My Twitter Feed

14 Αυγούστου, 2022

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Μένουμε στα ίδια υψηλά επίπεδα -

Τετάρτη, 3 Αυγούστου, 2022

Πιστώσεις για νέους γεωργούς -

Τρίτη, 2 Αυγούστου, 2022

Πλημμυρίδα κόσμου για την Ελ. Βιτάλη -

Τρίτη, 2 Αυγούστου, 2022

Νεκρός 23χρονος από συμπλοκή -

Δευτέρα, 1 Αυγούστου, 2022

OMNES: Επιδότηση για Ουκρανούς -

Δευτέρα, 1 Αυγούστου, 2022

“Πλήττεται η Δημοκρατία μας” -

Παρασκευή, 29 Ιουλίου, 2022

Παντού σαρώνει πάλι ο κορονοϊός! -

Τετάρτη, 27 Ιουλίου, 2022

Στον ΟΠΕΚΕΠΕ ο Γ. Γεωργαντάς -

Τετάρτη, 27 Ιουλίου, 2022

Το πέρδεσθαι στον παροιμιακό…

…λόγο- Μέρος 2ο.

Του Θανάση Βαφειάδη.


Ο παροιμιακός λόγος, σε αντίθεση με τον πολιτικο-δημοσιογραφικό, απαξιώνει παν τι το άχρηστον και ανωφελές και αυτήν την τύχη επεφύλαξε για την πορδή κάθε είδους, είτε πρόκειται περί «πόρδου», όπως αποκαλείται αν είναι ηχηρή και επιβλητική, είτε περί «πορδίτσας» ή «πορδούλας», αν πρόκειται, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη, περί αμελητέας ποσότητος. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η παροιμία «Άδειες κανάτες πορδές γεμάτες» αλλά και η μεταφορική ταύτιση της πορδής με την έλλειψη σοβαρότητας και την κενολογία, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία υλοποίησης οποιουδήποτε έργου, από το πιο απλό όπως η βαφή των πασχαλινών αυγών («Με τις πορδές αυγά δεν βάφουν») μέχρι το πιο σύνθετο, όπως η ολοκλήρωση ενός κτιριοδομικού προγράμματος («Με τα λόγια χτίζει ανώγια και με τις πουρδές κατώγια»). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι εκλογικές αναμετρήσεις όπου με πορδές αντί σοβαρών προγραμμάτων κερδίζονται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και στη συνέχεια οι κυβερνώντες κλάνουν τους ψηφοφόρους τους, ήτοι, βάσει της ερμηνείας του ρήματος στην καθομιλουμένη, τους περιφρονούν επιδεικτικά ή αδιαφορούν προκλητικά γι’ αυτούς.

Η ταύτιση της ανοησίας με την πορδή είναι εμφανής σε πλήθος παροιμιών όπως «Ή μιλάει ή κλάνει το ίδιο είναι» ή «Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές», με τη δεύτερη να είναι απολύτως χρήσιμη σε όσους κάνουν το παιδαριώδες λάθος να απαντάνε στα κακεντρεχή σχόλια των λεγόμενων διαδικτυακών τρολς.

Εντελώς απαξιωτική είναι και η αντιμετώπιση του συχνά περδόμενου, του «πορδαλά» ή «κλανιάρη» ή «κλανιά», χαρακτηρισμός που αφορά τον περδόμενο εκ φόβου, τον θρασύδειλο, τον φοβητσιάρη. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε εκτόξευση δύσοσμων αερίων μαζών αλλά προϊόντων ή υλικών σε στερεά μορφή, όπως μαρτυρούν οι παλαιότερες φράσεις «έκλασε μέντες», «έκλασε πατάτες», «έκλασε αμίαντο» αλλά και η διαχρονική «έκλασε μαλλί». Στην τελευταία φράση, βέβαια, δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για αγνό παρθένο μαλλί που προορίζεται για την κατασκευή μιας κουβέρτας ή το πλέξιμο ενός μάλλινου πουλόβερ ή αν υπονοείται το «μαλλί της γριάς», το γνωστό γλύκισμα από νήματα ζάχαρης που πωλείται από πλανόδιους στα πανηγύρια.

Είναι πανθομολογούμενο ότι ο ουσιαστικότερος λόγος της απόπειρας απόκρυψης, συγκάλυψης και αποποίησης της εκούσιας ή ακούσιας κοινοποίησης της πορδής είναι η δυσάρεστη οσμή της. Έχει παρατηρηθεί ότι ο βαθμός δυσοσμίας είναι αντιστρόφως ανάλογος με την ένταση του ήχου και έτσι οι πιο «φαρμακερές» είναι οι χαμηλών τόνων, οι αποκαλούμενες στην αργκοτική διάλεκτο «κούφιες», «σιγανές» ή «γιουσούφες». Αλλά και άοσμη να είναι η πορδή, το στιγμιαίο κλάνειν ή το επαναλαμβανόμενο, εξακολουθεί να αποτελεί μια ενέργεια που αντιβαίνει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και δεν παραγράφεται, όπως δεν πρέπει να παραγράφεται και η επονείδιστη πράξη του βιασμού: «Η πορδή κι αν δεν βρομάει πάντοτε πορδή λογιέται» και ο βιαστής, ακόμη κι αν έχει την κάλυψη των πανίσχυρων κέντρων εξουσίας «βιαστής είναι».

Όποιος βρίσκεται στη δυσάρεστη κατάσταση να μην αντέχει πλέον την πίεση των αερίων που αναζητούν αγωνιωδώς διέξοδο είτε επιχειρεί να συγκαλύψει την ηχηρή έξοδο τους παράγοντας ο ίδιος ήχους, όπως ο βήχας («Αφορμή του κλανιάρη το ξεροβήξιμο», «Βηξ αντί πορδής») είτε κατευθύνεται σε σημεία που παράγονται δυνατοί ήχοι από τρίτους («Ο κουφός και ο κλανιάρης πάνε δίπλα στα νταούλια»).

Οι απόπειρες συγκάλυψης έχουν συνήθως κωμικό χαρακτήρα με τις διάφορες κινήσεις, χειρονομίες, μορφασμούς του προσώπου, ερύθημα των παρειών κ.α που η γλώσσα του σώματος αποκαλύπτει, λειτουργώντας σαν τη λανθάνουσα γλώσσα που λέει την αλήθεια. Στην περίπτωση των γυναικών τέτοιες καταστάσεις αποκτούν δραματικό χαρακτήρα, καθώς όπως επισημαίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος «μια ωραία γυναίκα που κλάνει δημοσία, χάνει μέγα μέρος της γοητείας της». Και αυτό είναι το άκρον άωτον της αδικίας για τις εκπροσώπους του ωραίου φύλου που ντύνονται, βάφονται, στολίζονται και έρχεται αίφνης μια έστω και ανεπαίσθητη δραστηριότητα της ένατης πύλης του κορμιού, όπως ποιητικά αποκαλεί τον κώλο ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, να θρυμματίσει όλη την εικόνα που με χρηματική δαπάνη, κόπο και σωματικό πόνο είχαν κατορθώσει να παρουσιάσουν. Το φαινόμενο είναι σύνηθες στις γυναίκες νεαρής ηλικίας που ευρισκόμενες στην αρχή μιας αισθηματικής σχέσης όταν διαισθάνονται να επέρχεται το μοιραίο οχυρώνονται στο WC και δημιουργούν διάφορους παραπλανητικούς θορύβους, με άνοιγμα της βρύσης του νεροχύτη ή της μπανιέρας ή την εκκένωση του νερού από το καζανάκι της τουαλέτας. Εννοείται ότι παραμένουν εκεί για αρκετή ώρα έχοντας ανοικτό το παραθυράκι και ανεμίζοντας τις πετσέτες του μπάνιου για να διαλυθούν οι οσμές.

Με την πάροδο του χρόνου και ειδικά μετά το γάμο η αιδώς βαθμιαία εξαφανίζεται και η σύζυγος μπορεί να αερίζεται χωρίς ενοχές, εκτελώντας μάλιστα ταυτοχρόνως τις διάφορες οικιακές εργασίες, όπως το σκούπισμα: «Η καλή νοικοκυρά φρουκαλεί και κλάνει κιόλας». Ενίοτε φτάνει και σε σημείο υπερβολής υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα και αναγκάζοντας ακόμη και το σύζυγο της, που ρίχνει «νταβραντισμένες, να διαμαρτύρεται: «Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις». Το άκρον άωτον της υπερβολής εκφράζεται με τη γνωστή παροιμία «Είπαν τη γριά να κλάσει κι έκατσε κι εξεκωλιάστη», χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτό που βάρυνε στην πράξη της ήταν οι ηθικοί αυτουργοί που την έπεισαν να κλάσει ή η δύναμη της συνήθειας που επισημαίνεται στις παροιμίες: «Κώλος που ‘μαθε να κλάνει εύκολα δεν ξεμαθαίνει» και «Το μάθημα είναι μάθημα και το πορδιό συνήθειο». Θα παραβιάσω ανοικτές θύρες αν σημειώσω ότι το σπορ αυτό είναι λίαν διαδεδομένο στους ηλικιωμένους ανεξαρτήτως φύλου, όπως μαρτυρούν και οι παροιμίες «Μια γριά μονοδοντού άντρα γύρευε η πορδού» και «Έχω και τον μπάρμπα Γιάννη σαν τον γάιδαρο που κλάνει».

Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχηθώ τα καλύτερα στους διαδικτυακούς φίλους και σε αυτούς που απέδειξαν ότι εξακολουθούν να θεωρούν το θέμα της πορδής ταμπού και σε αυτούς που το εκλαμβάνουν σαν μια φυσιολογική λειτουργία που αν μη τι άλλο προκαλεί άφθονο γέλιο. Και εφόσον το πέρδεσθαι, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, είναι ένδειξη καλής υγείας θα ταίριαζε η παροιμία «Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί κι ο κώλος σου ροδάνι, να περπατεί να κλάνει». Εννοείται κατά μόνας και χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Στην πολιτική ηγεσία της χώρας θα ήθελα να ευχηθώ, αντιμετωπίζοντας τις τουρκικές προκλήσεις, να έχουν πάντα στο μυαλό τους την εκτίμηση του γιού της καλογριάς, του Καραϊσκάκη, για το τι θα μπορούσε να πάθει από τους Τούρκους, που συμπυκνώνεται στα τελευταία λόγια του: «Θα μου κλάσουν τον μπούτζον». Φοβάμαι, όμως, ότι τέτοια αντίληψη δεν διαθέτουν, γιατί από την εποχή των Ιμίων έχουν αποδείξει περίτρανα ότι ανήκουν στην κατηγορία των κλανιάρηδων.

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε