My Twitter Feed

9 Νοεμβρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Αναθεώρηση μέτρων ζητάει το ΕΒΕ -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Ιός: Μια ακόμα “μαύρη” μέρα -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Σιωνίδης εναντίον διοικητή ΓΝΓ! -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Το χειρότερο Σ/Κ της πανδημίας! -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Η συνάντηση φίλων Γ. Παπανδρέου -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Νέα μέτρα για είσοδο σε υπηρεσίες -

Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου, 2021

Άφαντοι ακόμα, 37 καθηγητές -

Σάββατο, 6 Νοεμβρίου, 2021

Συνάντηση για τον Γ. Παπανδρέου -

Παρασκευή, 5 Νοεμβρίου, 2021

Υπαίθριοι φωτογράφοι

Του Θανάση Βαφειάδη.


Οι πρώτοι υπαίθριοι φωτογράφοι εμφανίσθηκαν στην Ελλάδα γύρω στα 1912-13. Με το επάγγελμα αυτό ασχολήθηκαν και ορισμένοι πρόσφυγες από τη Ρωσία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη μετά το 1922.

Οι υπαίθριοι φωτογράφοι εργάζονταν με την χαρακτηριστική ξύλινη μηχανή τους, που την έστηναν επάνω σε ένα τρίποδα και εμφάνιζαν τη φωτογραφία επί τόπου. Δεν χρησιμοποιούσαν αρνητική πλάκα αλλά φωτογραφικό χαρτί, που πάνω του αποτυπωνόταν το φωτογραφικό είδωλο. Η εμφάνιση γινόταν σε ένα μικρό σκοτεινό θάλαμο. Η μηχανή τους ήταν κατασκευασμένη από δυο τμήματα: το μπροστινό, όπου βρίσκονταν η φυσούνα κι ο φακός με το διάφραγμα και το πίσω, που ήταν ξύλινο και περιελάμβανε το σκοτεινό θάλαμο και το πλαίσιο που συγκρατούσε το χάρτινο αρνητικό. Πίσω από το ξύλινο κιβώτιο υπήρχε ένα μαύρο υφασμάτινο κάλυμμα που σκέπαζε το μισό κορμί του φωτογράφου.

Ο φωτογράφος έστηνε τον πελάτη απέναντι του και μέσα από το κουτί, βλέποντας αντεστραμμένο το σώμα, ρύθμιζε την απόσταση. Άλλοτε έστελνε τους φωτογραφιζόμενους προς τα πίσω και άλλοτε έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω ο ίδιος. Στη συνέχεια, με μια τελετουργική κίνηση, αφαιρούσε το μπρούτζινο καπάκι από το φακό και το κρατούσε ψηλά με το χέρι του σε όλη τη διάρκεια της λήψης της φωτογραφίας. Κατόπιν το τοποθετούσε ξανά στο φακό και έβαζε το κεφάλι του στο σκοτεινό θάλαμο. Επειδή η λήψη της φωτογραφίας στην ύπαιθρο δεν ήταν στιγμιαία (ενσταντανέ) αλλά απαιτούσε κάποια διάρκεια (πόζα) για να κρατηθούν ακίνητα τα μικρά παιδιά και να κοιτάζουν ταυτόχρονα το φακό της μηχανής, τους εφιστούσε την προσοχή με τη γνωστή φράση «κοιτάξτε εδώ που θα βγει το πουλάκι». Το φωτογραφικό χαρτί τοποθετούνταν στα κατάλληλα υγρά και η φωτογραφία εμφανιζόταν σιγά – σιγά. Σκούπιζε με την πετσέτα το χαρτί για να φύγουν τα υγρά και στη συνέχεια την έπλενε με νερό και την στέγνωνε Το καλοκαίρι τοποθετούσε τα μπουκάλια για την εμφάνιση και τη στερέωση σε ένα κουβά με νερό, για να διατηρούνται τα υγρά δροσερά και σε σταθερή θερμοκρασία. Ακολουθούσε το ρετουσάρισμα και στη συνέχεια έπαιρνε το ψαλιδάκι και έκανε δόντια στο πλαίσιο.

Η φωτογραφική μηχανή ήταν βαμμένη με διάφορα χρώματα σύμφωνα με τα γούστα του φωτογράφου και διακοσμημένη με τις καλύτερες φωτογραφίες του, για να τις βλέπουν οι πελάτες και να κρίνουν τη δουλειά του. Υπήρχαν και ενσωματωμένα καθρεφτάκια που εξυπηρετούσαν τους πελάτες που ήθελαν να χτενιστούν πριν φωτογραφηθούν.

Οι πλανόδιοι φωτογράφοι χρησιμοποιούσαν συχνά πτυσσόμενα ζωγραφιστά φόντα που τα έστηναν στον τόπο της δουλειάς τους τα οποία συνήθως ήταν τα πάρκα, οι πλατείες ή τα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων. Αυτός που επρόκειτο να φωτογραφηθεί στεκόταν είτε μπροστά από το αναμνηστικό φόντο ή τοποθετούσε το κεφάλι του πίσω από το άνοιγμα που υπήρχε σε ορισμένο σημείο του φόντου.

Για τους φωτογραφιζόμενους φαντάρους της προπολεμικής περιόδου ο Σταύρος Λίβας έγραφε: «Την Κυριακή που η έξοδός τους άρχιζε αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, «στη γωνία του Φελέκη», εκεί στην αρχή της οδού Χαλκέων, «στήνονταν» μπροστά σε κάποιο πανώ, με χρωματιστά βάζα με λουλούδια και περιστέρια, κι ένα μεγάλο «Ενθύμιον Στρατού», για μια φωτογραφία, για κάποια μητέρα ή αρραβωνιαστικιά, στο μακρινό χωριό. Από τις «βιτρίνες» του κινητού φωτογραφείου μπορούσαν να διαλέξουν την «πόζα» που προτιμούσαν. Είτε μόνοι, με το δεξί χέρι ακουμπισμένο στη ζωστήρα, το κεφάλι ψηλά και τη ματιά καρφωμένη στο άπειρο. Είτε μαζί με κάποιο φίλο ή συγχωριανό, με τα χέρια δεμένα «χιαστί» ως «ενθύμιον παντοτινής φιλίας».

Εκτός από το μόνιμο στέκι τους ή τις μετακινήσεις στους δρόμους της πόλης οι υπαίθριοι φωτογράφοι έκαναν και μακρινές διαδρομές σε χωριά όταν γινόταν κάποιο πανηγύρι. Φόρτωναν σε ένα υποζύγιο τον τρίποδα με τη βαριά φωτογραφική μηχανή, μαζί και το πτυσσόμενο φόντο και άρχιζαν τη μακρά πεζοπορία. Τις περισσότερες φορές πληρωνόταν σε είδος, πουλερικά ή αυγά, που αποτελούσαν το «νόμισμα» των χωρικών. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, μετέπειτα βουλευτής του ν. Κιλκίς, περιέγραψε ένα τέτοιο περιστατικό στο πανηγύρι της Μεγάλης Στέρνας, όπου είχε πάει με τον πατέρα του Θωμά, έναν από τους πρώτους υπαίθριους φωτογράφους της πόλης μας: «Όταν φτάσαμε στο πανηγύρι στήσαμε σε μια περίοπτη θέση την τρίποδη φωτογραφική μηχανή και σε τρία μέτρα αντίκρυ από το φακό της κρεμάσαμε στον κορμό ενός δέντρου το μεγάλο φόντο με τις διακοσμητικές απεικονίσεις επάνω στο γυαλιστερό μουσαμά με διάφορα φανταχτερά λουλούδια και αρχαίες ελληνικές κολώνες».

Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά καθώς στο πανηγύρι δεν υπήρχε άλλος φωτογράφος και το μόνο πρόβλημα ήταν ότι οι πελάτες πλήρωναν μόνο με αυγά και πετεινάρια, με αποτέλεσμα να γεμίσει από αυτά το μεγάλο καλάθι με τα άχυρα. Τότε ο πατέρας του σταμάτησε τη διαδικασία της φωτογράφησης και χτυπώντας το κουδούνι που είχε για να τραβάει την προσοχή, είπε στους πελάτες που περίμεναν υπομονετικά να φωτογραφηθούν: «Απ’ αδά κι’ υστερνά μαναχόν παράδες και κοσσάρας. Όχι άλλα οβά και πετεινάρια». Η φωτογραφική μηχανή του Θωμά Παπαδόπουλου κοσμεί το Λαογραφικό Μουσείο Κιλκίς, το οποίο προς δόξαν τόσον της παρούσας δημοτικής αρχής όσο και της προηγούμενης παραμένει κλειστό. Άλλωστε τι τα χρειαζόμαστε τα μουσεία;

Άλλοι υπαίθριοι φωτογράφοι στο Κιλκίς ήταν ο Παναγιώτης Ιωαννίδης που καταγράφεται σε εμπορικό οδηγό του 1937-38 και ο Ματθαίος Παπαδόπουλος. Ο Ματθαίος είχε μάθει τη φωτογραφική τέχνη από το Λάζαρο Φελέκη που έκανε κι αυτός υπαίθριες φωτογραφήσεις. Ο Χαράλαμπος Μαυρόπουλος, που αναφέρεται στον κατάλογο του ΤΕΒΕ (1957), δούλευε στο νοσοκομείο και παράλληλα σαν πλανόδιος φωτογράφος.

Οι υπαίθριοι φωτογράφοι μπορεί να μην εισέπρατταν μεγάλες αμοιβές υπηρετώντας την τέχνη τους, εισέπρατταν όμως τη γκρίνια των πελατών όταν η φωτογραφία δεν ήταν καλή και σίγουρα τα περιπαικτικά σχόλια όσων συνόδευαν τους φωτογραφιζόμενους:

-Κύτταξε, κυρ φωτογράφε να μη του στραβώσης τη μύτη.
-Να τον κάνης ασίκη, γιατί θα τον παρατήση η αρραβωνιαστικιά του.

Κάποιες φορές τους «περιποιούνταν» καταλλήλως και οι στιχουργοί, όπως αποτυπώνεται και στο ρεφρέν του γνωστού τραγουδιού:

-Φωτογράφε, φωτο χάλια
μ’ έβγαλες με δυο κεφάλια.

Τουλάχιστον οι φωτογράφοι που διέθεταν στούντιο, στους οποίους θ’ αναφερθώ στην επόμενη ανάρτηση, είχαν και τα τυχερά τους, όπως ο Βέγγος στην ταινία «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» που παθαίνει πολλαπλά εγκεφαλικά όταν φωτογραφίζει την εκρηκτική Γκιζέλα Ντάλι.

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε