My Twitter Feed

19 Αυγούστου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Συντήρηση στο οδικό δίκτυο -

Πέμπτη, 19 Αυγούστου, 2021

Eκσυγχρονισμός ύδρευσης Παιονίας -

Πέμπτη, 19 Αυγούστου, 2021

Μεγάλη ανησυχία από θετικότητα -

Τετάρτη, 18 Αυγούστου, 2021

Πεπόνια “τσέπης” από το Ν. Αγιονέρι -

Τετάρτη, 18 Αυγούστου, 2021

Πάτος στα εμβόλια, στα ύψη ο ιός! -

Τρίτη, 17 Αυγούστου, 2021

Συγκέντρωση εργαζομένων ΓΝΚ -

Τρίτη, 17 Αυγούστου, 2021

Συγκινητική η συμπαράσταση! -

Τρίτη, 17 Αυγούστου, 2021

ΕΕΣ Κιλκίς: Βοήθεια σε πυρόπληκτους -

Δευτέρα, 16 Αυγούστου, 2021

Το αρχαιότερο επάγγελμα…

…στο Κιλκίς.

Του Θανάση Βαφειάδη.


ΜΕΡΟΣ 1o

«Η ύπουλα ψευτοηθική και ερωτικά απολίτιστη επαρχία ξετροχιάζει και τους πιο φυσιολογικούς εφήβους. Σ’ όποιους η τύχη δεν χάρισε ένοχους έρωτες, περίπλοκους κι επικίνδυνους (είναι αφάνταστη η ερωτική τόλμη που χαρακτηρίζει και τις πιο ενάρετες επαρχιώτισσες), δεν απομένει άλλος αξιόπρεπος δρόμος απ’ τον γάμο. Κι όταν ο γάμος ή η εγκράτεια είναι αδύνατη, τότε τ’ απαίσια Ταμπάκικα σε περιμένουν…». Με αυτόν τον τρόπο περιέγραφε ο Μ. Καραγάτσης στο «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» το ασφυκτικό πλαίσιο σύναψης ερωτικών σχέσεων στην επαρχία του Μεσοπολέμου και την έσχατη λύση που άκουγε στο όνομα «Ταμπάκικα», που ήταν η πιο γνωστή μπουρδελογειτονιά της Λάρισας. Στο Κιλκίς όμως όχι κακόφημη συνοικία αλλά ούτε ένας απλός οίκος ανοχής δεν υπήρχε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Ε, και πού πήγαιναν οι παππούδες μας να «ξεχαρμανιάσουν»; Διότι και αυτοί ως άνδρες ήταν σεξουαλικά ασυγκράτητοι, όπως έγραφε για τους άρρενες ο κορυφαίος σεξολόγος του Μεσοπολέμου Ν. Δρακουλίδης στο βιβλίο του «Ιστορία και κοινωνική επισκόπησις της πορνείας υπό διεθνούς και ελληνικής απόψεως» (1929): «… εξ άλλου η ανδρική εγκράτεια ή μάλλον η αποχή από πάσης γενετησίου ικανοποιήσεως εκτός του ότι είναι επιβλαβής εις τον οργανισμόν, καθ’ ότι παρακωλύει μιαν βασικήν λειτουργίαν εξ ης εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως άπασαι αι οργανικαί λειτουργίαι, είναι και αδύνατος δια τον λόγον ότι την γενετήσιον επιθυμίαν αισθάνεται ο ανήρ και αυτομάτως, ήτοι άνευ της παρουσίας του γυναικείου ερεθίσματος». Ειλικρινά σε αυτό το ερώτημα δεν έχω απάντηση, μπορώ να υποθέσω όμως ότι η «Μπάρα» στη Θεσσαλονίκη ήτο μια κάποια λύσις.

Τι ήταν, όμως, η «Μπάρα»; Ένας ολόκληρος συνοικισμός πορνών που εκτεινόταν μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου και έφτανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Όσο για τις πόρνες της Μπάρας, αυτές δεν είχαν καμιά σχέση ως προς την εμφάνιση τους με τις πόρνες των μυθιστορημάτων, όπως η ξανθή Ιωάννα του Ροΐδη με το «αλαβάστρινο στήθος», τις «λευκές και τρυφηλές ωλένες», τους «ωραίους γλαυκούς οφθαλμούς» και τα «κοράλλινα χείλη». Η πόρνη της Μπάρας, όπως αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος, «δεν είχε ηλικία, δεν είχε σουλούπι, δεν είχε σχέσεις με την κακιά συνήθεια της καθαριότητας. Στα ατομικά μπορντέλα της Μπάρας έχω ιδεί κοριτσάκια της μειρακικής ηλικίας και μπογιατισμένες καγκάγιες εξήντα χρονών. Επίσης, είδα εκεί, λυμφατικές υπάρξεις στο στάδιο της προφυματιώσεως καθώς και άλλες που εζύγιζαν το λιγότερο ενενήντα κιλά». Και άξιζε τον κόπο ένα κοπιαστικό ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη, που τα πρωτόγονα μεταφορικά μέσα της εποχής το έκαναν να μοιάζει με Οδύσσεια; Έ άμα «σέρνει καράβι», τους αραμπάδες με τους επιβήτορες από το Κιλκίς δε θα έσερνε;

Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και αυτό συνέβη το σωτήριον έτος 1926, έγινε και η πρώτη απόπειρα δημιουργίας οίκου ανοχής στο Κιλκίς. Η προοπτική δημιουργίας «δυσωνύμου οίκου» ή «χαμαιτυπείου» ή «διαφθορείου», όπως λέγονταν τα πορνεία εκείνη την εποχή, αντιμετωπίστηκε με μανία καταδίωξης που θα ζήλευε και ο μυθιστορηματικός Ιαβέρης. Η ματαίωση της εξάσκησης του αρχαιοτέρου των επαγγελμάτων στο Κιλκίς συνέβη ως ακολούθως: Στις 15 Ιουνίου 1926, ενώ οι αρχές ήταν απασχολημένες με τη διοργάνωση της τελετής της 21ης Ιουνίου, άρχισε κρυφά η επισκευή του οικήματος, που θα χρησίμευε ως οίκος ανοχής. Ο πρόεδρος της κοινότητας όμως, που πληροφορήθηκε το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε εγγράφως και εντόνως στην αστυνομική αρχή, ζητώντας ταυτόχρονα σχετικές πληροφορίες. Επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος, επανήλθε με δεύτερο έγγραφο «διερμηνεύον την γνώμην του Συμβουλίου ότι κατ’ αρχήν αποκρούει τούτο διαρρήδην την ίδρυσιν εν Κιλκίς οίκου ανοχής και εν αρνητική δε περιπτώσει ότι εμμένει εις την απομάκρυνσιν εκ της εν τω κεντρικωτέρω μέρει της πόλεως εγκαταστάσεως αυτού» (Πρακτικά συνεδριάσεων Κ.Σ 5-7-1926). Αυτή τη φορά η διαμαρτυρία έπιασε τόπο και στις 7 Ιουλίου ο πρόεδρος Οδυσσέας Λαζαρίδης ανακοίνωνε περιχαρής στο Συμβούλιο ότι κατόπιν ενεργειών της Χωροφυλακής ναυάγησε κατ’ αρχήν η ίδρυση του οίκου ανοχής.

Παρά τις ενέργειες της Κοινοτικής Αρχής ο οίκος ανοχής λειτούργησε προσωρινά, όσοι πρόλαβαν – πρόλαβαν, και στη συνέχεια η λειτουργία του διεκόπη κατόπιν δραστικών ενεργειών του Γενικού Διοικητή. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι για τη δημιουργία του οίκου ανοχής έδρασε ως πεμπτοφαλλαγγίτης ο εργοδηγός του τεχνικού τμήματος της Κοινότητας. Σύμφωνα με καταγγελίες δημοτών, ο εν λόγω μηχανικός αμείφθηκε από την διευθύντρια του οίκου ανοχής για να κάνει «τα στραβά μάτια», όταν αυτή το επισκεύαζε χωρίς την απαιτούμενη άδεια (Πρακτικά συνεδριάσεων Κ.Σ 1-8-1926). Το μόνο που δεν διευκρινίσθηκε ήταν εάν η αμοιβή του καταβλήθηκε σε χρήμα ή σε… είδος.

Όπως η πρώτη έτσι και η δεύτερη απόπειρα για λειτουργία οίκου ανοχής στην πόλη μας, στα τέλη του 1931, συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις. Στις 18 Νοεμβρίου 1931 διαβάστηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο αίτηση των κατοίκων της ενορίας των Δεκαπέντε Μαρτύρων με την οποία εξέφραζαν «την αγανάκτησίν των δια την μελετώμενην ίδρυσιν και λειτουργίαν ανοχής». Το Κοινοτικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε όλους τους πιθανούς χώρους που θα μπορούσε να λειτουργήσει το «ευαγές» αυτό ίδρυμα, κατέληξε ότι θεωρεί «κατάλληλον για τον σκοπόν τούτον το ξενοδοχείον του Ανέστη Σωτηρίου ή εγκατάστασιν επί της οδού Μεταλλικού παρά την βρύσιν χώρω». Τελικά ο οίκος ανοχής λειτούργησε σε άλλο σημείο, χωρίς να καταφέρει να μακροημερεύσει. Όπως διαβάζουμε στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ στο φύλλο της 12-6-1932: «Κατόπιν συντόνων ενεργειών των συμπατριωτών μας, του δραστηρίου ποιμενάρχου μας Σεβασμιωτάτου Πολυανής Κυρίλλου και της ΟΧΛΔ εξεδιώχθη και ο τελευταίος ναός της Αφροδίτης εκ της πόλεώς μας». Κι έτσι ο μητροπολίτης που «περνούσε κάποιες από τις προσωπικές του ώρες στην κήπο της Μητρόπολης με τις τριανταφυλλιές του και τα πολύχρωμα παγώνια, που τόσο εντυπωσίαζαν τους περαστικούς» αφαίρεσε από τους πιο θερμόαιμους από τους Κιλκισιώτες τη δυνατότητα να δρέψουν τα άνθη της αμαρτίας και έδωσε στους πιο συντηρητικούς τη δυνατότητα να επαίρονται σαν παγώνια, γιατί τα αμαρτωλά κορίτσια δεν μπόρεσαν για μια ακόμη φορά να βρουν στέγη.

Τι συνέβη στη συνέχεια; Στέργιωσε ή έγινε σαν το γεφύρι της Άρτας αυτό το σπίτι, όπου βρίσκει κανείς «έρωτα δίχως σκάνδαλα και απόλαυση δίχως αίσθημα»;

ΜΕΡΟΣ 2ο

«Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα» λέει η γνωστή παροιμία, αλλά στο Κιλκίς της δεκαετίας του 30 υπήρχαν μόνο καμπάνες και όχι πουτάνες, αφού η πορνεία ήτοι «η επί χρήμασι και άνευ ουδεμίας προτιμήσεως παράδοσις του γυναικείου σώματος προς γενετήσιον ομιλίαν εις διαφόρους άνδρας αλληλοδιαδόχως και κατά την αυτήν εποχήν», σύμφωνα με τον ορισμό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, ήταν ανεπιθύμητη. Και πώς να μην είναι μια πόρνη persona non grata σε μια κοινωνία που η σεξουαλικότητα εξακολουθούσε να νοείται μόνο στο πλαίσιο των συζυγικών σχέσεων, με κύριο σκοπό την αναπαραγωγική διαδικασία και οποιαδήποτε συμπεριφορά δε συμφωνούσε με αυτό το μοντέλο θεωρούνταν αποκλίνουσα και έπρεπε να στιγματισθεί και να κυνηγηθεί, ώστε να εξαλειφθεί; Έτσι οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης και φυσικά η μεγάλη ρώσικη καμπάνα των 4.2 τόνων που βρισκόταν αναρτημένη σε ξύλινο ικρίωμα στο λόφο του Αη Γιώργη, δεν χτύπησαν χαρμόσυνα όταν ιδρύθηκε ο πρώτος νόμιμος ομαδικός οίκος ανοχής στην πόλη.

Το μπορντέλο αυτό βρισκόταν στην σημερινή οδό Β. Ρώτα, που τότε ονομάσθηκε οδός Αφροδίτης, ονομασία που σαφώς παρέπεμπε σε αυτό. Στεγαζόταν σε ένα επίμηκες ορθογώνιο κτίριο, η εσωτερική διαρρύθμιση του οποίου εξυπηρετούσε και τη χρήση του. Το μεγάλο σαλόνι κυριαρχούσε στο εσωτερικό του και κατά μήκος του ήταν παραταγμένα τα δωμάτια, όπου πραγματοποιούνταν η σύντομη ερωτική συνεύρεση. Στο σαλόνι υπήρχαν καρέκλες και καναπέδες για τους πελάτες, τραπεζάκια με σταχτοδοχεία, πίνακας με το ονόματα των «κοριτσιών» όπου σημειωνόταν αν ήταν διαθέσιμες ή όχι, καθώς και φωτογραφίες τους.

Στον ομαδικό αυτό οίκο ανοχής το γενικό πρόσταγμα είχε η ιδιοκτήτρια, που αποκαλούνταν μαντάμα ή ματρόνα και το όνομα της ήταν Πάτρα. Όλοι στο Κιλκίς γνώριζαν το μπορντέλο της Πάτρας και μάλιστα υπάρχει και ένα σχετικό ανέκδοτο. Κάποια φορά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κρηστώνης κάποιος Κιλκισιώτης είδε να κατεβαίνουν από το βαγόνι δυο άγνωστες κοπέλες, βαμμένες και ντυμένες κάπως προκλητικά.

-Από πού είστε κορίτσια; τις ρώτησε.

-Από την Πάτρα, απάντησαν εκείνες.

-Αμ, καλά το κατάλαβα εγώ ότι είστε πουτάνες, μονολόγησε αυτός.

Εκτός από τις πόρνες εκεί δούλευε και η υπηρέτρια, η λεγόμενη τσατσά, από τη λέξη τσάτσα που σήμαινε θεία. Σύμφωνα με πληροφορίες παλιών Κιλκισιωτών – οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς τους δεν πήγαιναν οι ίδιοι αλλά έχουν ακούσει από άλλους! – δούλευαν γύρω στις 20 κοπέλες και γυναίκες ηλικίας από 15 έως 35 ετών. Οι γυναίκες αυτές σύμφωνα με το ν. 3032 της 12/25 Αυγούστου 1922 «περί ασέμνων γυναικών και περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδισίων νοσημάτων», αφού εργάζονταν σε αναγνωρισμένο οίκο ανοχής έχοντας την πορ¬νεία σαν κύριο επάγγελμα, χαρακτηρίζονταν «κοινές».

Οι εργαζόμενες στο πορνείο «έβαφαν τα νύχια τους και φορούσαν ρολόγια», που αξιολογούνταν ως ανεπίτρεπτο το πρώτο και ασυνήθιστο το δεύτερο για τις έντιμες γυναίκες. Είχαν εμμονή με την καθαριότητα, όπως όλες οι πόρνες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός παστρικιές. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «το μπουρδέλο» που έγραφε: «Η πόρνη φροντίζει να διατηρείται πεντακάθαρη και φρεσκομακιγιαρισμένη. Η πόρνη, μετά από κάθε συνουσία, πλένεται (όμως, ποτέ επί παρουσία του πελάτη). Η πόρνη ραντίζεται με διάφορα πατσουλιά για να μοσχοβολάει». Λύση γι’ αυτή τους τη συνήθεια αποτελούσε το Λουτρό, που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το πορνείο, και πήγαιναν εκεί για λούσιμο, φυσικά σε διαφορετικές ώρες από τους άνδρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν οι μοναδικές πελάτισσες του λουτρού καθώς οι Κιλκισιώτισσες δε συνήθιζαν να το επισκέπτονται.

Τα ονόματα τους ήταν ψεύτικα ή υποκοριστικά, ενώ στο σινάφι τους ήταν γνωστές με επίθετα που παρέπεμπαν στον τόπο καταγωγής τους.

Τις ελεύθερες ώρες τους σύχναζαν στο παρακείμενο καφενείο του μπάρμπα-Μιλτιάδη, τη γνωστή «Γαλλία», που έβγαζε τραπεζάκια στην πλατεία. Εκεί είχαν την ευκαιρία να πειράζουν τους περαστικούς που ήταν πελάτες τους λέγοντας «Που χάθηκες;», «Καιρό έχουμε να σε δούμε» και άλλα που δεν γράφονται. Εκείνοι, φυσικά, προσποιούνταν ότι δεν τις γνωρίζουν και δεν τολμούσαν να αντιμιλήσουν, γιατί γνώριζαν την αλήθεια της παροιμιακής ρήσης «Η πουτάνα κάνει τόσα κι έχει και μεγάλη γλώσσα».

Τακτικότεροι πελάτες σε αυτό το ένα και μοναδικό προπολεμικό πορνείο του Κιλκίς, όπως γράφει ο Λύσανδρος Φάσσος, ήταν οι φαντάροι: «Όλος τούτος ο φανταρίστικος κόσμος συνωστιζότανε, ώρες, εκεί στην κάτω μεριά του παζαριού, στο «σπίτι με τα κορίτσια», κείνο το γνωστό ισόγειο μακρουλό κτίριο με τα μικρά παραθυράκια. Δεκάδες φαντάροι κάνανε «γιούργια» στη μεγάλη δίφυλλη ανατολική πόρτα του και αναγκάζανε τα «κορίτσια» να την αμπαρώνουν, τάχατες δε δουλεύει το μαγαζί, να διαολοστέλνουν από μέσα και ν’ ακούνε βρισίδι δεκατέσσαρες γενιές από τη φανταρία».

Το 1937 η εγκατάσταση του συντάγματος ιππικού στην πόλη αναζωογόνησε τον κύκλο εργασιών του οίκου ανοχής. Όπως σκωπτικά αναφέρει ο Σταύρος Λίβας «ο ερχομός τόσων … ιππέων είχε σαν άμεση συνέπεια να επεκταθεί ο «Οίκος της Αφροδίτης» και να εφοδιαστεί με νέο υλικό και, ανάλογο σε αριθμό, με τη ζήτηση». Οι επιδόσεις των στρατευμένων παιδιών της πόλης μας, γιατί εκείνη την εποχή οι στρατιώτες υπηρετούσαν στον τόπο καταγωγής τους, αποδεικνύει ότι οι μάγειρες, κατόπιν εντολών των ανωτέρων τους, δεν έριχναν στην καραβάνα με το συσσίτιο «αντικούκου» το οποίο μειώνει τη στύση, όπως παραδόξως πιστεύουν ότι γίνεται όλοι οι νεοσύλλεκτοι.

Το πορνείο δούλευε και τις Κυριακές και όπως γράφει ο Λίβας γινόταν κανονική στρατιωτική παρέλαση προ των πυλών του: «Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το θέαμα που παρουσίαζε η κυριακάτικη «κάθοδος» τους προς το «ναό της Αφροδίτης», τα «προστυχεία», όπως τα ‘λεγε ο κόσμος. Το μακρόστενο κτίριο με τα μικρά παράθυρα και την κίτρινη όψη του, που έπιανε όλη την κάτω μεριά της πλατείας όπου γινόταν το παζάρι, γνώριζε τη μέρα αυτή μεγάλες «πιέννες». Οι φαντάροι μπαινόβγαιναν με τέτοιο ρυθμό που, κάποιος που δεν ήξερε, θα νόμιζε ότι ήταν στρατώνας. Πολλές φορές μάλιστα, σχηματιζόταν και ουρές μέχρι έξω, το δρόμο».

Τι απέγινε στη συνέχεια με αυτόν τον οίκο ανοχής δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως κάποια πράγματα για τον επόμενο οίκο ανοχής που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 50 και έτσι η «μπουρδελότσαρκα» στην ερωτική ιστορία της πόλης μας θα συνεχιστεί και με τρίτο κείμενο.

ΜΕΡΟΣ 3ο

Τη δεκαετία του 50 δημιουργήθηκε ένα συγκρότημα με τρεις οίκους ανοχής στη δυτική έξοδο της πόλης μας προς το Μεταλλικό, δίπλα στο στρατόπεδο «Καμπάνη». Πού ακριβώς ήταν; Εκεί που τελειώνει η περιτοίχιση του στρατοπέδου υπήρχαν τότε τα στρατιωτικά πλυντήρια. Από σημείο αυτό ξεκινούσε ένας δρομίσκος που έφτανε στο πρώτο σπιτάκι και στη συνέχεια υπήρχε μια μεγάλη αδιαμόρφωτη αλάνα, όπου βρίσκονταν άλλοι δυο οικίσκοι. Η θέση χωροθέτησης του «συγκροτήματος» ήταν ιδανική, γιατί ήταν απομακρυσμένη από τον αστικό ιστό και ταυτόχρονα σε απόσταση αναπνοής από την κύρια πελατεία του, τους φαντάρους. Εκεί εργάζονταν γύρω στις 15 γυναίκες, έχοντας κάθε μια το δικό της δωμάτιο. Όλες προέρχονταν από άλλες πόλεις και κυρίως από τη Θεσσαλονίκη. Όσες από αυτές ήταν παντρεμένες επέστεφαν καθημερινά στον τόπο διαμονής τους και στους ανυποψίαστους συζύγους, ενώ οι υπόλοιπες έμεναν μόνιμα στους οίκους ανοχής. Οι γυναίκες αυτές είχαν ηλικίες από 16–30 ετών και οι παλιότεροι τις θυμούνται καθισμένες εν σειρά στο μακρόστενο σαλόνι πάνω σε σκαμπό να ανασηκώνουν τα φουστάνια τους και να επιδεικνύουν τα θέλγητρα τους στους πελάτες που δυσκολεύονταν να αποφασίσουν ποιά να επιλέξουν.

Στην είσοδο των σπιτιών υπήρχαν λάμπες με χαμηλό κιτρινωπό φωτισμό, ώστε να μην γίνονται αντιληπτοί οι πελάτες που εισέρχονταν κρυφά σαν τους κλέφτες, κοιτάζοντας πίσω τους, σαν τους αριστερούς εκείνης της εποχής που φοβούνταν ότι τους παρακολουθεί κάποιος ασφαλίτης. Συνεπώς αφού δεν υπήρχε ο κόκκινος γλόμπος, γνωστός και ως «πουτανιάρης», δεν είχε εφαρμογή το ανέκδοτο που λέει ότι οι Πόντιοι όταν βλέπουν σπίτι με κόκκινο φανάρι δεν μπαίνουν γιατί περιμένουν ν’ ανάψει το πράσινο. Ούτε φυσικά ήταν εδώ που αυτοκτόνησε η τελευταία Πόντια πόρνη όταν πληροφορήθηκε ότι οι άλλες συνάδελφοί της πληρώνονταν για να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες. Διότι τα «κορίτσια», όπως λένε οι προφορικές μαρτυρίες, έγδυναν τους πελάτες από κάθε άποψη. Η πληρωμή τους γινόταν μέσα στο δωμάτιο μετά την τέλεση της ερωτικής πράξης και όχι πριν όπως σήμερα, που ισχύει το «εν τη παλάμη και ούτω βογγήσωμεν». Το 1950 η επίσκεψη κόστιζε 20 δραχμές αλλά καμία δεν αρκούνταν στην «νόμιμη αμοιβή», φροντίζοντας να ξαλαφρώνει την τσέπη του πελάτη «παίρνοντας του ακόμη και κατοστάρικο».

Η συχνότητα αναζήτησης του πληρωμένου έρωτα κατέτασσε τους πελάτες σε σταθερούς και περιστασιακούς. Οι τακτικοί πελάτες αναζητούσαν το σεξ επ’ αμοιβή μια τουλάχιστον φορά την εβδομάδα, ενώ οι περιστασιακοί δεν είχαν εντάξει αυτό το είδος μόνιμα και σταθερά στη σεξουαλική τους ζωή. Κάποιοι από τους σταθερούς πελάτες επέλεγαν σχεδόν πάντα την ίδια πόρνη, με την οποία διατηρούσαν ιδιαίτερη σχέση. Αυτή με τη σειρά της, τους επιδαψίλευε ιδιαίτερες περιποιήσεις και αντικαθιστούσε κατά κάποιο τρόπο τη σύζυγο που δεν είχαν ή είχαν αλλά δεν τους ικανοποιούσε επαρκώς, γιατί δεν είχε αφομοιώσει το τρίπτυχο που όφειλε να εφαρμόζει μια σωστή σύζυγος: νοικοκυρά στην κουζίνα, κυρία στο σαλόνι, πόρνη στη συζυγική κλίνη.

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσε ο πρωτάρης που πήγαινε στον οίκο ανοχής για να ξεπαρθενευτεί, κατόπιν προτροπών των συνομηλίκων του και πολλές φορές συνοδεία του πατέρα του, ο οποίος είχε εκτιμήσει ότι έφθασε ο καιρός «να γίνει ο γιος του άντρας». Τον πρωτάρη, ο οποίος γινόταν αμέσως αντιληπτός, τον αναλάμβανε μια έμπειρη πόρνη, η οποία συνήθως τον μυούσε στα μυστικά του έρωτα με τρυφερότητα. Εννοείται ότι το «κατόρθωμα» του μαθευόταν αμέσως, καθώς οι λιγότερο εχέμυθοι από τους φίλους του φρόντιζαν να διαδώσουν την είδηση και να τον κάνουν ρεζίλι των σκυλιών αν δεν τα είχε καταφέρει την πρώτη φορά, γεγονός που δεν ήταν ασύνηθες. Σε αυτό συντελούσε το ότι συνήθιζαν να κάνουν χειρονακτική «προθέρμανση», γιατί πίστευαν πως έτσι θα είχαν μεγαλύτερη αντοχή.

Οι πόρνες γενικά απέφευγαν να δέχονται ανήλικους πελάτες, όχι γιατί είχαν ηθικούς ενδοιασμούς, αλλά γιατί δεν ήθελαν μπλεξίματα με την αστυνομία. Για την είσοδο στο πορνείο απαιτούνταν επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας για να διαπιστωθεί αν είχε ξεπεραστεί το όριο ανηλικότητας, πολλές πόρνες όμως δέχονταν αγόρια ηλικίας 12-13 ετών και δεν τα απέπεμπαν λέγοντας τους να ξανάρθουν όταν θα έχουν ενηλικιωθεί. Εν ολίγοις στη δεκαετία του 70 ήταν πιο εύκολο για έναν έφηβο να έχεις μια σαρκική επαφή με μια πόρνη παρά να παρακολουθήσει παρόμοιες σκηνές στην κινηματογραφική οθόνη του «Άστρον» ή του «Αβέρωφ». Αυτοί που ήταν ακόμη μικρότεροι -αναφέρομαι στη «μαρίδα» της Κιολαλίας- προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τους οικίσκους της αμαρτίας για να δουν ιδίοις όμμασι τα τεκταινόμενα. Για το λόγο αυτό ακολουθούσαν από απόσταση τους πελάτες, οι οποίοι όταν τους αντιλαμβάνονταν προσπαθούσαν να τους εκφοβίσουν και να τους απομακρύνουν με φωνές, ύβρεις και … πετώντας τους πέτρες, προσφέροντας ένα θέαμα αρκούντως κωμικό. Ανάλογο ήταν το κατσάδιασμα αν συλλαμβάνονταν από την πόρνη να τριγυρίζουν έξω από τον «οίκο της απωλείας», οπότε μαζί με το στρίψιμο του αυτιού εκτοξεύονταν απειλές, οι οποίες δεν μπορούν να καταγραφούν αυτολεξεί.

Για τους τακτικότερους πελάτες και για την τελευταία πόρνη –λόγω του μακροσκελούς του κειμένου- θα γίνει λόγος στην επόμενη και τελευταία για το θέμα ανάρτηση.

Ανάρτηση στο facebook https://www.facebook.com/photo/?fbid=126272086330993&set=a.109047024720166

Σχολιάστε