My Twitter Feed

2 Ιανουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Συνεχίζονται τα αντιπλημμυρικά -

Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου, 2020

Σταθερά στη μαύρη πρώτη θέση! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

“Γαλάζια νυστέρια” για το ΓΝΚ! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

ΣΥΡΙΖΑ: Διερεύνηση καταγγελιών -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

To tvxs.gr για το Νοσοκομείο Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Εξανέστη από το… βήμα του twitter -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Την Πέμπτη η Λαϊκή του Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Έργα 1,2 εκατ. για συντήρηση δρόμου -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

50 χρόνια απ`τη χούντα:Δεν ξεχνώ

Συμπληρώθηκε ήδη μισός αιώνας από το φασιστικό πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967.

Για τη μαύρη αυτή επέτειο, το ΚΙΛΚΙΣ24 παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στη μνήμη όσων θυσίασαν χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες ή ακόμη και τη ζωή τους στην Αντίσταση κατά της χούντας, έχοντας κατά νου ότι υπέρτατο καθήκον κάθε ελεύθερου Έλληνα πολίτη  είναι η περιφρούρηση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, μια και ποτέ δεν μας χαρίστηκαν σε αυτή τη χώρα.

Στο αφιέρωμα παραθέτουμε τις μαρτυρίες, 

  • του Διονύση Ελευθεράτου, “Λαμόγια … στο χακί – Τα απίστευτα σκάνδαλα της χούντας”
  • του Κλέαρχου Τσαουσίδη, “87 μήνες, μια ολόκληρη ζωή”
  • Βασίλη Ραφαηλίδη, “Εις θάνατον διά τυφεκισμού, δεμένος με τον Κοροβέση…”

– Την έρευνα “Μια χούντα, μα ποια χούντα;” των Τάσου Κωστόπουλου, Άντας Ψαρρά και Δημήτρη Ψαρρά (ΙΟΣ) 

– Το ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη “Το χρονικό της δικτατορίας”.

«Λαμόγια» … στο χακί – Τα απίστευτα σκάνδαλα της χούντας.

Tου Διονύση Ελευθεράτου.

Μια εξωφρενική «μόδα» των τελευταίων ετών τείνει να περιβάλλει με ιδιότυπο φωτοστέφανο τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967!

Απόρροια του αναπόφευκτου θυμού, αναμεμειγμένου όμως με άγνοια ή και σκοπιμότητα, η πολιτική (;) αυτή μόδα» παράγει τη θεωρία ότι κατά την επταετή δικτατορία τέθηκε σε γύψο και… η διαφθορά. Ότι η χούντα φρουρούσε, σαν κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χριστής διοίκησης»…

Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι στον 21ο αιώνα έμελλε να μνημονεύονται με … επαίνους. «Εκείνοι τουλάχιστον δεν έκλεψαν», «δεν έκαναν περιουσίες», «ε, ρε Παπαδόπουλο που χρειάζονται τα σημερινά λαμόγια»… Από το 2010 κι εντεύθεν οι έπαινοι επεκτάθηκαν και στα της οικονομίας: «Επί χούντας ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», «αν δεν μιλούσες ζούσες καλά», «τότε δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως σήμερα». Λες και γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη γενική κρίση ανάλογη της σημερινής, μέχρι το 1973…

Θα ασχοληθούμε με τον πρώτο μύθο, αυτόν που σχετίζεται με τη διαφθορά. Για το δεύτερο επιφυλασσόμαστε – όλο και κάποια επέτειος θα μας δώσει αφορμή.

Εν αρχή μια παρατήρηση: Οι ισχυρισμοί περί «λιτού» βίου των δικτατόρων και περί «αδιάφθορης» χούντας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εικόνα παρακμής που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι έπειτα από την αποκαθήλωσή τους. Δεν είναι αυτό επιτομή των εννοιών «αφέλεια» ή «υποκρισία» – κατά περίπτωση;

Παρατήρηση δεύτερη: Όντως, «τα λαμόγια χρειάζονται έναν Παπαδόπουλο»- τουλάχιστον τα εκκολαπτόμενα. Χρειάζονται, για να πάρουν … μαθήματα ταχύτητας, τόσο στη λήψη αποφάσεων, όσο και στη σύναψη καλών«κοινωνικών σχέσεων»…

Προτού καλά- καλά προλάβουν να … ζεστάνουν τις καρέκλες των πολιτικών αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ, προς μεγάλη χαρά του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Κόλλια. Ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1967.

Με την ίδια ρύθμιση αυξήθηκαν οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών, από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θεσπίστηκαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας»- χίλιες δρχ για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς.

Ομολογίες δια στόματος Σάββα Κωσταντόπουλου…

Είναι γνωστό ότι ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεσή του βίλα στο Λαγονήσι, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου. Η βίλα ανήκε στον Αριστοτέλη Ωνάση. «Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη που είχε με άλλους «Κροίσους» της εποχής, με «μήλο της έριδος» το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας. Επειδή όμως σε θέματα διαπλοκής είναι αναγκαίος κάποιος … πλουραλισμός, το άλλο «πρωτοπαλίκαρο» του καθεστώτος, ο Νίκος Μακαρέζος, τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου.

Τσάμπα οι – ενίοτε άγριες – διαμάχες που μαίνονταν επί χρόνια, για το θέμα αυτό, στο εσωτερικό της «αδιάφθορης» χούντας: Τελικά, το 1972, ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης – Λάτσης. Ένα ακόμη δόθηκε στο Βαρδινογιάννη.

Προτού «μιλήσουν» τα αποδεδειγμένα στοιχεία, ας δοθεί ο λόγος στον ίδιο τον προπαγανδιστικό … στυλοβάτη της χούντας: Τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», Σάββα Κωσταντόπουλο. Η δικτατορία είχε συμπληρώσει μισό έτος ζωής, όταν ο Κωσταντόπουλος γνωστοποίησε – με επιστολή- στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ορισμένες διαπιστώσεις του:
«Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθε εξής)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος).

Τα ίδια και χειρότερα τόνιζε στον Κ. Καραμανλή ο ακραιφνής χουντικός Κωσταντόπουλος, το Δεκέμβριο του ’73. Αναφερόταν στην περίοδο Παπαδόπουλου, τον οποίο είχε ήδη ανατρέψει (25 Νοεμβρίου ’73) ο λεγόμενος «αόρατος δικτάτορας», Δημήτρης Ιωαννίδης. Τόνιζε λοιπόν:
«Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος)

Η αλήθεια είναι ότι για πολλά από αυτά τα σκάνδαλα … δυνάμεθα μια χαρά να «γνωρίζωμεν» λεπτομέρειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας προτάξουμε όμως τα πιο «light» κρούσματα, προτού παραδοθούμε στον ίλιγγο τον οποίο «εγγυώνται» τα οικονομικά μεγέθη ορισμένων ιστορικών …ξαφρισμάτων.
«Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών». Πολλά μπορεί να εννοούσε ο Κωσταντόπουλος, αλλά ας περιοριστούμε στην οικογενειοκρατία, όπως την τίμησε η κορυφαία «τριανδρία» της χούντας. Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος.

Ο βολέψας, του βολέψαντος- αδέλφια, γαμπροί, κουνιάδοι…

Ο αρχηγός Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, προφανώς ανεχόταν λιγότερες σκοτούρες. Αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Τέτοια άλματα στην υπαλληλική ιεραρχία, θα τα ζήλευε και ο φημισμένος αθλητής του επί κοντώ, ο Χρήστος Παπανικολάου, o οποίος – ειρήσθω εν παρόδω- το 1967 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες, στην Τύνιδα.

Το Στέλιο Παττακό, πάλι, τον ενθουσίαζαν οι κατασκευές- όπως δείχνει και η ψύχωσή του με … το μυστρί. Αποφάσισε λοιπόν να αναθέσει στο γαμπρό του, τον Αντρέα Μεϊντάση, διάφορες επικερδείς δουλειές με το Δήμο Αθηναίων. Κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην πλατεία Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες, κλπ. Πρακτικά πράγματα, πολλά χρήματα…

Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και – αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός», Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968). Κατά τα φαινόμενα, όμως, ο Ματθαίου ήταν … περιστεράκι εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και το Μιχάλη Ρουφογάλη.

Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό προσωνύμιο «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα … θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, έγινε διάσημος για δυο βασικές συνήθειές του. Η πρώτη: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το ’73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου). Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών. Στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» αποκάλυψε δυο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» πάνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.

Προτού καν κλείσουν ένα μήνα στην εξουσία…

Ας δούμε όμως, με κάποια χρονική σειρά, μερικά από τα χουντικά … κατορθώματα. Προτάσσουμε επτά κινήσεις τους- όλες, σκέτα …ορόσημα.

Πρώτο «ορόσημο»: Σαν … έτοιμοι από καιρό, οι «εθνοσωτήρες» υπέγραψαν την πρώτη τους τερατώδη σύμβαση, προτού καν συμπληρωθεί μήνας από το πραξικόπημα – ναι, τέτοια αδημονία είχαν! Τη Δευτέρα, 15 Μαΐου 1967 ανέθεσαν στην αμερικανική εταιρεία Litton το ακαθόριστο έργο της παροχής«υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», κάπου στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο.

Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για 12 χρόνια. Το ελληνικό δημόσιο της έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκ. δολάρια και ανέλαβε τις εξής υποχρεώσεις: Να καλύψει όσα έξοδα θα έκανε η Litton για να «αναπτυξιακό της έργο» συν 11% ως ποσοστό κέρδους, αλλά να εξασφαλίσει και προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από αυτές που θα «έφερνε» η εταιρεία.
Ίδια, περίπου, ρύθμιση για τη Litton είχε προωθήσει στη Βουλή το 1966 μια από τις «κυβερνήσεις των αποστατών» – εκείνη του Στεφανόπουλου. Οι αντιδράσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όμως, ακύρωσαν το εγχείρημα, το Σεπτέμβριο του έτους εκείνου. Για την ακρίβεια, το ανέβαλαν για οκτώ μήνες.

Τι έκανε στην ουσία η Litton, αξιοποιώντας την προσφορά της χούντας προς αυτήν; Δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο της ανάθεσης, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, την Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 1969 (ΦΕΚ 1969/Α/268). Όμως – όλα κι όλα- η Litton πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!

Η επίσημη εξήγηση του καθεστώτος για λύση της σύμβασης; «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν»…

Αυτό που η χούντα ομολόγησε εμπράκτως, νωρίτερα το είχε δηλώσει ευθαρσώς στο περιοδικό «Ramparts» ο Ρόμπερτ Αλαν, υπεύθυνος του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα: «Τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις».

Ο Αλαν είχε κάθε λόγο να συμπαθεί το δικτατορικό καθεστώς και ουδέποτε έκρυψε αυτή του την …αγάπη. Όταν κάποτε κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνιας). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».

Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν … θάμα

Δεύτερο «ορόσημο»: Το Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι κατέφθασε η ώρα να εκπληρώσει η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μια υπόσχεση, την οποία είχε δώσει προς τον Θεό η …Δ΄ Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το 1829: Την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος. Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια. Το «Τάμα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» τον Ιούνιο του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια του έργου. Κι ούτε θα γίνονταν ποτέ…

Τι ακριβώς συνέβαινε με το «Τάμα»; Γιατί … δεν χτιζόταν τίποτα, επί χρόνια; Από τη δύση του ’68 η χουντική προπαγάνδα είχε αρχίσει να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι κατέθεταν για αυτόν τον «ιερό σκοπό» τον οβολό τους. Τον Μάιο του ’69 συγκροτήθηκε και μια «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσά τους, ο Παττακός (Εσωτερικών) και ο Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή – πέραν των άλλων υπουργών- και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι παράγοντες. Από τον Ιούνιο του ’69 επέβλεπαν και το «Ειδικό Ταμείο» που συστάθηκε τότε, για την οικονομική διαχείριση του έργου.

Μυστήριο κάλυπτε τα του «Τάματος», μέχρι τον Ιανουάριο του ’74. Τότε δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του «Ειδικού Ταμείου». Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν …θάμα. Στο «Ταμείο» είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ, εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυτά δαπανήθηκαν – υποτίθεται- για απαλλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργίας»…

Από τη συνολική «αποταμίευση» των 453,3 εκατομμυρίων, τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – πχ η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.

Την αχαλίνωτη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την υπογραμμίζει ένα ακόμη στοιχείο: Στην τριετία 1970 -73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για «προσχέδια» του «Τάματος». Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι.
Ελάχιστοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, μολονότι τα αντίστοιχα χρηματικά βραβεία ήταν άκρως χορταστικά. Συνολικά, στην τριετία υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε – μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε … 900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.

Η μεγάλη ευεργεσία προς τον κύριο Μακντόναλντ

Ήταν αδύνατον φυσικά να υπολογιστεί πόσοι … αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος – με τους ευνοούμενούς τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε – όπως προείπαμε- σύσσωμη η … αφρόκρεμα του καθεστώτος. Εάν υποτεθεί ότι το «Τάμα» κλήθηκε να άρει … μια εκκρεμότητα 139 ετών (1829 – 1968), τότε το ποσό που εξαφάνισαν τα αρπαχτικά της χούντας αντιστοιχεί σχεδόν σε τρία εκατομμύρια δρχ για κάθε χαμένο χρόνο! Καθόλου άσχημα…

Κάποιοι ενδεχομένως διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του «Τάματος», προτού καταρρεύσει η χούντα. Η απάντηση είναι απλή: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί – προ δυο μηνών- ο Παπαδόπουλος κι ο Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».

Τρίτο «ορόσημο»: Το 1969 φαίνεται πως οι … μίζες της Litton είχαν ξεκοκαλιστεί. Ήταν λοιπόν ώρα για μία ακόμη μεγάλη, αποικιοκρατική σύμβαση, απ’ αυτές που όταν υπογράφονται τρία τινά μπορεί να «μαρτυρούν» για τους διαχειριστές δημόσιου χρήματος: Αν δεν είναι ηλίθιοι, αν δεν νιώθουν – για κάποιο λόγο- εξαναγκασμένοι, τότε σίγουρα κάτι άλλο περιμένουν. Οι δυο τελευταίες εκδοχές φυσικά μπορούν να συνυπάρξουν…

Ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, από τις ΗΠΑ, σύμβαση για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού (ΦΕΚ 1969/Α/15). Ποια ήταν η κατάληξη; Ο Αμερικανός πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, ενώ το Δημόσιο είχε επιβαρυνθεί σε βαθμό απίστευτο.

Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό. Το έργο υπολογίστηκε στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Οι … χακί φύλαρχοι της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανίας, όμως, δεν χαλιναγώγησαν τη γαλαντομία τους. Εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον «διευκόλυναν» με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του … Δημοσίου!

Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς υπερεργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια.Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να ψάξει για περισσότερα ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια».

Ο Μακντόναλντ δεν εξασφάλισε καμία χρηματοδότηση – ίσως να μην είχε και λόγους να το κάνει. Αποχαιρέτησε, λέγοντας ίσως νοερά κάποιο «thanks folks» για τα 4,8 εκ. δολάρια συν τα 33,4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου που πρόλαβε να τσεπώσει.

«Στεγαστική αποκατάστασις» και θεσμοθέτηση ατιμωρησίας

Τέταρτο «ορόσημο»: Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες – βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχο- κομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι…

Πέμπτο «ορόσημο»: Περίοδος εορτών ήταν, οι «εθνοσωτήρες» αποφάσισαν – ίσως εν όψει πρωτοχρονιάς – να κάνουν άλλο ένα καλό δώρο στον εαυτό τους. Καλό και ωφέλιμο στο … διηνεκές – έτσι τουλάχιστον ήλπιζαν.

Την Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι … συνάδελφοί του.

Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.

Εάν επιτύγχανε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης», με τον Μαρκεζίνη και τις ελεγχόμενες εκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς για αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατέστη ανέφικτη η «μετάσταση» τέτοιων χουντικών θεσμών στο κοινοβουλευτικό τοπίο.

Έκτο «ορόσημο»: Ήταν Μάιος του 1972, όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).

Αυτό ήταν το δεύτερο χατίρι των συνταγματαρχών προς τον Πάππας. Το πρώτο – πιθανότατα και το μεγαλύτερο – είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (ΦΕΚ 1968/Α/201). Ήταν το «πράσινο φως» για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Coca- Cola, το οποίο είχαν αρνηθεί να «ανάψουν» οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώριο παραγωγή αναψυκτικών.

Ο Πάππας είχε απασχολήσει και για άλλο λόγο, εντονότατα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πριν από το πραξικόπημα: Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είχαν καταγγείλει ως προνομιακούς … μέχρι αηδίας τους όρους της επένδυσης που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, με το διυλιστήριο της ESSO, το ’62. Το φθινόπωρο του ’64, μάλιστα, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου επέβαλλε στον Πάππας τροποποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης.

Χρηματοδότησαν και την εκστρατεία του … Νίξον!

Ο Τομ Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους οικονομική – πολιτική διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια , διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία, ο Παύλος Τοτόμης. Στη συνέχεια ο Τοτόμης ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της ΕΤΒΑ. Ο Τομ Πάππας ήταν παράλληλα υποστηρικτής και βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, για τις αμερικανικές εκλογές του 1968.

«Παράλληλα»; ….Όχι ακριβώς. Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες … συμπάθειές του, την ελληνική χούντα και το Νίξον. Με δεσμούς … χρήματος. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσιγκτον: Ότι η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά- ζεστά… Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση!

Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, με σκοπό να «αναβαθμιστεί» η δράση της ελληνικής Υπηρεσίας, να γίνει πιο αποτελεσματικό το αντικομουνιστικό της έργο, κλπ. Στη συνέχεια, κατ’ εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη, γινόταν η «ανακύκλωση» και τα χρήματα όδευαν προς το Νίξον.
Έβδομο «ορόσημο»: Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου 1972. Ο Παττακός έδωσε εντολή να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Τα γνωστά και ως «κρέατα Μπαλόπουλου». Μαζί με το «Τάμα», ίσως το πιο … εμβληματικό σκάνδαλο της χούντας!

Ο Μιχάλης Μπαλόπουλος ήταν υφυπουργός Εμπορίου. Αυτός κι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, ο Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος, κάθισαν στο εδώλιο για το σκάνδαλο των κρεάτων. Σκάνδαλο … πολυεπίπεδο, με κατηγορητήριο πλούσιο!

Η σοβαρότερη κατηγορία σε βάρος των δυο, ήταν πως χρηματίζονταν «κατά συρροήν» από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας που επεδίωκαν να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος. Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αδειών εισαγωγής σε χέρια λίγων ήταν οι ανατιμήσεις στις τιμές του κρέατος – ίσως, ακόμη, οι ευνοημένοι έμποροι να ήθελαν έτσι να καλύπτουν και τα έξοδα των δωροδοκιών…

Απαγορεύτηκε, επίσης, για κάποιο διάστημα η διάθεση ντόπιου κρέατος, ώστε να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά, εκείνα της Αργεντινής. Η προαναφερθείσα εντολή του Παττακού ήταν γραπτή και αναγνώστηκε στο δικαστήριο.

Ο Μπαλόπουλος έγινε σλόγκαν και … στα γήπεδα

Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τον Ιούνιο του ’74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού καταρρεύσει η χούντα. Η εξήγηση είναι η ίδια με εκείνη, για τη δημοσιοποίηση των ατασθαλιών του «Τάματος»: Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε να καταδείξει ότι ήταν αναγκαία, από ηθικής πλευράς, η ανατροπή του Παπαδόπουλου.

Κάπως έτσι έμεινε στην … Ιστορία το όνομα του Μπαλόπουλου, τον οποίον περιέβαλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, όταν ήταν γραμματέας του οργανισμού.

Το σκάνδαλο των κρεάτων ενέπνευσε και τους … φιλάθλους. Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία«βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».

Μέσα σε αυτή τη … θύελλα των σκανδάλων, φάνταζαν «παρωνυχίδες» ήσσονος σημασίας οι απ’ ευθείας αναθέσεις – χωρίς διαγωνισμούς- έργων σε διάφορες εταιρείες. Όσο για τη «λιτή» ζωή που έκαναν οι συνταγματάρχες και οι δικοί τους άνθρωποι, θα άξιζε τον κόπο να διαβάσει κανείς τις εξιστορήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, τόσο για τη δική της ντόλτσε βίτα, όσο και για τη χλιδή της διαμονής της ίδιας και της Δέσποινας Παπαδοπούλου στο Παρίσι, όταν – κάποια στιγμή- το επισκέφθηκαν οι δύο τους.

Για την συνηθισμένη εν Ελλάδι ζωή της, η Ντέλλα Ρουφογάλη έχει πει:
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κομπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977»).

«Χαβιάρι Περσίας και παγωμένα καβούρια Αλάσκας»

Υπήρχαν όμως και τα .. έκτακτα περιστατικά, όπως οι αρραβώνες της με το Ρουφογάλη. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».

Για την Ιστορία: Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν προβεβλημένοι επιχειρηματίες, όπως οι Λάτσης και Κιοσέογλου. Στο γάμο τους; Το … αδιαχώρητο. Θυμάται η Ντέλλα: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία».

Αυτή ήταν λοιπόν η … αδιάφθορη δικτατορία! Αναμφιβόλως, η χούντα μετέφερε … πολύ μακριά τη σκυτάλη της διαφθοράς, την οποία – για να είμαστε ακριβείς- παρέλαβε από τα προγενέστερα χρόνια.

Υπενθυμίσεις επιγραμματικές: Σκάνδαλο «Siemens» που προκάλεσε και τη ρήξη στις σχέσεις του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη, το 1954. Άφθονα… κλέη της οκταετίας (1955- 63) Καραμανλή, από τα «βραχώδη οικόπεδα της Φιλοθέης» και τα φουσκωμένα κέρδη εργολάβων, μέχρι την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ» με όρους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς. Απόφαση της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 1965, να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη για την «Πεσινέ». Επτά εν συνόλω υπουργοί και δυο υφυπουργοί του «εθνάρχη» που αντιμετώπισαν – σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- κατηγορίες περί βλάβης του δημοσίου συμφέροντος και περί παράνομης διάθεσης μυστικών κονδυλίων. (Προτείνει κανείς να εκλάβουμε ως απόδειξη αθωότητας το «κουκούλωμα» που – κατά τα ειωθότα- ακολούθησε; ). Εξαγορές βουλευτών στην περίοδο της αποστασίας, το 1965.

Ακόμη κι ο ελληνικός κινηματογράφος των middle 60ς κατοχύρωσε ως σήμα κατατεθέν της εποχής τα … αρπακτικά του Μαυρογιαλούρου. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε…

Εάν λοιπόν όλα αυτά στιγμάτισαν την εικοσαετία 1954- 1974, γιατί σήμερα τόσα στόματα πιπιλίζουν μονότονα την «καραμέλα» πως η διαφθορά και το ρουσφέτι γεννήθηκαν το …’74 και είχαν μαμά τη Μεταπολίτευση; Ας δώσει ο καθένας την απάντηση που θεωρεί σωστή..

Πηγή: iefimerida

87 μήνες, μια ολόκληρη ζωή

Του Κλέαρχου Τσαουσίδη.

Τα ξημερώματα κλείνουν πενήντα χρόνια. Μας ειδοποίησαν στις 6 το πρωί ότι μερικά τανκ έχουν παραταχτεί έξω από το Διοικητήριο. Ήμουν είκοσι χρόνων. Η σχέση με τον χρόνο είναι περίεργη, παίζει πονηρά παιχνίδια. Σήμερα, το 1967 μου φαίνεται χθες. Εκείνοι οι 87 μήνες ώς το ’74 βαραίνουν ακόμα σαν ολόκληρη ζωή.

Οι φασίστες είχαν την ελπίδα να μας μικραίνουν μέρα με τη μέρα ίσαμε να φτάσουμε στο δικό τους μπόι και να πνιγούμε στον βούρκο τους. Απέτυχαν. Ακόμη κι ο Θωμάς, ο Νίκος, ο Τάσος, ο άλλος Θωμάς, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος, ο Πέτρος, όσοι άκαιρα μας άφησαν χτυπημένοι ανεπανόρθωτα, αλλά περήφανοι ώς την τελευταία στιγμή της ακούσιας ή εκούσιας εξόδου, είναι γύρω μας, σε στέκια που δεν υπάρχουν πια, σε γειτονιές αγνώριστες, στα στενά της ΥΦΑΝΕΤ, της Ολύμπου ή της Γαμβέτα.

Απρίλης ’67. Χαμένοι, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι γίνεται, από ’κει που ετοιμαζόμασταν (όλοι, κεντρώοι κι αριστεροί) για την ομιλία του Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη, τότε που θα ’μπαινε με τ’ άσπρα άλογα στην πόλη, είδαμε πράσινα τζέιμς του στρατού, άσπρα Opel με ψεύτικα νούμερα και κλούβες να σταματούν έξω από σπίτια, να φορτώνουν ανθρώπους μισοντυμένους και να τους στοιβάζουν στα αστυνομικά τμήματα και στις ασφάλειες (εθνική, γενική κ.λπ.).

Στο πανεπιστήμιο νέκρα. Κάτι τεταρταυγουστιανοί περιφέρονταν μεταξύ Νομικής και Φιλοσοφικής. Στην αλαφιασμένη έξοδο από το γραφείο του συλλόγου με το βιβλίο των πρακτικών στην τσάντα και τις ανακοινώσεις για τους εκλεγέντες στο συνέδριο της ΕΦΕΕ, ένας από αυτούς πλησίασε και ρώτησε αν το πραξικόπημα είναι δικό μας!

Ταξίδι στη νύχτα

Πίσω σπίτι και τα μισά ράφια άδεια. Η θεία κάνει τη διαλογή και σε άπταιστα θρακιώτικα θρηνολογεί: «Ντοστογιέφσκι, ε; Τολστόι, ε; Σασκίν’κο, μισκίν’κο. Όλο μπολσεβίκους μάζευε». Από τον φωταγωγό έπεφταν στο ημιυπόγειο όλοι οι επικίνδυνοι Ρώσοι, αλλά πάνω στο ξύλινο γραφειάκι γυάλιζε η φρέσκια έκδοση του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”…

Άρχισε το ταξίδι μέσα στη νύχτα. Τρικ γραμμένα στο χέρι, προκηρύξεις με στάμπα από λινόλεουμ, ο «πολύγραφος» από το παράθυρο της τουαλέτας του Κώστα.

Προκηρύξεις μέσα σε πακέτα τσιγάρων με κομμένους τους πάτους στις τρεις ακμές, στην άκρη των κεφαλόσκαλων της Φιλοσοφικής. Ήταν πρόκληση για τα ζωηρά πόδια κοριτσιών και αγοριών, ένα σουτ και να γεμίζει η σχολή από τα «Κάτω η χούντα». Υπογραφή: Σπουδαστική Πάλη. Εμείς πίναμε καφέ στο πάρκο της ΧΑΝΘ.

Φυσικά, δεν ίδρωνε τ’ αφτί της ακαδημαϊκής κοινότητας. Να παραιτηθούν οι καθηγητές μας επειδή έδιωξε η χούντα τους 52; Σιγά, για να έρθουν μετά χουντικοί και να αλλάξουν τα μυαλά της νεολαίας; Έμειναν κολλημένοι στις έδρες και παίξανε μια χαρά το παιχνίδι των Ελλήνων χριστιανών. Πλην των γνωστών εξαιρέσεων. Ήταν και ένας που δεν άντεχε να μας βλέπει μπροστά του. Και το κανόνισε. Θαρρούσε πως έτσι θα δικαίωνε το κατ’ ευφημισμό επίθετο που διέθετε. Όταν έπεσε η χούντα, όλοι οι προσκυνημένοι κρύβονταν πίσω από το θεόρατο μπόι του Μαρωνίτη και του Μάνεση μπας και δεν τους δούμε.

Άλλες φορές, στις τρεις το πρωί, στην Παρασκευοπούλου και στα παράλληλα στην Όλγας στενά: Γέμισμα με προκηρύξεις των εξατμίσεων των παρκαρισμένων Ι.Χ. Το πρωί έτρεχαν και δεν προλάβαιναν οι χαφιέδες να τις μαζέψουν.

Τότε τα είχαμε βρει: Λαμπράκηδες, τροτσκιστές, μαοϊκοί, γκεβαρικοί. Άλλοι όχι, κρατούσαν τα στεγανά της ιδεοληψίας.

Ύστερα ήρθαν τα δύσκολα: Βαρδάρι, στο Ιταλικό Σχολείο που είχε καταντήσει Εθνική Ασφάλεια. Περιποίηση από Στ., Κ., Μ., Τ. (πεθαμένοι όλοι). Στην ταράτσα τα κελιά. Η υποδοχή με γέλια και χαρές. Είχαν βάλει στοίχημα ποιος θα ήταν ο επόμενος, εγώ ή ο Α. «Κέρδισαν» όσοι ποντάρανε σε μένα.

Η ειρωνεία της ιστορίας

Έπειτα, ήρθαν τα «εγκαίνια» των νέων εγκαταστάσεων στη Βαλαωρίτου (τώρα είναι σχολείο!). Τα κελιά στα υπόγεια, η «εθνική αποκατάσταση» στον τέταρτο. Μεταφορά στο νέο Μεταγωγών. Βελτίωση: Τα κελιά στο ημιυπόγειο.

Όταν ανέλαβε να σώσει τη χώρα ο Ιωαννίδης, οι χαφιέδες είχαν πάθει παράκρουση μην ξέροντας τι γίνεται. Ο ανθυπασπιστής που διοικούσε την Εθνική Ασφάλεια, μοιράρχους, ταγματάρχες και ταξίαρχους, μας ανέβασε, τον Θωμά κι εμένα, στον 4ο. Μας εξήγησε, Δεκέμβριος του ’73 ήταν, ότι θα έρθει ο Καραμανλής, ότι τα βάσανά μας τέλειωσαν, θα γίνουν εκλογές «Κι εσύ Θωμά μπορεί να γίνεις και βουλευτής. Να θυμάστε μόνο ότι εγώ δεν σας χτύπησα».

Από την άλλη μέρα, όντως δεν μας ξαναχτύπησε. Έδινε εντολές στους άλλους.

Πόσο δίκιο είχε στην πρόβλεψή του. Ο Καραμανλής ήρθε, η αλλαγή φρουράς πέτυχε, οι βασανιστές έγιναν αστυνομικοί διευθυντές (στα Γρεβενά ο Μ., στο Ηράκλειο ο Μπ.) και οι συνομιλητές της χούντας υπουργοί.

Τον Θωμά μας τον πρόλαβε ο καρκίνος. Άλλοι διάλεξαν μόνοι τους τον τρόπο.

Μαλώναμε από το ’68 για ένα οικοπεδάκι στον βάλτο. Η διάσπαση άνοιξε τα στόματα: Μπούλκες, Τασκένδη, δολοφονίες. Έσπασε η σιωπή για τον αρχικαπετάνιο Άρη, για τον Πλουμπίδη, τον Μπελογιάννη, τον Καραγιώργη.

Μέναμε με ανοιχτό το στόμα, αλλά μετά πηγαίναμε από ’δω ή από ’κει, αναπαράγοντας έναν καβγά που δεν μας αφορούσε.

Υστερα… Ύστερα γεράσαμε μαζί με το όραμα και τότε βρεθήκανε, όσοι βρεθήκανε, τα είπανε, τα συμφωνήσανε και ήρθε η ώρα της Αριστεράς.

Όσοι ζήσαμε, ρουφήξαμε τη νίκη του ’15. Στο χέρι όσων έρχονται είναι να την κρατήσουν.

Πηγή: Η ΑΥΓΗ

Εις θάνατον διά τυφεκισμού, δεμένος με τον Κοροβέση…»

Του Βασίλη Ραφαηλίδη

Εις θάνατον διά τυφεκισμού, δεμένος με τον Κοροβέση, ζευγάρι κωμικών στο εθνικό θέατρο του παραλόγου.

Ευτυχώς, να λες, που ήμουν δεμένος με τον Περικλή Κοροβέση –πάντα με τον Περικλή θα με δένουν από δω και πέρα σε κάθε μετακίνηση. Ίσως γιατί στην πρεμιέρα ήμασταν πολύ καλοί σαν ζευγάρι κωμικών.

Ασουλούπωτοι και οι δύο, άνθρωποι με χιούμορ και οι δύο, προσφέραμε θέαμα υψηλής ποιότητας στο εθνικό θέατρο του παραλόγου. Από την οδό Μπουμπουλίνας στην οδό Ρεθύμνης

Μας μεταφέρουν την άλλη μέρα από την οδό Μπουμπουλίνας στην οδό Ρεθύμνης, εκεί κοντά, προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σε ένα νεοκλασικό της συμφοράς, ήταν οι κοιτώνες των αστυφυλάκων που υπηρετούσαν στην Ασφάλεια.

Ήταν σκοτάδι πίσσα εκεί μέσα. Από πουθενά δεν έμπαινε φως και πουθενά δεν άναβε φως. Καμιά εικοσαριά ανθρώπους, μας αδειάζουν στον καινούργιο μας τάφο. Δεν έχω ιδέα, κανείς δεν θα ήταν δυνατό να έχει ιδέα, πόσες μέρες μείναμε εκεί.

Προσπαθούσαμε να μετρήσουμε το χρόνο με το κατούρημα

Ούτε ρολόι, ούτε φως, ούτε ώρες ύπνου, ούτε ώρες ξύπνιου. Προσπαθούσαμε να μετρήσουμε το χρόνο με το κατούρημα. Δύο κατουρήματα, μια μέρα. Το φαΐ, οι μανάδες συνέχιζαν να το πηγαίνουν στην Μπουμπουλίνας.

Στη Ρεθύμνης ήμασταν ινκόγκνιτο. Κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει κρατητήριο, παρεκκλήσιο το λέγαμε, στην οδό Ρεθύμνης. Όλοι γνώριζαν τον μητροπολιτικό ναό της οδού Μπουμπουλίνας, κι εκεί πήγαιναν τις προσφορές τους. Και οι διάκονοι του εθνικού συμφέροντος, όπως λέμε στην Ελλάδα το ιδιωτικό συμφέρον, μετέφεραν τον άρτον ημών τον επιούσιον ιεροκρυφίως στο παρεκκλήσιον, όπου και κοινωνούσαμε των αχράντων μυστηρίων των σωτήρων του έθνους.

Ανοίγαμε τα τάπερ στα τυφλά, κι ό,τι άρπαζαν τα δάχτυλα, τούτο το πανάρχαιο πηρούνι που είναι δυνατό να λειτουργήσει και σα μαχαίρι. Κεφτέδες, φώναζε ο ένας τυφλοπόντικας. Κοτόπουλο έλεγε από δίπλα ο άλλος τυφλοπόντικας. Ήταν το παιχνίδι μας.

Κι ο Περικλής Κοροβέσης να λέει ανέκδοτα

Κι ο Περικλής Κοροβέσης να λέει ανέκδοτα και να μη σώνει ποτέ. Μεταφορά στις φυλακές Αβέρωφ: ρίγη συγκινήσεως ανεβοκατέβαιναν στην αντεθνική μου ράχη μου καθώς περνούσα στην πύλη των φυλακών Αβέρωφ. Κόσμος και κοσμάκης πέρασε από τις σωφρονιστικές φυλακές Αβέρωφ, από το 1892 που κτίστηκαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια που κατεδαφίστηκαν για να χτιστεί στην θέση τους ο σημερινός Άρειος Πάγος, κοντά στην Ασφάλεια, επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Το θέμα είναι να μην μπεις φυλακή. Όμως, έτσι και μπεις, αισθάνεσαι ελεύθερος. Κανείς δεν μπορεί να σε συλλάβει όταν ήδη σε έχουν συλλάβει και σε έχουν βάλει φυλακή. Παίζαμε σκάκι, παιχνίδι θα’ λεγες σπέσιαλ για φυλακισμένους που δεν κατάλαβα πως γίνεται και το παίζουν και εκτός φυλακής.

Κάναμε διαλέξεις με θέματα γενικού εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος, αφήνοντας την πολιτικολογία για τις κατ’ ιδίαν ατέλειωτες συζητήσεις, και γενικά περνούσαμε την παγιδευμένη ζωή μας με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο, όπως έλεγαν οι συνηθισμένοι στη χρηστομάθεια παλιότεροι σύντροφοί μας, που ένοιωθαν στη φυλακή σα στο σπίτι τους.

Ειδικότερα ο Χρόνης Μίσσιος, που είχε πάθει τον παθών του τον τάραχο μια ζωή στις φυλακές και στα απομονωτήρια των φυλακών, ήταν σχεδόν ευτυχής που πρώτη φορά στην καριέρα του ως δεσμώτης βρίσκονταν ανάμεσα σε τόσους πολλούς και τόσο διαπρεπείς συντρόφους.

Δίπλα μου ακριβώς, κολλημένο στη γωνία, ήταν το κρεβάτι του Λεωνίδα Κύρκου, που δεν ήταν ακόμα ούτε ευρωκομμουνιστής, ούτε ανανεωτικός. Είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού

Βρισκόμουν από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στον προθάλαμο της κόλασης και ήδη είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού. Εκείνους τους πρώτους μήνες της αναγέννησης του φοίνικα από τις παλιές του στάχτες, που ξέμειναν από άλλους καιρούς, κανείς δεν ήξερε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα.

Οι αντιστασιακοί σε ένα χρόνο, όταν θα γίνει φανερό πως η χούντα είναι της πλάκας, θα πληθύνουν πολύ. Εύκολα αντιστέκεται κανείς όταν ξέρει πως τουλάχιστον η ζωή του δεν κινδυνεύει. Όμως, εμείς είχαμε αρχίσει την αντίσταση κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα, χωρίς να νοιαστούμε και πολύ για τις συνέπειες της στράτευσής μας.

Οι χυδαίοι γραφειοκράτες

Δεν ήμασταν μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας» που πάρα πολύ όψιμα αποφάσισαν να αντισταθούν κι αυτοί στη χούντα, κυρίως δια συνεδριάσεων. Ήμασταν νέοι κομμουνιστές, που μπορεί να μην είχαμε ακόμα ιδιαίτερα αναπτυγμένη την πολιτική μας συνείδηση, πάντως συνείδηση του κινδύνου είχαμε.

Το γεγονός πως τα ιδανικά μας αργότερα θα στραπατσαριστούν κι εδώ στην Ελλάδα, όπως παντού, απ’τους χυδαίους γραφειοκράτες, δεν μειώνει την αξία της στράτευσής μας σε έναν αγώνα που όχι μόνο δεν γινόταν για τα προσωπικά μας συμφέροντα, αλλά τα έβλαπτε στα σίγουρα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιώργο

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιώργο, έναν καλοκάγαθο αστυφύλακα μιας κάποιας ηλικίας που έπαιρνε σύνταξη σε λίγο. Απ’ αυτόν μαθαίναμε στο κρατητήριο, όπου οι εφημερίδες απαγορεύονταν αυστηρά, τα σημαντικά διεθνή γεγονότα. Αυτός ήταν που μας πληροφόρησε για το θάνατο του Γκεβάρα, για τον οποίο, άλλωστε, με δυσκολία έκρυβε το θαυμασμό του. Φυσικά, όλα αυτά μας τα’λεγε εμπιστευτικά, σχεδόν συνωμοτικά. Ωστόσο, δεν έκανε ποτέ κουβέντα για τη χούντα και τα σχετικά με τον πάνω κόσμο, των ζώντων ελλήνων.

Οι καλοί νοικοκυραίοι…

Αυτών που ακόμα δεν ήξεραν τίποτα για τη μεγάλη ευκαιρία που θα τους προσέφερε το Πολυτεχνείο αργότερα, ώστε να νοιώσουν κι αυτοί λιγάκι αντιφασίστες, χαμένοι μέσα στη μεγάλη μάζα των δημοκρατών που πολιορκούσαν το Πολυτεχνείο. Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου.

Ρισκάρεις λοιπόν, σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη; Μα, περίμεναν να ξεθυμάνει η χολέρα που λέγεται χούντα για να βγουν από το καβούκι, αυτοί οι καλοί νοικοκυραίοι.

Το μπουντρούμι της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας και οι όψιμοι αντιστασιακοί

Το μπουντρούμι της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας βρίσκεται πίσω από το Πολυτεχνείο. Κι όσοι πέρασαν από εκεί, δεν νομίζω πως θα ήταν δυνατό να έχουν διάθεση να συνεορτάσουν με τους πανηγυριώτες της 17ης Νοέμβρη. Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε.

Γιατί, λοιπόν, σκοτώνονται να μαζέψουν τα σάπια φρούτα που κάθε χρόνο πέφτουν κάτω από το δέντρο του Πολυτεχνείου οι όψιμοι αντιστασιακοί; Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ στους έτσι κι αλλιώς ζωηρούς έφηβους που, με κάθε ευκαιρία, το παίζουν επαναστάτες ή περίπου.

Ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου

Ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου κάθε φορά που περνώ έξω από το Πολυτεχνείο. Εκεί μπροστά μας ξεφόρτωσαν για να μας παν στη σήμανση, λίγο πιο κάτω, στα Χαυτεία. Από την Ασφάλεια μέχρι το Πολυτεχνείο, η απόσταση είναι δυο βήματα. Κι ωστόσο μας φόρτωσαν στην κλούβα για να μας ξεφορτώσουν λίγο παρακάτω. Ίσως δεν ήθελαν να βλέπουν οι περαστικοί πως από την Ασφάλεια βγαίνουν πολιτικοί κρατούμενοι δεμένοι με χειροπέδες, σαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.

Γιατί δεν δέχτηκα να γραφτώ στην ΕΣΗΕΑ ως αντιστασιακός

Είχα μπει στο αγώνα κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας.

Αλλά στα μετά την πτώση της χούντας χρόνια δεν πήγα να γραφτώ στο σύλλογο των αντιστασιακών, για να μπορέσω να εξαργυρώσω σε κάποιο δημόσιο ταμείο τη μικρή, την ελάχιστη προσφορά μου στον αγώνα κατά της νέας παραλλαγής του παλιού φασισμού.

Ούτε δέχτηκα να γραφτώ στην ΕΣΗΕΑ, το επαγγελματικό μου σωματείο, ως αντιστασιακός. Ούτε πήγα να εξαγοράσω τα εφτά χρόνια της δικτατορίας για να μου αναγνωριστούν ως συντάξιμα.

Κι όταν κάποτε απόχτησα τα από το καταστατικό της ΕΣΗΕΑ προβλεπόμενα τυπικά προσόντα και πήγα να γραφτώ στο επαγγελματικό μου σωματείο, με απέρριψαν ως στερούμενο… ουσιαστικών προσόντων.

Πέντε χρόνια απέρριπταν συνεχώς την αίτησή μου. Φαίνεται πως ούτε μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια κατάφερα να αποκτήσω ουσιαστικά προσόντα ως δημοσιογράφος. Και ξέρετε ποιοι αντέδρασαν περισσότερο στην εγγραφή μου; Αυτοί που γράφτηκαν ως αντιστασιακοί!

Για μένα, η πιο σημαντική πράξη ήταν το ότι μπόρεσα και αντιστάθηκα στον πειρασμό να εξαργυρώσω καθ’οιονδήποτε τρόπο τη στράτευσή μου στον αγώνα κατά της χούντας. Κι ακόμα, το ότι πέτυχα την εγγραφή μου στην ΕΣΗΕΑ με δικαστική απόφαση. Ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που εγγραφόταν στο επαγγελματικό του σωματείο με δικαστική απόφαση. Και η νομολογία που δημιουργήθηκε άνοιξε το δρόμο για πολλούς συναδέλφους.

Κέρδισα την αξιοπρέπειά μου

Δεν έχει σημασία που έχασα εφτά συντάξιμα χρόνια. Κέρδισα την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε από αξιοπρέπεια μάλλον παρά για λόγους ιδεολογικούς στρατεύτηκα στον αγώνα κατά της χούντας.

Πάντα έλεγα πως, ναι μεν είμαι κομμουνιστής, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως από κομμουνιστής σκέτα είμαι επιπροσθέτως και καλός κομμουνιστής. Άλλωστε ένας ρεβιζιονιστής από πεποίθηση, όπως εγώ, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει καλός κομμουνιστής.

Εν πάση περιπτώσει, ήμουν και παραμένω ένας ελεύθερος σκοπευτής, που πάει με αυτούς που τον έχουν ανάγκη, και όχι με εκείνους που τους έχει ανάγκη για να τη βολέψει. Στρατεύτηκα με το κομμουνιστικό ΠΑΜ όχι γιατί με επιστράτευσε το κόμμα, αλλά γιατί έτσι έκρινα σκόπιμο.

Το καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος

Όπως και να΄ναι, το καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος, ύστερα από δέκα μήνες φυλακή. Εντάξει, ήμουν ελεύθερος, αλλά τι να την κάνω την ελευθερία χωρίς δουλειά, χωρίς τους φίλους που είχαν σκορπίσει εδώ και κει στην Ευρώπη, στα νησιά και στις φυλακές;

Το πρώτο που σκέφτηκα ύστερα από μια εβδομάδα ελεύθερου βίου ήταν να κάνω κάτι κατεπειγόντως ώστε να ξαναμπώ φυλακή, ή έστω εξορία. Το σκέφτηκα μεν σοβαρά, όμως ήταν αδύνατο να έχω επαφή με κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Αφενός γιατί οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό για να κάνουν από κει τουριστική αντίσταση εκ του ασφαλούς, και αφετέρου διότι ήμουν ήδη σεσημασμένος, και οι συνωμοτικοί κανόνες λεν να μην πλησιάζεις τους σεσημασμένους.

Δυστυχώς η απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη ήταν αποτυχημένη

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας. Η αντίσταση ήταν λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απ’την ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα. Όλες οι προσπάθειες για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ.

Η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια

Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την επιθυμούσαν πολύ. Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απ’το εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια.

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός και ως «πίθηκος»

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός και ως «πίθηκος», ήταν πολύ άτυχος.

Διορίστηκε πρωθυπουργός την 8η Οκτωβρίου 1973, και ενάμιση μήνα μετά την ορκωμοσία του, εκδηλώνεται η εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Ήρθε στην εξουσία υποτίθεται για να εκτονώσει την κατάσταση και να κατασιγάσει τα πάθη μετά την εξέγερση της Νομικής αλλά τα πάθη φούντωσαν εντελώς απροσδόκητα στο Πολυτεχνείο από την 14η Νοεμβρίου 1973 που αρχίζει η κατάληψη, μέχρι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή της 17ης Νοεμβρίου, που τα τανκς θα σπάσουν την πόρτα και θα καταστείλουν την αυθόρμητη, αυτοκαθοδηγούμενη και ακαθοδήγητη από τα κόμματα φοιτητική εξέγερση.

Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος. Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει μάλλον έναν λυρικό παρά έναν επικό χαρακτήρα. Και η επέλαση των τανκς κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν κινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος. Το «έπος» δημιούργησε εντελώς κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση -από το ραδιόφωνο των φοιτητών- των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής.

Πάντως πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει.

Δεν πήγα ποτέ στο Πολυτεχνείο, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε τότε ούτε αργότερα. Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες κατά την ημέρα της «επετείου του Πολυτεχνείου» τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού. Πρόκειται για ένα πολύ βολικό άλλοθι, που το οικειοποιήθηκαν όσοι νοιώθουν την ανάγκη να ξεπλύνουν την ντροπή για την απέραντη δειλία τους επί έξι ολόκληρα χρόνια.

Πηγές:

1. Βασίλη Ραφαηλίδη, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, σελ.397-401, 402,408-9,419-20,444.
2. Βασίλη Ραφαηλίδη, Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974, σελ.419,436-7.

Μία ανθολογία από τα όσα έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης σχετικά με τη φυλάκισή του στη χούντα και σχετικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Πηγή: Enallaktikos

Μια χούντα, μα ποια χούντα;

Των Τάσου Κωστόπουλου, Αντας Ψαρρά, Δημήτρη Ψαρρά.

Διαβάστε το δημοσίευμα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Το χρονικό της δικτατορίας

Ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη.

Δείτε το 37λεπτο ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη «Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967- 1974», σε σενάριο Γιάγκου Ανδρεάδη, περιέχει πολύτιμο αρχειακό υλικό· από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και Γιώργου Σεφέρη έως τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών.

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, Παντελή Βούλγαρη, «σε αυτό το φιλμ υπάρχει ό,τι καταφέραμε εμείς που μείναμε στον τόπο», ενώ για τον διευθυντή φωτογραφίας Νίκο Καβουκίδη υπάρχουν καταγεγραμμένα «σημαντικά πράγματα από ταράτσα σε ταράτσα, όπως τα γεγονότα στη Νομική. Ίσως η ποιότητα να μην είναι πάρα πολύ καλή, όμως το γεγονός που καταγράφεις είναι».

Σχολιάστε