My Twitter Feed

18 Απριλίου, 2024

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Δραματικό SOS της Παθολογικής! -

Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Το Κιλκίς και η αρχιτεκτονική του -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Οι υποσχέσεις καλά κρατούν! -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για το ψηφοδέλτιο -

Κυριακή, 14 Απριλίου, 2024

Επίσκεψη του Γ. Μανιάτη -

Σάββατο, 13 Απριλίου, 2024

Διευρύνουν τη συνεργασία τους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Στις κάλπες για τους υποψήφιους -

Παρασκευή, 12 Απριλίου, 2024

Οι δήμαρχοι για το 2ο τμήμα ΑΕΙ -

Πέμπτη, 11 Απριλίου, 2024

Το υβρίδιο της…

omiros-taxmazidis

…«κεντροαριστεράς» και οι λόγιοι υποστηρικτές του.

Του Όμηρου Ταχμαζίδη

Η «κεντροαριστερή διανόηση»: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας: λογοτέχνης. Έχει συγγράψει αρκετά λογοτεχνικά βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα. Στη δημοσιογραφία έχει εργασθεί και εργάζεται, ως αρθρογράφος στις εφημερίδες «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη». Ο πολιτικός του λόγος είναι ένα ακατέργαστο μεταμοντέρνο κράμα εθνολαϊκισμού, αντιδεξιάς ρητορικής και ακατάσχετου αντικομουνισμού – δήλωσε ευθύς εξ αρχής τη στήριξή του στον  «κεντροαριστερό» «Κοινωνικό Σύνδεσμο» του Γιώργου Φλωρίδη. [Βλ. τα άρθρα μου: «Το υβρίδιο της αριστεράς και άλλα συναφή», «Το υβρίδιο της «κεντροαριστεράς» και η σοσιαλιστική αριστερά»].

Στο συγγραφέα έχουν δοθεί διάφορα βραβεία. Πρόκειται για έναν προβεβλημένο και αυτοπροβεβλημένο παράγοντα του λόγου: στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ήταν και είναι «στα μέσα και στα έξω»: παρουσιαστής βιβλίων, κριτικός, φιλοξενούμενος σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, δίδει συνεντεύξεις, παραβρίσκεται σε εκδηλώσεις, έχει άμεση εμπλοκή σε διάφορες εκδοχές του πολιτικού, προσφάτως εκδήλωσε μέσω κάποιας υποψηφιότητας την επιθυμία του να εμπλακεί και στα εσωτερικά του πανεπιστημίου «Μακεδονίας», αρθρογραφεί σε τακτική βάση στην εφημερίδα «Μακεδονία» («Αστειατόριον»), στην οποία έχει υψηλόβαθμη θέση στη διοικητική της ιεραρχία. Στα δημοσιογραφικά του κείμενα ασκεί διαχρονικώς μια προκλητική, ενίοτε και  επιθετική κριτική, με ειρωνικό στόμφο δέκα καρδιναλίων – η ειρωνεία στη μεταμοντέρνα εκδοχή της ως επίγνωση του κενού, του αθεμελίωτου των ισχυρισμών, όπως εύστοχα παρατήρησε και ανέλυσε ένας από τους κορυφαίους της σύγχρονης αμερικανικής Αριστεράς, ο φιλόσοφος RichardRorty. Παραδόξως η περίπτωση του Γιώργου Σκαμπαρδώνη παρέμεινε εκτός δημόσιας κριτικής: και για τις δημοσιογραφικές του παρεμβάσεις, αλλά και για την καχεκτική λογοτεχνική προσφορά του – οι συχνά υβριστικές δημόσιες παρεμβάσεις του δεν προκάλεσαν τις αντίστοιχες αντιδράσεις.

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει και θαυμαστές και τούτο καθιστά την περίπτωσή του άκρως ενδιαφέρουσα – ένας ακόμη δείκτης του βαθμού καλλιέργειας του αναγνωστικού κοινού.

Τούτα για το δημοσιογραφικό λόγο του.

Η επιπολαιότητα, η χυδαιότητα και το θράσος με το οποίο αντιμετώπιζε τα διάφορα ζητήματα και έκφερε δημοσίως γνώμη ο συγκεκριμένος διάκονος του δημοσίου λόγου, λειτουργούσε αποτρεπτικά και δεν εκάμαμε το βήμα να εντρυφήσουμε στο λογοτεχνικό έργο του ατόμου: σε ένα μέρος του έργου του, διότι και οι αντοχές έχουν τα όριά τους – εντρύφηση είναι μια κουβέντα, εφόσον χρειάζεται υπομονή, επιμονή και γερά νεύρα για να τελειώσει κανείς ένα βιβλίο, όπως το «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» ή το «Ουζερί Τσιτσάνης». A propos, «Ουζερί Τσιτσάνης…»

Γίναμε θέατρο: Ο καλλιεργημένος αναγνώστης των δημοσιογραφικών κειμένων των Γιώργου Σκαμπαρδώνη, αργά ή γρήγορα, θα καταλήξει στο ερώτημα: τι είδους λογοτεχνικό ύφος δύναται να δημιουργήσει ένα άτομο, το οποίο γράφει με τόσο κακό τρόπο σε εφημερίδα; Ένα είδος δημοσιογραφικού – λογοτεχνικού Dr. Jekyll και Mr. Hyde;

Αν λάβει κάποιος υπόψη του και το γεγονός ότι το έργο «ανέβηκε» ως «θεατρικό» από το «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος», ο πειρασμός να ανιχνευθεί η πιθανώς αντιφατική ποιότητα της γραφής του Γιώργου Σκαμπαρδώνη καθίσταται ακόμη πιο ερεθιστική: ευρισκόμαστε ενώπιον ενός αρθρογράφου εφημερίδας με μειωμένες συγγραφικές ικανότητες, ο οποίος, όμως, μεταλλάσσεται αυτομάτως όταν συγγράφει λογοτεχνικά κείμενα; Ρηχά δημοσιογραφικά ευφυολογήματα από τη μια πλευρά και λογοτεχνικός λόγος ποιότητας από την άλλη;  Αξίζει να χαλαλίσει κανείς χρόνο για να μελετήσει  λογοτεχνικά κείμενα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη; Η πρόκληση μεγάλη…

Η γλώσσα: Να χαλαλίσει… Χαλάλ(ι) και χαλαλίζω, χαράμ(ι) και χαραμίζω. Δύο αραβικές λέξεις κλειδιά της μουσουλμανικής θρησκείας, οι οποίες εισήλθαν στη νέα ελληνική μέσω της τουρκικής(;). Η υπενθύμιση δεν έχει σχολαστικό χαρακτήρα: το «Ουζερί Τσιτσάνης», η ιστορία του μυθιστορήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη [παραπέμπω στη συνέχεια από: Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ουζερί Τσιτσάνης, 4η έκδοση 2002, Αθήνα, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη της Κατοχής, αλλά η γλώσσα του συγγραφέα είναι «εκ-καθαρισμένη» – ο συγγραφέας αγνοεί πλήρως την βαριά σκιά της τουρκικής στην καθομιλουμένη των πρώτων προσφύγων κατοίκων της πόλης. Η αφήγησή του είναι, κοντά στα άλλα, και για αυτό άχρωμη, ασφυκτικώς «ουδέτερη», άγευστη: δεν υπάρχει οσμή από τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής. Πρόκειται για αποστειρωμένη γραφή: in vitro.

Σκαμπανεβάσματα: Η κρατική τηλεόραση ετοιμάζει τώρα την τηλεοπτική εκδοχή του «μυθιστορήματος»: υποθέτουμε ότι όλοι οι αρμόδιοι θα έχουν γνώση του αντικειμένου και θα διαθέτουν τα ανάλογα κριτήρια επιλογής – υποθέτουμε… αλίμονο, «στην Ελλάδα ζούμε», όπως έχει καταντήσει να λέγει με έκδηλη μοιρολατρία, σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας.

Το μουρμουρητό: Ο δημοσιογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης, πριν κάποιο χρονικό διάστημα, διατύπωσε δημοσίως την άποψή του, για τη «μεταπολίτευση»: στο πλαίσιο του γενικότερου ρεύματος, ότι για όλα ευθύνεται μια κάποια υποστασιοποιημένη «μεταπολίτευση», η οποία, μεταξύ άλλων, είχε και ως κύριο χαρακτηριστικό της το «αριστερίστικο καριεριλίκι» – και άλλα παρόμοια φθηνιάρικα και φαιδρά, τα οποία δε ωφελεί να επαναλάβουμε. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης ζητά να απαλλαγούμε από τούτη την επάρατο «μεταπολίτευση»: θέλει να εκφράσει κάτι διαφορετικό ο συγγραφέας -έχουμε κάποιο είδος προβολής, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική ορολογία- και διστάζει;

Στην Θεσσαλονίκη μουρμουρίζονται διάφορα από συνομήλικους  και συμφοιτητές του: δυστυχώς ο πολιτισμός του ψιθυρισμού δηλητηριάζει τις πολιτικές σχέσεις και επιβάλλει την υποκρισία ως βασική συνθήκη των ανθρωπίνων σχέσεων – όποιος έχει κάτι να δηλώσει, οφείλει να το δηλώσει ευθαρσώς, χωρίς περιστροφές και φιοριτούρες.

«Ουζερί Τσιτσάνης» 0: Δε θεωρούμε το ομώνυμο «μυθιστόρημα» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη λογοτεχνικό έργο άξιο μνείας: δε θεωρούμε το Γιώργο Σκαμπαρδώνη λογοτέχνη άξιο μνείας. Είναι λογοτέχνης; Και τι είδους λογοτέχνης είναι;

Ο δημοσιογράφος: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι αδαής σε πάρα πολλά γνωστικά αντικείμενα, όπως όλοι μας: δεν είναι δύσκολο από τα δημοσιογραφικά του κείμενα να συμπεράνει κανείς τα κενά και τις ελλείψεις του. Τούτο δεν είναι τρομερό μειονέκτημα, το οποίο θα ημπορούσε να καταδικάσει κάποιον εκτός δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Αλλά ο ίδιος φαίνεται να αγνοεί τις ελλείψεις του και να υπερτιμά τις ικανότητές του: ως αποτέλεσμα προβάλλει στη δημοσιότητα η έπαρση του μισογραμματισμένου – η έπαρση ως έλλειψη βαθύτερης καλλιέργειας. Και επειδή τόσα χρόνια κανείς δεν τον «καταλόγιασε» δημοσίως συνεχίζει ακάθεκτος: εις βάρος του εαυτού του και του κοινωνικού συνόλου – η κριτική όταν γίνεται εγκαίρως προλαμβάνει πολλά ξεστρατίσματα.

«Ουζερί Τσιτσάνης» Ι: Ο ημερήσιος τύπος μας πληροφορεί: « …η διοίκηση της ΕΡΤ επιταχύνει τις διαδικασίες και δρομολογεί σε σύντομο χρονικό διάστημα την έγκριση ελληνικών σειρών. Σύμφωνα με πληροφορίες, από τα συρτάρια της ΕΡΤ ανασύρεται εκ νέου η σειρά του Μανούσου Μανουσάκη «Ουζερί Τσιτσάνης», η οποία έχει φτάσει στο τελικό στάδιο έγκρισης από την προηγούμενη διοίκηση της ΕΡΤ… Σε πρώτη γραμμή προτεραιότητας μπαίνει ήδη η σειρά εποχής «Ουζερί Τσιτσάνης», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και είχε εγκριθεί την περασμένη άνοιξη από τις επιτροπές σεναρίου και κοστολογίας». [εφημ. REALNEWS, Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012].

Η αποκοτιά: Ένα μυθιστόρημα, το οποίο «πείθει» θεατρικούς και τηλεοπτικούς σκηνοθέτες δεν πρέπει να είναι κάτι «εξαιρετικό» ή τουλάχιστον «υποφερτό»; Η διαπίστωση μετά την ανάγνωσή του: πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικώς αδύναμο – πιο κομψή έκφραση δε δυνάμεθα να εύρουμε για να προσδιορίσουμε τη λογοτεχνική αξία του.

«Ουζερί Τσιτσάνης» ΙΙ: Αναφέραμε παραπάνω κάποια στοιχεία για τη γλώσσα: όταν κάποιος επιχειρεί να αφηγηθεί μια μυθιστορία λαμβάνει υπόψη του το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, όπου διαδραματίζεται τούτη – το κείμενο θα πρέπει να ανταποκρίνεται στον καιρό και στον τόπο του. Η μυθοπλασία ως προς το χρόνο και τον τόπο δε δύναται να είναι αυθαίρετη – εκτός εάν οι πράξεις συντελούνται σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μυθοπλαστική ευχέρεια του συγγραφέα περιορίζεται από την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Από το βιβλίο απουσιάζουν οι γλώσσες της εποχής (ισπανοεβραϊκά, τουρκικά, γερμανικά – όπου τα χρησιμοποιεί γίνεται τούτο εντελώς επιφανειακά, ενίοτε και λανθασμένα- οι διάφορες ελληνικές ιδιόλεκτοι της καθημερινότητας, κυρίως τούτες): το αποτέλεσμα είναι οικτρό.

Η ιστορική αγνωσία: Ο δημοσιογραφικός λόγος του Γιώργου Σκαμπαρδώνης βρίθει από ανακρίβειες, παρερμηνείες, μονομέρειες αναφορικώς με διάφορα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα του παρελθόντος: τούτο εκδηλώνεται με απροκάλυπτο τρόπο και στις λογοτεχνικές προσπάθειες του, κυρίως στα μυθιστορήματα.

«Ουζερί Τσιτσάνης» ΙΙΙ: Το μυθιστόρημα «Ουζερί Τσιτσάνης» έχει λίγο από όλα: ολίγη αντίσταση, ολίγη πρόγευση εμφυλίου, ολίγη καθημερινότητα, ολίγο από τη ζωή των Εβραίων – η πραγματική ζωή της καθημερινότητας έχει παραμερισθεί τελείως και όλα φαίνονται να διαδραματίζονται σχεδόν σε κενό πολιτικών και ηθικών διαστάσεων. Έτσι όταν δοκιμάζει ο συγγραφέας να εμβαθύνει, βυθίζεται στην αποτυχία. Αναφέρει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης για την περίπτωση των Ισραηλιτών πολιτοφυλάκων:

«Αρχηγός τους, ο Χαρσόν. Λένε ότι είναι πιο σκληρός και φονικός απ΄ τους Ναζί – σε βαθμό που και οι ίδιοι οι γκεσταπίτες να τον φοβούνται». [σ. 56]

Είναι προφανές: η επιπολαιότητα δεν γνωρίζει όρια – η προσπάθεια μόρφωσης ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα με γνωρίσματα ακραίας σκληρότητας δεν είναι δυνατόν να ανατρέπει την ιστορική πραγματικότητα και τη στοιχειώδη ηθική και ιστορική  λογική.

Το «θύμα» δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζεται, ούτε και λογοτεχνικώς, ως σκληρότερο και πιο φονικό από το διώκτη του: ο «Εβραίος» δεν είναι δυνατόν ως θύμα να είναι πιο σκληρός και φονικός από τον γκεσταπίτη!!!

Αντισημιτισμός: Είναι προφανές ότι με τον τρόπο τούτο σχετικοποιεί ο συγγραφέας την απόλυτη βία. Και, μάλιστα, σε σχέση με την πηγή της ίδιας της απόλυτης βίας. Στο βάθος διακρίνεται εκείνος ο αντισημιτισμός με την στολή παραλλαγής, τον οποίο απαντούμε και σήμερα ως «επιχείρημα», σε σχέση με την πολιτική του Ισραήλ: «κάνουν τα ίδια με εκείνα που έπαθαν» ή «κάνουν τα ίδια και χειρότερα» – έτσι και ο Εβραίος Χαρσόν του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «είναι πιο σκληρός και φονικός από τους Ναζί…».

Πλήρης διαστροφή των πάντων: ο Χαρσόν, το αρχέτυπο του «αιώνιου Εβραίου», το απόλυτο κακό – πιο πάνω και από την υπαρκτή ιστορική ενσάρκωση του κακού. Σε αυτόν αποδίδονται τα πιο σκληρά χαρακτηριστικά απανθρωπίας ακόμη και σε σχέση με το χειρότερο εκπρόσωπο εκείνης της παρανοϊκής τυραννίας, η οποία επινόησε τη  βιομηχανία εξόντωσης: τον γκεσταπίτη.

Πολιτική αφέλεια, έλλειψη ιστορικής γνώσης, ένδεια ανθρωπιστικής παιδείας, μειωμένη ηθική αντίληψη για την πραγματική διάσταση ορισμένων πραγμάτων, αντισημιτισμός; Σε κάθε περίπτωση αναφερόμαστε σε λογοτεχνικό είδος χαμηλής στάθμης. Λογοτεχνία;

«Ουζερί Τσιτσάνης» IV: Η λογοτεχνία: τέχνη του λόγου- ο μυθιστοριογράφος δεν αφηγείται γενικώς και αορίστως, αλλά επιχειρεί να αφηγηθεί με συγκεκριμένο γλωσσικό ύφος, άξιο ακρόασης και ανάγνωσης. Το μυθιστόρημα «Ουζερί Τσιτσάνης» απέχει πολύ από εκείνο το σημείο που θα ημπορούσε, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να θεωρηθεί αξιόλογο κείμενο. Η γραφή του Θεσσαλονικιού δημοσιογράφου είναι ορισμένες φορές παιδαριώδης, φαιδρή, γελοία, αηδιαστική:

«Έχει βλέμμα παράξενο, εξωφρενικό, σαν γουρούνι που σκέφτεται να κλάσει». [σ. 360] Πως κοιτούν τα γουρούνια όταν σκέπτονται να κλάσουν, και τι σχέση έχει τούτο με κάποιον, ο οποίος εκτελείται μεσοστρατίς; Τι σχέση έχει τούτο το γελοίο ύφος γραφής με τη λογοτεχνία; «Το στιλ, στιλέτο, δίκοπο κοφτερό λεπίδι’ κόβεις και κόβεσαι». [Ύφος γραφής, ύφος ζωής, Ταχμαζίδης Όμηρος: Υλικά φιλοσοφικής γραφής, 2007]

Παιδαριώδης αφήγηση: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης διανθίζει το κείμενό του με διάφορες μικροϊστορίες υπό την μορφή ανεκδότων. Η γραφή του  συχνά κινείται σε παιδαριώδες επίπεδο, εξίσου παιδαριώδεις είναι και οι διάφορες μικροϊστορίες, οι οποίες παρεκβαίνουν, πολλές φορές εντελώς ξεκάρφωτα, στην αφήγησή του:

«Ο Τραγούδας, με ύφος περιφρονητικό:

–         Πάλι ποντιακά σκέφτεσαι… προχτές κάτι δικοί μου σφάξαν ένα κλεμμένο κατσίκι κι ο ένας έφαγε και το λουρί, που κρέμονταν το κουδούνι… το ΄φαγε, και την άλλη ημέρα ανεβάζει πυρετό.

Ο Γραβατάκιας:

-Απ΄ τα μικρόβια;

-Ποια μικρόβια, ρε… το μόνο που τον πείραξε στο στομάχι ήταν τα πιρτσίνια, οι μεταλλικές κουμπότρυπες που είχε το πετσί για να κουμπώνει…» [σ. 160]

Παραβλέπω τα περί ποντιακής νοήσεως, εφόσον ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης φαίνεται πως αγνοεί, ότι όλη η ρατσιστική φλυαρία περί  μειωμένης ευφυίας των Ποντίων είναι πολύ πρόσφατο φαινόμενο: εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος ρατσισμός, άλλου είδους ήταν η αντιπροσφυγική μισαλλοδοξία.

Η παρένθετη ανεκδοτολογική ιστορία είναι φαιδρή, παιδαριώδης. Δεν ημπορούν τούτες οι συρραφές φθηνών ανεκδοτολογιών, οι οποίες θυμίζουν ιστορίες αργόσχολων εφήβων σε σφαιριστήριο εργατικής συνοικίας περασμένων δεκαετιών, να θεωρούνται λογοτεχνία.

Σκατολογικά: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει μια προτίμηση στο περιττώματα: θα άξιζε τον κόπο μια σκατολογική προσέγγιση στα κείμενά του- scatology στην αγγλική από το αρχαίο ελληνικό σκώρ- σκατός και λόγος (εξ ου και σκωραμίς = καθήκι).

Σκατολογία και λογοτεχνία, λοιπόν – εντρυφήσεις στο χώρο του αηδιαστικού:

«Ο Τσιτσάνης είχε βάλει το χέρι του μέσα από την πιτζάμα του – μια δικιά μου παλιοπιτζάμα- και συνεχίζει να βογκάει, να ξύνεται. Ο Τσανάκας τρίβοντας τα μάτια του:

-Τι έπαθες ξαφνικά, ρε παλαβωμένε Τσίλα;

Εκείνος, γυρίζει γύρω γύρω και ξύνεται σαν τρελός, φωνάζοντας:

-Ένας κοριός στον κώλο μου! Και βάζει το χέρι μέσα από το σώβρακο με ανυπομονησία. Στέκει, τουρλώνει τον πισινό του, ψάχνει. Μετά τραβάει ξαφνικά, κι ύστερα βγάζει προσεκτικά το χέρι κρατώντας στα δάχτυλα κάτι μαυριδερό, σαν έντομο. Το πλησιάζει στο πρόσωπό του και το κοιτάζει προσεκτικά κόντρα στη λάμπα. Ύστερα το μυρίζει κάνει ένα μορφασμό αηδίας.

Ο Τσανάκας:

-Δεν είναι κοριός, ρε Βασίλη… μήπως είναι τίποτ΄  άλλο…

Κάνα ξεραμένο σκατουλάκι;

-Άιντε φεύγα από δω, κοριός είναι, ρε…

Λέω… μήπως…»

Ο μεταλλεργάτης: Στην παρέα έχουμε ένα φίλο μεταλλεργάτη, άνεργο τα τελευταία δύο χρόνια, κομμουνιστή, με λογοτεχνικά, μουσικά και κινηματογραφικά ενδιαφέροντα. Σε ανύποπτο χρόνο, σε μια  από εκείνες τις χαλαρές, αλλά θορυβώδεις συζητήσεις, για τα ρεμπέτικα αναφέρθηκε και το όνομα του Βασίλη Τσιτσάνη και κοντά σε αυτό και το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης». Ο κομμουνιστής μεταλλεργάτης άσκησε μια ευστοχότατη κριτική στο πόνημα του θεσσαλονικιού δημοσιογράφου – ανάμεσα στα πολλά και η παρατήρηση για τους απαράδεκτους λογοτεχνικώς διαλόγους του βιβλίου και για την «αναιμική» γλώσσα του κειμένου. Από τότε στην παρέα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γίνει κάτι σαν ανέκδοτο: όταν υπάρχει ένταση σε διάφορα πολιτικά θέματα – και υπάρχει σχεδόν πάντοτε – η φράση «μιλήστε για τον Σκαμπαρδώνη» λειτουργεί ως πυροσβεστήρας: είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία στα οποία συμφωνούμε με τον μεταλλεργάτη φίλο μας, λάτρη συν τοις άλλοις της οινοποσίας, της ουζοποσίας, της ζυθοποσίας και των άλλων συναφών.

«Ουζερί Τσιτσάνης» V: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αναφέρεται στο βιβλίο του συχνά στους Ναζί: αλλά την περίοδο εκείνη η λέξη δε χρησιμοποιείται και όταν χρησιμοποιείται για τους χιτλερικούς τούτοι αναφέρονται ως Νάτσι – και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αναφερόταν ως «Νάτσι» ή εξελληνισμένα ως «Νάτσηδες».

Δεν υπάρχει διάθεση για κριτική σε τέτοια μικροζητήματα, ούτε στην αναφορά διάφορων τοποθεσιών με τη σημερινή τους ονομασία: λεπτομέρειες – («Νέος Σταθμός» – υπήρχε νέος και παλιός σταθμός τότε; Περιοχή «Γαλαξία» – ονομαζόταν έτσι η περιοχή και πριν την ίδρυση του Συλλόγου; Είχαν όλοι οι οδοί της Θεσσαλονίκης ίδια ονόματα με τα σημερινά;)  Αβλεψίες, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, σε σύγκριση με άλλες υστερήσεις του κειμένου του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»: πρόκειται απλώς για «φιλοναζιστική εφημερίδα;» [σ. 182] Και τότε πως ήταν οι νατσιστικές; Είναι ο «Ριζοσπάστης» «φιλοκομμουνιστική» εφημερίδα; Ο χαρακτηρισμός «φιλοναζιστική» ίσως να μην είναι και τόσο άδολος: δίνει ex post συγχωροχάρτι σε όλους εκείνους οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί της – δημοσιογράφοι, διαφημιζόμενοι, επαγγελματίες, ιατροί, ράπτες, καλλιτέχνες, εταιρίες κ.ο.κ.

Άλλη αβλεψία: «μπακούρι» [σ. 221] – η λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο εκείνης της εποχής, στην Θεσσαλονίκη της προσφυγιάς μέχρι και πρότινος η άλλη λέξη για τον εργένη ήταν «μπεκιάρης».

Ετυμολογία: Ένας από τους  λογοτεχνικούς χαρακτήρες του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ακούει στο προσονείδιο «Γκαστρωμένη» και ο συγγραφέας εξηγεί με ποιόν τρόπο το απέκτησε: άλλη μια σαχλή περίπτωση παρένθετης ιστορίας-ανεκδότου- το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλους χαρακτήρες, οι οποίοι περιγράφονται μέσα από μια φαιδρή, ή γελοία, ή παιδαριώδη ή σαχλή ιστορία. Έτσι, το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι – μεταξύ άλλων – ένα κακότεχνο collage παρόμοιων ανεκδότων: σε μια εξίσου ακαλαίσθητη και ρηχή γλώσσα – ο «Δαλαμάγκας και ο Βελλίδης», ο «Θεσσαλονικιός τενίστας και ο Γερμανός αξιωματικός», ο «δάσκαλος της πάλης και ο μαθητής του», η «γριά και τα κλούβια αυγά», ο  «Αρμένης και ο αρουραίος».

Η αδυναμία χειρισμού της γλώσσας είναι εμφανέστατη και  έκδηλη η προσπάθεια του συγγραφέα να πείσει ότι την κατέχει: στο εδάφιο με τα «πιρτσίνια» που παραθέσαμε παραπάνω ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης συγχέει τα πρόσωπα και τους χρόνους της αφήγησης – για πιο λόγο να εξηγεί ο ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας στον άλλο τη σημασία της λέξης «πιρτσίνια»; Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας εξηγεί τη σημασία της λέξης στους αναγνώστες του, ακυρώνοντας τον ίδιο το διάλογο των δύο χαρακτήρων του: ο ένας ομιλεί προς τους αναγνώστες και ο άλλος «ακούει» μια αυτονόητη εξήγηση – ήταν δυνατόν να μην γνωρίζει κάποιος εκείνη την εποχή τι είναι τα «πιρτσίνια»;

«Ουζερί Τσιτσάνης» VΙ: Δε γνωρίζουμε, τι γνωρίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης για το Άουσβιτς: ούτε επικαλούμαστε την πασίγνωστη ρήση του TheodorAdorno για την ποίηση και τα κρεματόρια. Αντιλαμβανόμαστε  ότι ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δε διαθέτει την απαραίτητη προπαιδεία για να αντιληφθεί ορισμένα πράγματα. Δε το αναφέρουμε ως αιχμή, αλλά είναι μια πραγματικότητα η οποία κραυγάζει μέσα από τα κείμενά του, ωστόσο μας δημιουργεί τεράστια απορία και περιέργεια το γεγονός ότι ένας Έλληνας συγγραφέας συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του τη βιομηχανία εξόντωσης ως αναδυόμενο όραμα μέσα σε συνθήκες συνουσίας, ως τελευταία ανάσα πριν το post coitum triste- ως αποκορύφωμα της σεξουαλικής συνεύρεσης δύο Θεσσαλονικιών, ενός χριστιανού και μιας εβραίας:

«Η Εστρέα ουρλιάζει και σηκώνω  το χέρι και της κλείνω βίαια το στόμα. Με δαγκώνει άγρια, πολλές φορές, με σάλια και αφρούς. Βογκάω, όχι από πόνο, αλλά γιατί θέλω να πονέσω περισσότερο, μήπως έτσι φτάσω στον πάτο του σκοταδιού και από κει να μπορέσω να δω, να νιώσω πως κινούνται, που πηγαίνουν όλα αυτά. Πονάω πραγματικά, βουλιάζω. Όλα γίνονται σκούρα πράσινα, θαμπά. Ανοίγω τα μάτια, κοιτάζω γύρω και βλέπω ατέλειωτα ντουβάρια με τούβλα σε συμμετρική διάταξη που χάνονται αλφαδιαστά στο βάθος. Ηλεκτροφόρα σύρματα, αγκαθωτά υπερυψωμένα». [σ. 179]

Δε θα επεκταθώ: το Ολοκαύτωμα και η λογοτεχνική του χρήση-κατάχρηση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα – η γραφή του Γιώργου Σκαμπαρδώνη δηλώνει ότι η Θεσσαλονίκη, αγνοεί ακόμη τι πραγματικά συνέβη και τούτο μόνο θλίψη προκαλεί.

Αντί υστερόγραφου: Παραθέτω την αφήγηση του Γιώργου Σκαμπαρδώνη για έναν παλαιστή και το μαθητή του ως παράδειγμα για το τι δεν ημπορεί να θεωρείται λογοτεχνία. Στο μυθιστόρημα αφηγείται ο Γιάννης Βελλίδης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Μακεδονία»:

« – Που λες, ήταν ένας μεγάλος παλαιστής Σαλονικιός, ο Γιάννης ο Ραφτίδης, λαζός. Κατάγονταν απ΄ την Πάφρα της Μικρασίας. Ήταν αθλητής στα νιάτα του, μετά το γύρισε στην προπόνηση. Αυτός στη δεκαετία του ΄30 ξεπέταξε πολλούς μεγάλους αθλητές, σαν προπονητής πάλης, στη ΧΑΝΘ κι έβγαλε κι έναν πιτσιρικά που ήταν μεγάλο ταλέντο και σε λίγο έγινε πρωταθλητής Ευρώπης και μετά πρωταθλητής κόσμου. Όταν έγινε ο πιτσιρικάς πρώτος στον κόσμο, ξανάρχεται στη Σαλονίκη, πάει στη ΧΑΝΘ, στο ριγκ όπου γινόταν οι προπονήσεις με νέους και όπου σύχναζαν και παλιοί. Πλησιάζει τον προπονητή του τον Ραφτίδη, τον χαιρετάει και μετά του λέει δυνατά για ν΄ ακούσουνε οι άλλοι: «Δάσκαλε, θέλω να παλέψουμε οι δυο μας, να δούμε ποιος θα νικήσει». Του απαντάει ο Ραφτίδης: «Τι να παλέψουμε, αγόρι μου. Εγώ είμαι πια, 62 χρονών». Ο πιτσιρικάς: «Όχι, δάσκαλε, θέλω να παλέψουμε για να σε ξεφτιλίσω». Εν των μεταξύ, οι άλλοι παλαιστές που είναι εκεί παρόντες, παλιοί και νέοι, αρχίζουν και τσιγκλάνε το γέρο, να του λένε ότι αυτό τον προσβάλλει, πως δεν πρέπει να τον ανεχτεί, κι άλλα πολλά. Τελικά ο γέρος τσαντίζεται, το παίρνει πεισματικά. «Εντάξει», του λέει του νέου, «έλα να παλέψουμε». Ξεντύνονται, πηδάνε στο καναβάτσο. Μαζεύονται όλοι γύρω.

Ο γέρος αδύναμος, ασπρουλιάρης κι απροπόνητος. Ο νέος τον αρπάζει του κάνει μια λαβή του γέρου, τον πετάει ανάσκελα και πάει να του ακουμπήσει την πλάτη κάτω για να πάρει τη νίκη. Εκείνη τη στιγμή ο γέρος γυρνάει το χέρι του και βάζει τον πιτσιρικά κωλοδάκτυλο. Τινάζεται ο πιτσιρικάς που δεν περίμενε τέτοια κίνηση, αιφνιδιάζεται κι όπως γυρίζει, πέφτει ο παππούς από πάνω του και του ακουμπάει τη ράχη κάτω, τον νικάει. Όπως είναι ανάσκελα, λέει στο γέρο: «Αυτό, δάσκαλε, το κόλπο δε μου το έμαθες». Κι απαντάει ο γέρος: «Αυτό ρε κωλόπαιδο, το κρατούσα μυστικό μόνο για κάτι σαν κι εσένα». [σ. 410 κ.ε.]

Το υβρίδιο της  «κεντροαριστεράς» και οι λόγιοί του!

Επιμύθιο: Αρχές της τρίτης χιλιετίας: είναι τούτο το πράγμα αντιπροσωπευτικό της κατάστασης στην ελληνική μυθιστορηματογραφία;

Πως το λέγει εκείνο το συγκλονιστικό ο Φραντς Κάφκα για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας;

Σχόλια
One Response to “Το υβρίδιο της…”
  1. Ο/Η ΤΣΙΤΣΊΜΗΣ λέει:

    ΠΕΣ ΤΑ ΟΜΗΡΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!! ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΨΕΥΤΟΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΜΑΣ)…

Σχολιάστε