My Twitter Feed

18 Φεβρουαρίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Ιδού η σπουδαία πόλη Μόρρυλος -

Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου, 2024

Ο Βαρτζόπουλος στη πίτα της ΝΔ -

Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου, 2024

ΚΚΕ: Στο πλευρό των αγροτών μας -

Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου, 2024

Σπουδαίες διοργανώσεις στο Κιλκίς -

Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου, 2024

Επανεκλέχτηκε στο ΔΣ της ΠΕΔΚΜ -

Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου, 2024

Ετοιμάζονται για κάθοδο σε Αθήνα -

Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου, 2024

Αύξηση παρά τη δύσκολη χρονιά -

Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου, 2024

Αποχή Γεωργαντά από ψηφοφορία -

Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου, 2024

20 χρόνια χωρίς τον Δημήτρη Ζωηρό

Είκοσι χρόνια μετά τη πρόωρη φυγή -ήταν μόλις 62 χρόνων- “προδομένος” απ` τη μεγάλη του καρδιά, το ΚΙΛΚΙΣ24 δημοσιεύει εν είδη αφιερώματος κείμενα για έναν σπάνιο άνθρωπο και φίλο, που κόσμησε τον μικρό μας τόπο με το πέρασμά του από τον κόσμο, τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΩΗΡΟ.

Είκοσι χρόνια μετά, το όνομά του βρίσκεται χαραγμένο σε περίοπτη θέση της πόλης, στο δρόμο για το Λόφο του Αη-Γιώργη, εκεί στην είσοδο του δημοτικού θερινού κινηματογράφου, καθώς και στις καρδιές όλων των συντοπιτών και συνανθρώπων μας που αξιώθηκαν τη σπάνια χαρά να τον γνωρίσουν.

Για τον Δημήτρη, τον Τάκη, τον Δημητράκη, τον Μήτσο μας, γράφουν οι εγκάρδιοι φίλοι του:

  • Γιώργος Καλιεντζίδης, ποιητής, δημοσιογράφος
  • Γιάννης Καραγιαννίδης, δημοσιογράφος – διαχειριστής του ΚΙΛΚΙΣ24
  • Χρήστος Σπίγκος, πρώην αντιδήμαρχος Πολιτισμού και “νονός” του θερινού σινεμά
  • Γιάννης Τσιτσίμης, συγγραφέας, σκηνοθέτης
  • Γιώργος Φλωρίδης, πρώην υπουργός και βουλευτής Κιλκίς.

Κοκορνιόκο!

Εις μνήμην Δημήτρη Ζωηρού

Του Γιώργου Καλιεντζίδη.

Κοκορνιόκο!!! Με τον τρόπο αυτό μας προσφωνούσες κάθε φορά που ήθελες να μας πειράξεις ή να πεις μιαν άλλη γνώμη για ένα θέμα, στις ατέλειωτες κουβέντες μας, εκεί στο στέκι σου, στην 21η Ιουνίου 100, και οι ευκαιρίες πολλές για συζήτηση, και αμέτρητο το πλήθος που περνούσε να σε χαιρετίσει κάθε μέρα, και χαιρόσουν για το πέρασμά τους, κι εσύ να μην μετράς τους καφέδες και τις μπύρες που κερνούσες, κι ας μην αγόραζαν τίποτα, και «δεν βαριέσαι» έλεγες και μια δικαιολογία πάντα έβρισκες, κι ας ξέραμε ότι φορές τα πράγματα ήταν δύσκολα και τότε μια κινηματογραφική ταινία ή ένα δίσκο μουσικής ή τα νέα από κάποιον φίλο έκανες θέμα συζήτησης και ξέφευγες για να μην πεις λόγια πικρά και δύσκολα.

Κοκορνιόκο, το σώμα σου σε δυσκόλευε από μικρό παιδί, αλλά κατάφερνες και φώλιαζες, ως το τέλος, μέσα σου τόση αγάπη, που μοίραζες αφειδώλευτα και εκείνη επέστρεφε ως αντιχάρισμα φίλων που στ’ όνομά σου έπιναν κρασί και τώρα σε μνημονεύουν κάθε τόσο, σαν να μην έφυγες ποτέ εκεί στα ξένα, στα μακρινά αστέρια, που κοίταζες με το τηλεσκόπιο κι έλεγες «τι όμορφα που είναι!» και το πικάπ έπαιζε Θεοδωράκη, εκεί που γυροφέρνεις τώρα στα στέκια τ’ ουρανού με όσους κι όσες ξενιτεύτηκαν και χαιρετίσματα δώσ’ τους.

Σε βλέπω στη φωτογραφία να κοιτάζεις πλάγια, όπως το συνήθιζες, κι είναι λίγο πριν φύγεις, φίλε μου! Την έγνοια σου για τον μονάκριβό σου Απόλλωνα και την μάνα σου Σμαρώ, πάντα θυμάμαι. Κι ήρθε εκείνο το τηλεφώνημα του Γιάννη, Πρωταπριλιά τού 2003, που νόμιζα πως ήταν κακόγουστο αστείο -κι ακόμα δεν το πίστεψα.

Κοκορνιόκο, μια μέρα θ’ ανταμώσουμε στο «Σαντιάγο».

Γιάννης Καραγιαννίδης και Γιώργος Γεωργαλής με τον Δημήτρη, στα χρόνια του `80!

Από το Κιλκίς στο Σαντιάγο

Μια μεγάλη διαδρομή με λίγες λέξεις για τον Δημήτρη Ζωηρό.

 

Του Γιάννη Καραγιαννίδη.

Πέρασαν πια 20 χρόνια από εκείνη τη Πρωταπριλιά του 2003 με τη πιο θλιβερή αλήθεια ν` ακούγεται σαν το μεγαλύτερο ψέμα. Γιατί, ποιός θα μπορούσε άραγε να το πιστέψει ότι ο Δημήτρης έφυγε για το Σιαντάγο; Τον δικό του ου-τόπο, δηλαδή, παράδεισο και κόλαση ταυτόχρονα;

Ο ίδιος το ήξερε ότι το ταξίδι του από γιορτή σε γιορτή, τελειώνει. “Φεύγω για το Σαντιάγο”, σιγοψυθίριζε το τραγούδι του Μίκη κι έφυγε μια νύχτα με τρένο, από τη Θεσσαλονίκη. Πρώτος σταθμός η Αθήνα, όπου ο Γιώργος Φλωρίδης του είχε κλείσει ραντεβού με τον Δ. Κρεμαστινό στο Ωνάσειο. Πρόλαβε να φτάσει μέχρι τα Τέμπη, ως εκεί περίπου που – τί τραγική ειρωνεία! – συνέβει η απίστευτη τραγωδία των ημερών μας. Τον συνόδευε μονάχα η μικρούλα τότε Βίκυ Αγγελίδου, που είχε τρυπώσει στο τρένο χωρίς να τη δει ο Δημήτρης. Αχ βρε Βικούλα, δεν ήσουν ούτε 20 όταν έζησες εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές, που χωρίς να τοχω δει ξέρω ότι πολλές φορές απέδωσες έκτοτε με τη τέχνη σου, τον χορό!

Γνώρισα το Δημήτρη στο παλιό του δισκάδικο, όπου έψηνε και πουλούσε και τον καφέ της μάνας του, της κυρά-Σμαρώς. Είχα άδεια από το στρατό και ήθελα να παραγγείλω μια κασέτα με τις μπαλάντες της Χαρούλας Αλεξίου, πριν πάω στο “Αβέρωφ” να δω το Αποκάλυψη Τώρα. “Δεν γράφουμε κασέτες από διαφορετικούς δίσκους αλλά για σένα θα το κάνω γιατί είσαι φανταράκι και γιατί θα πας να δεις Μάρλον Μπράντο και Κόπολα. Πέρνα αύριο να μου πεις και τις εντυπώσεις σου”, μου είπε. Και από τότε γεννήθηκε μια μεγάλη φιλία, όπως έλεγαν και στη “Καζαμπλάνκα”.

Μια φιλία, που ξεκίνησε με τα αλησμόνητα χρόνια της Κινηματογραφικής Λέσχης Κιλκίς, της οποίας ήταν ο εμπνευστής κι η ψυχή της, αλλά κι ο πρόεδρός της. Μαζί μας κι η πρώτη εκείνη παρέα με τον Σταύρο Μούσμουλα, τον Θεόφιλο Γουλτίδη, τον Παύλο Αποστολίδη και άλλους, να γράφουμε τότε στα “80s” ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μας.

Τον θυμάμαι στην εναρκτήρια προβολή της Λέσχης να ανεβαίνει στη σκηνή του “Άστρον” και με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή να κάνει την εισήγηση στον “Πολίτη Κέην” του Όρσον Ουέλες. Όπως και στις “Νύχτες της Καμπίρια” να γίνεται έξαλος που ο Σωκράτης Καψάσκης του γραφείου διανομής “Στούντιο” …ξέχασε να μας στείλει την τελευταία μπομπίνα! Ωστόσο ο Δημήτρης τον υποχρέωσε να μας ξαναστείλει ολόκληρη πια τη ταινία και να την προβάλουμε την επόμενη εβδομάδα δωρεάν.

Μαζί του το σινεμά είχε πάρει άλλες διαστάσεις στα μάτια μας. Τι να πρωτοθυμηθείς από τις προτάσεις του! Το “Λα Στράντα” του Φελίνι , το “Ορφέο Νέγκρο” του Μαρσέλ Καμύ, τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Άντι Χουόρχολ, αλλά και τον “Λώρενς της Αραβίας”, τη “Νύχτα των Στρατηγών” και τους “Αδελφούς Καραμαζώφ” από το αμερικάνικο λαϊκό σινεμά, το “Αντεργκράουντ” του Κουστουρίτσα με τα Χάλκινα της Γουμένισσας σε μια ανεπανάληπτη βραδιά εκεί στα μέσα του `90 και τόσες άλλες…

Κοντά στο σινεμά ήταν βέβαια κι η άλλη μεγάλη του αγάπη η μουσική. Όταν ήταν στα μεγάλα του κέφια κι έφτανε η ώρα να κλείσουν τα μαγαζιά έβαζε στο πικάπ τους δίσκους που αγαπούσε, με ιδιαίτερη προτίμηση τους κλασικούς, άνοιγε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και γινόμασταν λιώμα! Συχνά, μάλιστα, έβαζε και τον δίσκο του Θωμά Κοροβίνη “Από Έβενο κι Αχάτη”, που του είχα κάνει δώρο για να τον τρολάρω!

Τον Δημήτρη Ζωηρό τον συμπαθούσες από το πρώτο κιόλας βλέμα του μ` εκείνη την γλυκειά αγγελική ζεστασιά. Σε κέρδιζε με τις πρώτες κιόλας κουβέντες, καθώς έλεγε τα πιο μεγάλα πράγματα σαν ένα παιδί που δεν βλέπει την ώρα να πάει να παίξει στα χιόνια με το έλκυθρό του που το λένε Ροδανθό.

Ήταν ένας ήρωας του αγαπημένου του Ντοστογιέφσκυ που δραπέτευσε από τις σελίδες των “Δαιμονισμένων”, που παραιτήθηκε από υπάλληλος της Νομαρχίας για να πουλάει καφέ και δίσκους, που ξεκοκάλιαζε αγόρταγα τα βιβλία αλλά μια μέρα μάζεψε όλα τα δικά του και τα `βαλε φωτιά, που εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος αλλά τα βρόντηξε από τον πρώτο κιόλας χρόνο, που νοιάζονταν τόσο πολύ για τη πόλη και τους ανθρώπους της αλλά που αρνιόταν να πάει να ψηφίσει…

Ευγνωμονώ τη ζωή που μου χάρισε την απίστευτη ευτυχία να γνωρίσω τον Δημήτρη, έναν άνθρωπο που συναντάς στο διάβα σου μια φορά ή καμία. Ε, λοιπόν, εγώ τον συνάντησα, τον γνώρισα κι ήταν φίλος μου για ένα τέταρτο του αιώνα. Πως να τη κρύψεις αυτή τη περηφάνεια! Και πως να μην ηχούν κάθε τόσο στ` αυτιά οι στίχοι του Ζωρζ Μουστακί:

Σα γεμίσει το φεγγάρι κι ασημένιο ρίξει πάγο
με τον πυρετό στο αίμα φεύγω για το Σαντιάγο.
Εκεί που` χουν τα κορίτσια το κορμί από μαστίχα
κι από το βαρύ αψέντι όλοι πνίγονται στο βήχα.
Φέγγει ο ήλιος μες στη φλέβα ήλιος μαύρος σαν κουρσάρος
φεύγω για το Σαντιάγο κι όποιον θέλει ας πάρει ο Χάρος.

Ο Δημήτρης στο θρυλικό δισκάδικο (Από ταινία του Γ. Τσιτσίμη)

Ο δικός μας αντιστασιακός

Του Χρήστου Σπίγκου.

Σάββατο πρωί, μετά το παζάρι, και βόλτα από φανάρι σε φανάρι στον κεντρικό μας δρόμο. Λίγες εκατοντάδες μέτρα γεμάτα από την καθημερινότητα της μικρής μας πόλης. Η βόλτα μετατρέπεται σε ανίχνευση προθέσεων, θέσεων και αντιθέσεων. Σε δυο μικρά πεζοδρόμια ξεδιπλώνεται ολάκερη η ζωή μας. Η εξουσία στεγασμένη στα βουλευτικά γραφεία συνομιλεί με τη διαμαρτυρία του πολίτη, οι βιτρίνες εκπέμπουν σαγηνευτικά μηνύματα στον καταναλωτή, και τα τραπεζάκια για ραχάτι και κουβέντα υπόσχονται πλούσιο σχολιασμό της επικαιρότητας. Κάθε πήγαινε-έλα και ένα βότσαλο στη λίμνη της ρουτίνας των προηγούμενων ημερών.

Κάπου εκεί και ο αντιστασιακός της μικρής μας ιστορίας. Αν και μικρός το δέμας, το χαμόγελο της υποδοχής του Δημήτρη Ζωηρού στο μαγαζί του μεγάλο και ειλικρινές. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινε τις προθέσεις του εν δυνάμει πελάτη του και ανάλογα αντιδρούσε. Αν δηλαδή αντιλαμβανόταν ότι ο συνομιλητής του είχε τη στόφα του πολίτη με ενδιαφέρον στην καλή μουσική ή τον καλό κινηματογράφο, τότε η κουβέντα γινόταν γύρω από τον πολιτισμό φέρνοντας σε δεύτερη μοίρα την πώληση κάποιας ηλεκτρονικής συσκευής ήχου ή εικόνας που το μαγαζί κατά κύριο λόγο διέθετε. Κάτι δηλαδή σαν μια άτυπη πολιτισμική συνωμοσία μεταξύ πελάτη και πωλητή, με τον δεύτερο να επιδιώκει να αυξάνει τον αριθμό των «μυημένων» στην κοινή προσπάθεια της αντίστασης κατά της παρακμής που γεννά μια αφυδατωμένη ζωή.

Αυτός ήταν ο Δημήτρης Ζωηρός.

Ένας πάνοπλος με πολιτισμικό υπόβαθρο αγωνιστής, αφιερωμένος στον αγώνα κατά του τέλματος και της μονότονης επανάληψης εξουσιαστικών μεγαλοστομιών. Ήξερε να ανακαλύπτει την αλήθεια και δεν δίσταζε να ξεμπροστιάζει την κενότητα του φαίνεσθαι, στοχοποιώντας κάθε ψηλό καπέλο επί κενού κρανίου. Ιδρυτής και πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης του Κιλκίς για πολλά χρόνια, θιασώτης του μέτρου και της ποιότητας και, πάνω απ’ όλα, ανυποχώρητος εχθρός του άδικου φώτιζε με τη στάση ζωής του τις σκοτεινές πλευρές του κοινωνικού μας γίγνεσθαι, μη φοβούμενος τις συνέπειες μιας «ισχυρής» δυσαρέσκειας.

Είμαι ευτυχής που με ετίμησε με τη φιλία του και υπερήφανος που συμμετείχα στην ομάδα κατασκευής του θερινού δημοτικού κινηματογράφου «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΩΗΡΟΣ», που θυμίζει ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στη δυσκολία του εκβραχισμού συνειδήσεων, και όχι στον εφησυχασμό της ημιμαθούς ευήθειας.

Από την ίδια ταινία του Γιάννη Τσιτσίμη (“Από τη κόλαση με αγάπη” – 1999)

Αυτός που υπήρξε ο πατέρας μας….

Του Γιάννη Τσιτσίμη

Τον Δημήτρη τον Ζωηρό ή καλύτερα τον «Δημητράκη» όπως τον φώναζαν πολλές φορές οι φίλοι του (μαζί κι εγώ αργότερα) τον γνώρισα για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσα από τις προβολές της κινηματογραφικής Λέσχης Κιλκίς στο σινέ «Άστρον». Ήταν η ψυχή, το ζωντανό κι ανήσυχο πνεύμα της λέσχης σε μια εποχή που κάθε Τρίτη στο Κιλκίς οι προβολές της ήταν γεγονός και το σινεμά γέμιζε από τον κόσμο που ερχόταν να μάθει (αν ήταν νέος) ή να ξαναδεί (αν ήταν παλιός) αριστουργήματα της 7ης τέχνης. Ο Δημήτρης μ’ εκείνο το εκπληκτικό κι αγέρωχο βλέμμα του, μ’ εκείνα τα πιο ανθρώπινα μάτια που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου, σε μαγνήτιζε από την πρώτη στιγμή κι αρκετές φορές προλόγιζε τις ταινίες κι άλλοτε πάλι μάλωνε εμάς τους νεότερους που δε διαβάζαμε το «έντυπο» της Λέσχης με την υπόθεση της ταινίας αλλά το πετούσαμε κάτω και καμιά φορά γελούσαμε ενώ δεν έπρεπε (!!!). Θυμάμαι εκείνη τη προβολή με τον Τσάρλι Τσάπλιν, «Τα φώτα της ράμπας» στα 1982 που διέκοψε ξαφνικά την προβολή, άναψε τα φώτα και μας απείλησε πως «αν συνεχίσετε να γελάτε ενώ η σκηνή είναι τραγική, θα πάρω την μπομπίνα και θα φύγω!»…

Έτσι κάπως ήταν τα πράγματα τότε στο μικρό κι αγαπημένο μου Κιλκίς. Αυθεντικά κι ανθρώπινα. Δυο λέξεις που ξεχάστηκαν στην πορεία του χρόνου από τους «καινούργιους» ανθρώπους που ήρθαν να το διοικήσουν, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία του Κιλκίς για κάποια άλλη ώρα. Ύστερα λοιπόν από την γνωριμία μας στη Λέσχη και καθώς εγώ είχα τρέλα με τον κινηματογράφο, με τον Δημήτρη ήρθαμε πολύ κοντά παρά τη διαφορά ηλικίας. Κι ανακάλυψα πόσο μεγαλείο, πόση τρέλα και πόση ελπίδα μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος. Σ’ εκείνο το κατάστημα μουσικής και δίσκων βινυλίου που διατηρούσε για πολλά χρόνια στην 21η Ιουνίου (δίπλα στο σημερινό φαρμακείο Χαλίτσιος, απέναντι από το καφεκοπτείο Κοζάρης) έμαθα κι αγάπησα τη μουσική ροκ κι από τότε, σαν ευλογία θαρρείς από τον Ζωηρό, έμεινα για πάντα σε αυτήν όπως και στο σινεμά που επίσης μου έμαθε αυτός ο αληθινός πνευματικός μου πατέρας.

Επομένως, πώς να μιλήσεις και τι να γράψεις για αυτόν που δόνησε την καρδιά σου και σε σημάδεψε ανεξίτηλα, γι’ αυτόν τον άνθρωπο που έγινα οπαδός του από την πρώτη στιγμή και είμαι ακόμη, 20 και βάλε χρόνια από τότε που μας άφησε. Στον Δημήτρη δεν ταιριάζουν οι νεκρολογίες και οι κοινωνικές ρήτρες, ο ίδιος έζησε έξω από στερεότυπα και αστικές συμβάσεις όσο μπορούσε κι επομένως το μόνο που του ταιριάζει είναι η πραγματική του εικόνα από τη στιγμή που άρχισα να κάνω παρέα μαζί του: οι σκέψεις του για την επανάσταση, τον σοσιαλισμό και την κοινωνική ανατροπή, η αγάπη του για την τέχνη και το θέατρο (είχε φύγει κάποια στιγμή από το Κιλκίς κι έμπλεξε μ’ ένα μπουλούκι ηθοποιών και γύριζε την επαρχία στη Νότια Ελλάδα…) οι αφηγήσεις, οι ιστορίες, οι φάρσες και οι πλάκες του μέσα στην καρδιά της νύχτας με τη συνοδεία ενός καλού κόκκινου κρασιού, ο κινηματογράφος ως ιδέα και όχημα ζωής, οι διακοπές σε κάμπινγκ στο αγαπημένο του νησάκι την Αμμουλιανή, η λογοτεχνία ως απάντηση στα αδιέξοδα του ατόμου, τα λόγια του έτοιμα να σε κατασπαράξουν ή να σε καταπραΰνουνε, ανάλογα με τις ανάγκες της κατάστασης, το ξέμπλεκο κουβάρι της ζωής μέσα από τα γαλανά του μάτια που κουβαλούσαν τον πόνο του σώματος αδιαμαρτύρητα και γοήτευαν τους συντρόφους του που τον έβλεπαν (δεν είναι υπερβολή) σαν αρχηγό τους, σαν δάσκαλο, σαν ένα στοιχειό που ρίζωσε στο Κιλκίς κι αποφάσισε να γίνει για πάντα ο φύλακας της πόλης…

Όπως και να ‘χει, τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε όλοι, χαθήκαμε λιγάκι απότομα – όπως συμβαίνει σε όλες τις «παλιές καλές παρέες»- με τον Δημήτρη όμως βρισκόμασταν πάντα όταν ερχόμουν στο Κιλκίς, αυτός στο μεταξύ είχε παντρευτεί κι είχε κάνει κι ένα γιο, η ζωή σάλπιζε τη συνέχειά της σ’ έναν κόσμο που άλλαζε, που έδειχνε αργά μα επώδυνα πως δεν είχε ανάγκη πια από τη γνώση, το βιβλίο, το σινεμά, τη φιλία, την πλάκα, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, μα από άλλα πράγματα, πιο «αναγκαία» όπως τις ξένες γλώσσες, τις καταθέσεις στην τράπεζα ή τα κινητά τηλέφωνα, η ζωή λοιπόν συνέχιζε τον δρόμο της προς έναν κόσμο που οι Ζωηροί είναι περιττοί γιατί λάμπουν πολύ και δεν αντέχει η καθημερινότητα και οι μικροαστοί τη λάμψη από τα μάτια τους.

Κι έτσι, ένα ήσυχο απόγευμα Πρωταπριλιάτικο, με παίρνει στο τηλέφωνο ο παλιός καλός φίλος Γιάννης Καραγιαννίδης, δημοσιογράφος, και μου λέει «χάσαμε τον Δημητράκη μας…». Ο αθεόφοβος, πήγε και πέθανε πρωταπριλιά και στην αρχή δεν το πιστεύαμε, ήμασταν σίγουροι πως κάνει πάλι μία από τις αξεπέραστες φάρσες του και ενώ εμείς στο μεταξύ θα θρηνούμε αυτός θα πεταχτεί από μια γωνιά κρυμμένος και θα βάλει τα γέλια με το χάλι μας…

Πιστεύω σαν αξία ζωής, πως ότι έζησε ως αυθεντικό κι αγνό, δεν χάνεται στον χρόνο. Επιστρέφει ξανά για να οδηγήσει εμάς τους υπόλοιπους σε καλύτερα μονοπάτια, σε καλύτερους δρόμους. Κι ο Δημήτρης ο Ζωηρός, ο αγαπημένος μου στην αιωνιότητα «Δημητράκης», υπήρξε πιο αυθεντικός απ’ όλους μας. Και είναι ακόμα κοντά μας. Τουλάχιστον εγώ τον κουβαλάω μέσα μου καθημερινά ολοζώντανο, να φωνάζει για τον Μπέργκμαν και τον Φελίνι, να συγκρίνει κομμουνισμό, σοσιαλισμό και αναρχία, να μυρίζει τον φελλό από το κρασί και να το αφήνει να πάρει αέρα χαμογελώντας, ν’ ακούει τζαζ δυνατά μέσα στο μαγαζί και να μην μπορεί ο πελάτης να μιλήσει, να μαλώνει με τους πρωινούς τροχονόμους που τον έγραψαν για παράνομο παρκάρισμα, να βάζει δυνατά στα ηχεία του σπιτιού του έξω στο μπαλκόνι (!!!) κλασική μουσική ως αντίπραξη στα εξωτερικά μεγάφωνα της εκκλησίας, να γκρινιάζει για την εξουσία και να υποστηρίζει το ΕΣΚ του Αρσένη, να μιλά με βροντερή φωνή για την Ηθική, την αξιοπρέπεια, την τιμή του δρόμου των μοναχικών, να σερβίρει γραβιέρα και να γελάνε τα μουστάκια του, να περιμένει την Αριστερά για ένα καλύτερο αύριο, να μοιάζει ολοένα και περισσότερο καθώς τον φόρτωνε ο χρόνος με ήρωα από ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, χαρακτήρας κινηματογραφικός που κουβαλάει ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα μαζί.

Και λίγο πριν κλείσω αυτή τη γραφή μνήμης, θα συμπληρώσω πως είχα την χαρά να τον σκηνοθετήσω σε μια σκηνή στην πρώτη μου μικρού μήκους ταινία «Από την κόλαση με αγάπη» το 1999, γυρισμένη μάλιστα μέσα σ’ εκείνο το μοναδικό κατάστημα δίσκων, λίγα χρόνια πριν φύγει για έναν θάνατο που ποτέ του δε φοβήθηκε στιγμή εκείνος ο εκπληκτικός σύντροφος, ο καταγόμενος από τη Στρώμνιτσα όπως πολλοί άλλοι παλιοί μας συμπολίτες. Και για να δώσω ένα τέλος σ’ έναν άνθρωπο που δεν τελειώνει ποτέ, θα χρησιμοποιήσω τη μόνιμη επωδό-ατάκα του σύγχρονου σήριαλ Mandalorian (παράλληλη ιστορία του Star Wars) που είμαι σίγουρος πως αν ζούσε ο Δημητράκης θα βλέπαμε παρέα κι ας ήταν εκείνος της «κουλτούρας» κι εγώ της περιπέτειας:

«Αυτός είναι ο δρόμος».

«Αυτή είναι η ατραπός».

Σ ευχαριστώ, Δημήτρη, γιατί μου έδειξες τον δρόμο…

Ο Τάκης στο κήπο του σπιτιού που γεννήθηκε

Τάκης Ζωηρός: Ο πολιτισμός, η πόλη, ο άνθρωπος…

Μια, δυστυχώς, αναντικατάστατη απουσία.

Του Γιώργου Φλωρίδη.

«Γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά», ακουγόταν η φωνή του Κώστα Χατζή από το πικάπ του Νάσου, στο καφενεδάκι του Μακρή, εκεί στην άκρη του μικρού μου χωριού.

«Ποιος είναι αυτός που γκαρίζει έτσι ρε Νάσο;», τον πείραζαν κάποιοι περαστικοί χωριανοί.

«Μην τους δίνετε σημασία παιδιά», ήταν η προτροπή του Νάσου προς τη μικρή μας παρέα, που τον συντρόφευε όταν έφερνε από το σπίτι του το πικάπ στο καφενείο, περισσότερο για τη δική μας ψυχαγωγία. Δεκαεξάχρονοι μαθητές του Γυμνασίου τότε εμείς κι εμάς διάλεγε για παρέα του ο κατά πολύ μεγαλύτερος Θανάσης, αφού οι χωριανοί τον θεωρούσαν παράξενο και λίγο λοξό, για τα δικά τους πρότυπα.

Για μας, ήταν ο «δάσκαλος» που μας έβαζε ν’ ακούμε τους δίσκους του Κώστα Χατζή και του Διονύση Σαββόπουλου, αφού δεν είχαμε τρόπο να τους ακούσουμε στα σπίτια μας. Δεν είχαμε πικάπ και το ραδιόφωνο, χρόνια της δικτατορίας άλλωστε, δεν είχε τέτοιες προτιμήσεις. «Αναγέννησις-Αλόννησος» τραγουδούσε ο Χατζής, «Το περιβόλι του τρελλού» ο Σαββόπουλος. Μοναδική μουσική εμπειρία!

Ο Νάσος είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό και έβοσκε τα πρόβατα της οικογένειας στον μεγάλο κάμπο και τους λόφους του χωριού. Όπως μας έλεγε, για να «εμπλουτίσει» τις γνώσεις του, κάθε φορά που περνούσε το τρένο, (το χωριό είχε σιδηροδρομικό σταθμό), οδηγούσε το κοπάδι παράλληλα με τις σιδηροδρομικές γραμμές και μάζευε τα αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών που πετούσαν οι επιβάτες από τα παράθυρα και στα οποία είχαν τυλίξει για το ταξίδι τους, λίγο ψωμί, σαλάμι ή χαλβά.

Αργότερα, άρχισε να αγοράζει βιβλία. Καζαντζάκη κυρίως, αλλά και Νίτσε. Μας δάνεισε τον «Ζορμπά» και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».

Για τα λίγα παιδιά του χωριού ήταν η πρώτη μας, μοναδική επαφή με τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ο Νάσος καθόρισε, χωρίς να το επιδιώκει, ένα σημαντικό μέρος των αντιλήψεών μας για τον πολιτισμό.

Χρόνια αργότερα, Δικηγόρος πια στην πόλη της περιοχής μας, πήρα το δικό μου πικάπ. Κι άρχισα να φτιάχνω τη δική μου βιβλιοθήκη.

Μετά το Νάσο του χωριού μου, η τύχη μου συνεχίστηκε και, μάλιστα, κάτω από το γραφείο μου, με το δισκάδικο του Τάκη Ζωηρού. Δεν συνεχίστηκε απλώς, αλλά έφτασε σε επίπεδα που δεν μπορούσα να φανταστώ.

Ο Τάκης σε γοήτευε από την πρώτη στιγμή. Γιατί σου έδινε την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον του δεν ήταν να πουλήσει δίσκους ή πικάπ, αλλά να καταλάβει τα μουσικά σου ενδιαφέροντα και να δει πώς θα τα εμπλουτίσει. Ήθελε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους που έμπαιναν στο δισκάδικο, είτε αυτοί ζητούσαν τα λεγόμενα «σκυλάδικα», είτε έντεχνα, είτε δίσκους τζαζ ή κλασικής μουσικής. Οι γνώσεις του ατέλειωτες, η ευγένειά του μοναδική, η αγάπη του για τη μουσική απέραντη. Ένα μόνιμο καμπούριασμα, ατύχημα της παιδικής του ηλικίας, προσέθετε μια μοναδική γλύκα στην καλοσυνάτη του εμφάνιση.

Δεν έχω γνωρίσει κάποιον άλλο που να ταιριάζει καλύτερα στη φράση του Τσαρούχη «Αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος».

Όταν είχε τη δυνατότητα επιλογής, διάλεγε λίγους ανθρώπους για βαθιές συζητήσεις. Κοινωνικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές. Στο δισκάδικο έβλεπες κάποιους ανθρώπους της πόλης που δεν σύχναζαν στις καφετέριες και τα καφενεία. Κάποιοι θα τους έλεγαν περιθωριακούς. Στην πραγματικότητα ήταν οι πιο ενδιαφέροντες, με ξεχωριστά γούστα. Αυτόν τον κύκλο των ανθρώπων, μόνο γύρω από τον Τάκη Ζωηρό μπορούσες να τον συναντήσεις.

Αγάπησα πολύ το έντεχνο, αλλά και το λαϊκό ελληνικό τραγούδι, μέσα από τη δική του καθοδήγηση. Διακριτική πάντα και χωρίς διάθεση διδακτισμού. Έπειτα ήρθε η τζαζ και στη συνέχεια η κλασσική μουσική.

Ένα βράδυ αργά, αφού είχαν κλείσει τα μαγαζιά, τηλεφώνησε στο γραφείο. «Αν είσαι ακόμα επάνω, έλα από δω». Κατέβηκα. Κλείδωσε την πόρτα. Ήταν βαθιά θλιμμένος. Είχε πεθάνει κάποιος φίλος του που έμενε μακριά και δεν το έμαθε έγκαιρα. «Έχεις ακούσει το Adagio του Albinoni;» με ρώτησε. Δεν το είχα ακούσει. Το έβαλε και όταν αυτή η μοναδική μουσική πλημμύρισε το χώρο, άρχισε να κλαίει σιωπηλά για τον φίλο του που δεν μπόρεσε να τον αποχαιρετίσει.

Εκείνο το δισκάδικο, ήταν η μουσική σχολή της πόλης. Πολλοί αγάπησαν τη μουσική κυριολεκτικά εκεί μέσα. Η χαρά του ήταν όταν έβλεπε κάποιον ν’ αγοράζει ένα δίσκο και μετά από μέρες έναν άλλο και έναν άλλο. Και ακόμα μεγαλύτερη, όταν διακριτικά πάντα, προσπαθούσε να τον οδηγήσει σε κάτι που θεωρούσε πιο ποιοτικό. Το εμπορικό αποτέλεσμα τού ήταν αδιάφορο.

Δεν ξέρω αν η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν ο κινηματογράφος. Δεν έχει, άλλωστε καμιά σημασία. Η σχέση του και με τη μουσική και με τον κινηματογράφο ήταν αξεπέραστη.

Μικρό παιδί, με το κασελάκι του πήγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης για να πουλήσει σπόρια, στραγάλια και τσίχλες στους θεατές. Εκεί μαγεύτηκε από το σινεμά. Σίγουρα όχι από τις πολλές ταινίες που παίζονταν τότε, αλλά από τα μοναδικά συναισθήματα που δημιουργεί η μεγάλη οθόνη. Όταν απέκτησε την οικονομική δυνατότητα, οι κινηματογραφικές αίθουσες της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Αθήνας κάποιες φορές, προσέφεραν ό,τι αναζητούσε.

Όμως και αυτό τον πλούτο, δεν ήθελε να τον κρατήσει για τον εαυτό του. Έτσι βρήκε τον καλύτερο τρόπο να τον μοιραστεί. Μαζί με μια μικρή παρέα φίλων του, δημιούργησε την Κινηματογραφική Λέσχη της πόλης. Προσφορά ανεκτίμητη. Κάθε Τρίτη, οι προβολές της Λέσχης ήταν για πολλά χρόνια μοναδικό, ανεπανάληπτο γεγονός. Ο Γιάννης Καραγιαννίδης, εξαίρετος συμπαραστάτης του και συνεχιστής της προσπάθειας όταν ο Τάκης αποσύρθηκε.

Όταν κάποια χρόνια αργότερα, η πόλη φιλοξένησε τις περιφερειακές εκδηλώσεις του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα των προβολών υπήρξε κοσμοπλημμύρα, ιδιαίτερα από νέους, γεγονός που επισημάνθηκε με εντυπωσιακά δημοσιεύματα από μεγάλες εφημερίδες των Αθηνών.

Ήταν οι πλούσιοι καρποί της Κινηματογραφικής Λέσχης.

Μπορεί, τελικά, ένας άνθρωπος να επηρεάσει τόσο πολύ την πολιτισμική δραστηριότητα ενός τόπου;

Η περίπτωση του Τάκη Ζωηρού οδηγεί σ’ ένα απόλυτα ανεπιφύλακτο ναι.

Τι μένει μετά;

Σίγουρα όλα όσα χάρηκαν και απόλαυσαν κάποιοι άνθρωποι. Και στην περίπτωση του Τάκη Ζωηρού, αυτοί δεν ήταν λίγοι. Στη μουσική και στον κινηματογράφο.

Αυτό που σίγουρα δεν ευτυχίσαμε για τη συνέχεια στον μικρό μας τόπο, ήταν μια πιο μόνιμη θεσμική πολιτιστική λειτουργία για το μέλλον. Όμως αυτό αφορά όλους εμάς, τους «ζώντες τους περιλειπόμενους» και όχι εκείνον που πριν από είκοσι χρόνια μας άφησε για το μεγάλο του ταξίδι στον Ουρανό.

Ήταν σπουδαία έμπνευση του Χρήστου Σπίγγου και της τότε Δημοτικής Αρχής, να δοθεί το όνομα «Δημήτρης Ζωηρός» στο θερινό Δημοτικό Σινεμά της πόλης, στον Λόφο του Άη Γιώργη. Η ελάχιστη και ταυτόχρονα η παντοτινή τιμή σ’ έναν άνθρωπο που τον προσωπικό πολιτισμικό του πλούτο, τον μοίρασε απλόχερα στη μικρή μας πόλη.

 

Σχόλια
One Response to “20 χρόνια χωρίς τον Δημήτρη Ζωηρό”
  1. Ο/Η Μαριάννα λέει:

    Καλό μου…..
    Πόσα μπορεί να κρύβει μια τόσο δα μικρή λεξούλα…
    Πόσα σ αγαπώ φωνάζει…
    Κι αυτά τα μάτια που λαχταρουσαν για γνώση…
    Πόσο σοφούς μας έχεις κάνει στο διάβα σου από αυτόν τον τόπο…
    Πόσο τυχεροί όλοι εμείς που σταθήκαμε πλάι σου και αφουγκραστηκαμε την ψυχή και το πνεύμα σου…
    Καλό μου…σ ευχαριστώ…

Σχολιάστε