης ένοπλης αντιπαράθεσης (Μακεδονικός Αγώνας), σε Οθωμανική απογραφή που διενήργησε ο Χιλμή πασάς το 1904, στην περιοχή Πολυκάστρου καταγράφονται περίπου 800 Έλληνες, 1.250 Οθωμανοί και 1.250 Βουλγαρίζοντες με συνολικό πληθυσμό 3.300 κατοίκους.

Την εποχή αυτή παρατηρείται και οικονομική άνθηση των Ελλήνων της περιοχής και χτίζονται πολλές εκκλησίες στα χωριά του Δήμου Πολυκάστρου, αλλά και στην πόλη του Πολυκάστρου (Προφήτη Ηλία (1859)- Ταξιαρχών σήμερα, Αγίου Αθανασίου  (1885). Το 1898 σημειώνονται επεισόδια από τους εξαρχικούς που καταλαμβάνουν με τη βία το σχολείο και την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Μετά από εκκλήσεις της Ελληνικής κοινότητας επιστρέφονται το σχολείο και η εκκλησία και η λειτουργία τελείται πλέον εναλλάξ σε ελληνικά και βουλγαρικά. Σε ηρωική μορφή αναδείχθηκε ο ιερέας Γεώργιος Παπαντωνίου που υπήρξε εφημέριος από 1899 έως το 1923.

Παράλληλα οι κάτοικοι οργανώνουν ένοπλες επιτροπές άμυνας (ορκίζονται πολλοί στην “Μακεδονική Άμυνα” που λειτουργεί στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας) για να αντιμετωπίσουν την βουλγαρική τρομοκρατία και τις τουρκικές αυθαιρεσίες. Πρώτοι οι κάτοικοι των Ευζώνων ξεσηκώνονται με ηγέτες τους Γεώργιο ΒεγύρηΓεώργιο Διδασκάλου και Χρήστο Δοϊτσίνη (δολοφονήθηκε το 1900 από κομιτατζήδες), που δρουν με μικρά σώματα στην περιοχή. Στα γειτονικά χωριά δρουν μικρά σώματα, όπως στη Βογορόιτσα (ΠΓΔΜ), του Χρήστου Δρίγκα και Δημήτριου Ουρούμη και στην Παρδέιτσα (Παρντέιτσι ΠΓΔΜ) του Άγγελου Αθανασίουκαι του Άγγελου Δάκου. Από το 1899, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δολοφονούν προύχοντες των χωριών της περιοχής. Το 1900 δολοφονείται επίσης, ο Δασκαλάκης από τους Ευζώνους, από κομιτατζήδες. ΟΜακεδονικός Αγώνας μέλλει να φτάσει στην κορύφωσή του.

Μακεδονικός Αγώνας

Ο οπλαρχηγός Μιχαήλ Σιωνίδης με τον αδελφό του Διονύση

Κατά την κλιμάκωση του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), οι Πατριαρχικοί κάτοικοι του Πολυκάστρου μάχονται σκληρά κατά του διπλού εχθρού (Τούρκων και Εξαρχικοί). Στους Ευζώνους δρουν οι Αστέριος Δήμου και Λάζαρος Δοϊτσίνης, στην περιοχή Μεταμόρφωσης ο Γεώργιος Κουκογιάννης, στο Πολύκαστρο οΚωνσταντίνος Αργυρίου και στο Αξιοχώρι ως φοροεπίτροποι οργανώνουν τα σχολεία και την άμυνα οι Τραϊανός Αντωνίου και Δημήτριος Γιοβάνης.

Σημαντική είναι η δράση, κατά των κομιτατζήδων, του οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη του Βογδαντσιώτη , που από την Βογδάντσα οργανώνει σώμα που δρα σε όλη την περιοχή των λιμνών Αρτζάνης (Κάστρου) – Αμματόβου (Άσπρου). Οι λίμνες αυτές από το 1898 ενοικιάζονταν από τους Βούλγαρους και είχαν καταστεί απόρθητα κρησφύγετα, βάσεις και κέντρα ενεργειών των κομιτατζήδων. Με αυτή τη βάση εξορμούσαν σε όλο το σατζάκι της Θεσσαλονίκης και έφθαναν ως τους Ευζώνους και τη Γευγελή. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τη Βογδάντσα σκοτώθηκε τελικά σε μάχη με Οθωμανικό απόσπασμα στη Στρώμνιτσα το 1910. Επίσης ηρωική μορφή υπήρξε ο Μακεδονομάχος Μιχαήλ Σιωνίδης (1870-1935), που από τους Ευζώνους έδρασε με το σώμα του έως τη Γευγελή και την Πολυανή (Παλαιά Δοϊράνη). Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κατά την απουσία του το φθινόπωρο του 1904, επιτέθηκαν στο χωριό Γκρίτσιστα (Π.Γ.Δ.Μ.), που στα σλάβικα σημαίνει “χωριό Ελλήνων”, με σκοπό την εξόντωση των Ελλήνων. Τότε βρήκαν το θάνατο πολλοί προύχοντες, η δασκάλα Χατζηγεωργίου, ο εξάδελφος του καπετάνιου, δάσκαλοςΚωνσταντίνος Σιωνίδης, η κόρη του και ένας άλλος συγγενής του, ο Λεωνίδας Σιωνίδης. Όταν επέστρεψε ο καπετάν Μιχάλης, μόλις συγκρότησε την ομάδα του, μεταβαίνει στο χωριό Μερβίντσα (Π.Γ.Δ.Μ.), όπου κρύβονταν οι δολοφόνοι. Στη μάχη που δόθηκε, τιμώρησε τους κομιτατζήδες για τις δολοφονίες και επέστρεψε, τραυματισμένος στη Γευγελή (Ιανουάριος 1905).

Στα αμέσως επόμενα χρόνια απ` την απελευθέρωση, έρχονται στην περιοχή Πολυκάστρου πολλοί Έλληνες από την περιοχή Γευγελής και Βογδάντσας, καθώς και πολλοί Σαρακατσαναίοι από περιοχές της Βορείου Μακεδονίας (Π.Γ.Δ.Μ.) λόγω των διωγμών του Γιουγκοσλαβικού κράτους. Η περιοχή έγινε το κέντρο οχύρωσης των συμμαχικών δυνάμεων κατά το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Μάχη του Σκρα διακρίθηκε ο Πολυκαστρινός Πέτρος Λύκος (που αργότερα συμμετείχε και στη Μικρασιατική εκστρατεία). Το 1919, με τη συνθήκη του Νεϊγύ, γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, κατά την οποία έφυγαν από την περιοχή όλοι οι κάτοικοι με βουλγαρική συνείδηση και εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τη Βόρειο Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία) και συγκεκριμένα από την περιοχή γύρω από το Καβακλί (Βόρεια κοιλάδα του Έβρου). Ο οικισμός Αλτσάκ Καλύβια τελικά καταργείται αφού συνενώνεται οικιστικά με το Πολύκαστρο (πρόκειται για την περιοχή νότια της γέφυρας του Αξιού).

 

Το 1923, με την συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, έφυγαν από την περιοχή οι μουσουλμάνοι κάτοικοι και εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τον Πόντο, την Παφλαγονία (Ηράκλεια) και την Μικρά Ασία (Βιθυνία και Μαγνησία). Μαζί τους ήρθαν κατά κύματα και ‘Έλληνες του Βορειοανατολικού Πόντου (Υπερκαυκασία), οι οποίοι, λόγω των διωγμών που υπέστησαν κατά την Ποντιακή Γενοκτονία, από τους Τούρκους, είχαν διαφύγει στην Ρωσία. Έτσι ο πληθυσμός του Δήμου Πολυκάστρου αποτελούνταν πλέον από τους ντόπιους Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων και πολλοί Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι, και από τους πρόσφυγες της Βορείου Μακεδονίας (περιοχή Γευγελής – Βογδάντσας), της Ανατολικής Ρωμυλίας, του Πόντου, της Παφλαγονίας, της Βιθυνίας (Δέντσες ή Ίντζες Παντέρμου) και Μαγνησίας (Μετεβελί).

 

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

1η φωτογραφια: elia.org.gr

Σχολιάστε