My Twitter Feed

13 Μαΐου, 2022

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Στο Κιλκίς το Πανελλήνιο των Παίδων -

Πέμπτη, 12 Μαΐου, 2022

49″οκταμηνίτες” στο Δήμο Κιλκίς -

Πέμπτη, 12 Μαΐου, 2022

Εκχωρούν την Υγεία σε ιδιώτες -

Πέμπτη, 12 Μαΐου, 2022

“Καταστροφή για κτηνοτρόφους” -

Πέμπτη, 12 Μαΐου, 2022

Σκληρή δήλωση για τις εκλογές! -

Τετάρτη, 11 Μαΐου, 2022

Χιονοστιβάδα τα φωτοβολταϊκά -

Τετάρτη, 11 Μαΐου, 2022

Ενισχύσεις παραγωγών Crimson -

Τετάρτη, 11 Μαΐου, 2022

Εφιάλτης το κόστος παραγωγής! -

Τρίτη, 10 Μαΐου, 2022

Περί Γκουσγκούνη, ερωτικών…

…ταινιών και άλλων τινών.

Του Θανάση Βαφειάδη.


Ο ελληνικός κινηματογράφος από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, δειλά στην αρχή μαζικά στη συνέχεια, άρχισε να παρουσιάζει ένα είδος ταινιών διαφορετικό από αυτό που είχε συνηθίσει μέχρι τότε το φιλοθεάμον κοινό. Τι ήταν το διαφορετικό και πού έγκειτο η θεμελιώδης διαφορά; Στις συμβατικές ταινίες, όπως τουλάχιστον τις παρακολουθήσαμε στη μεταπολεμική Ελλάδα, η πτωχή πλην τίμια πρωταγωνίστρια, σύμφωνα με το στερεότυπο και διόλου ευφάνταστο σενάριο, αμάρτανε για το παιδί της, έβγαζε τα μάτια της στο βελόνι για να συντηρήσει τους αναξιοπαθούντες συγγενείς της και κατέληγε φυσικά στα σκαλιά της εκκλησίας με έναν πλούσιο γαμπρό. Ενίοτε οι γάμοι κατέληγαν ομαδικοί και το νυφικό πέπλο ενδύονταν στην ίδια τελετή η μικρή αδελφή της πρωταγωνίστριας, η πρώτη ξαδέλφη της, η θεία της από το Σικάγο και ενδεχομένως κάποιο μέλος του υπηρετικού προσωπικού του γαμβρού που συνέβαλε υπογείως στην ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου.

Στο νέο είδος ταινιών η πλοκή ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη: Η πρωταγωνίστρια ήταν αμαρτωλή εκ φύσεως, «έβγαζε τα μάτια της» γενικώς και ασυστόλως και επιπλέον δεν ανέμενε εναγωνίως τη γαμήλια τελετή για να οδηγηθεί συνεσταλμένη στην ερωτική κλίνη ως νύμφη, αλλά μεγαλουργούσε σε αυτήν ως νυμφομανής, χωρίς μάλιστα το παραμικρό ερύθημα να εννυχεύει στις μαλακές παρειές της. Και φυσικά ο «γαμπρός» δεν ήταν πλέον ο ευγενής γόνος διάσημης οικογένειας εφοπλιστών ή βιομηχάνων, πλούσιος εξαιτίας της υπέρογκης περιουσίας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του αλλά ένας λούμπεν τύπος, φτωχός μεν ως προς το βαλάντιο, πλούσιος όμως ως προς τα ανατομικά του προσόντα, με τα οποία τον είχαν προικίσει αφειδώς οι γεννήτορές του.
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας το κινηματογραφικό αυτό είδος γνώρισε πεδίον δόξης λαμπρόν και διάσημες πρωταγωνίστριες ή άσημες σταρλετίτσες θεώρησαν καλό να εμφανιστούν στη μεγάλη οθόνη όπως ακριβώς τις γέννησε η μάνα τους. Οι πιο πολλές πρωταγωνίστριες ήταν ξέμπαρκες τουρίστριες, μη έχουσες ουδεμίαν σχέσιν με την Ανν Λόμπεργκ που την κυνηγούσε ο τσομπάνης Βόγλης φωνάζοντας «Στάσου, μύγδαλα!» Αντιθέτως αυτές ήταν που κυνηγούσαν τους ποιμένες της ελληνικής υπαίθρου για να ξυστούν στη γκλίτσα τους ή τους ψαράδες, αν το πλάνο γυριζόταν στου γιαλού τα βοτσαλάκια, για να γνωρίσουν καλύτερα το παλαμάρι του βαρκάρη.

Σε αυτό το γαλαξία των κινηματογραφικών αστέρων ξεχώρισε ο Λαρισαίος Κώστας Γκουσγκούνης, που στη συνέχεια ανακηρύχτηκε βασιλιάς του σεξ. Ο Γκουσγκούνης ήταν από τους παλαιότερους στο χώρο του ερωτικού θεάματος καθώς ήδη από το 1965 είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Κρις Λιάμπου «Χωρίς ιδανικά». Στην ταινία αυτή ο αρχηγός μιας συμμορίας οδηγεί νεαρές κοπέλες στην πορνεία και ένας αξιωματικός της αστυνομίας παρακολουθεί τους εγκληματίες προκειμένου να τους συλλάβει. Κάτι δηλαδή σαν τον ταξίαρχο Θεοχάρη από το «Καλημέρα ζωή», αλλά χωρίς μαλλιά και χωρίς ρούχα.

Το 1971 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Σεξ… 13 μποφώρ», υποδυόμενος έναν ψαρά που όχι μόνο ξελόγιασε την κόρη του φαροφύλακα Λυκούργου Καλλέργη αλλά φρόντισε να εμπεδώσει την ελληνοβρετανική φιλία «τακτοποιώντας» τρεις αγγλιδούλες τουρίστριες που προσάραξαν με το κότερό τους στο νησί αναζητώντας στα ελληνικά στιβαρά άκρα αυτό που δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν οι φλεγματικοί συμπατριώτες τους.

Ακολούθησαν το 1975 «Ο ανώμαλος» και το «Στην παγίδα του σεξ και του εγκλήματος» (1975). Στον «Ανώμαλο» ο Κώστας Γκουσγκούνης υποδύεται έναν βιομήχανο που έχει καταστεί ερωτικά ανίκανος εξ αιτίας των βασανιστηρίων που υπέστη από μια έκφυλη Γερμανίδα των Ες-Ες. Το σενάριο θυμίζει εν πολλοίς την εποχή των μνημονίων, όπου οι περισσότεροι Έλληνες είχαν καταστεί ερωτικά ανενεργοί εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που επιδεινωνόταν από τη σαδιστική στάση την οποία τηρούσε απέναντι στους Έλληνες μια άλλη, επίσης αντιπαθητική Γερμανίδα. Το 1984 ο βασιλιάς θα αποκαλυφθεί πλήρως στην ταινία «Ο ηδονοβλεψίας», που είναι και η πρώτη ταινία με σκληρό πορνό του κορυφαίου Έλληνα πορνοστάρ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 70 ο Γκουσγκούνης είχε καθιερωθεί πλέον ως το σύμβολο του αγώνα ενάντια στη σεμνοτυφία και την σεξουαλική καταπίεση. Χαβαλετζήδες νεολαίοι διαδήλωναν έξω από τσοντάδικα φωνάζοντας ευρηματικά συνθήματα, όπως έγραφε ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ το 1979: «Το φανατικό κοινό, κατά ομάδες, από κάθε συνοικία της Αθήνας, έφτανε έξω από το σινεμά με πλακάτ και με συνθήματα, όπως: «Ο Γκουσγκούνης στη Βουλή, δίπλα στον Καραμανλή», «Ο Γκουσγκούνης είναι ο πατέρας μας». Άλλοτε, πάλι, σύσσωμο το «κοινό», με μια φωνή και έναν παλμό τραγουδούσε και εμβατήρια, ενάντια στην καταπίεση της τσόντας: «Ήταν πρωί του Αυγούστου έξω από το Σινέ «Ρεξ» σκότωσαν τον Γκουσγκούνη το βασιλιά τού σεξ…».

Τι γινόταν στο Κιλκίς όταν προβάλλονταν σεξοταινίες με το «φαλακρό παιδί»; Ε, αυτό δεν πρόκειται να το γράψω, γιατί δεν πρόκειται να υποπέσω στο «δις εξ αμαρτείν». Μια φορά έκανα το λάθος και έγραψα για τους οίκους ανοχής στην πόλη μας και έγινε το έλα να ιδείς. Οι μισοί έμειναν κατάπληκτοι γιατί δήθεν δεν ήξεραν ότι και στην πόλη μας, όπως και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, εξασκούνταν το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. Οι άλλοι μισοί κάτι είχαν ακούσει, αλλά δεν ήξεραν ούτε πώς ήταν ούτε κατά πού έπεφταν τα σπίτια της απωλείας, αφού το μόνο τέτοιο σπίτι που γνώριζαν ήταν εκείνο από το τραγούδι a casa di Irene.

Συμμορφούμενος, λοιπόν, με το επικρατούν υποκριτικό κλίμα σεμνοτυφίας δηλώνω ότι τέτοιες ταινίες στους κινηματογράφους της πόλης μας ουδέποτε παίχθηκαν. Το «Καλώς τα πουλάκια μου» και το «Άξιος, άξιος» ουδέποτε ακούστηκε στο ΑΒΕΡΩΦ. Όσο για τους τίτλους των ταινιών που παίχτηκαν κι αυτοί παραπλανητικοί ήταν. Οι «βρώμικες κυρίες» ήταν κάποιες νοικοκυρές που έμειναν άπλυτες είτε εξαιτίας των διακοπών στο δίκτυο ύδρευσης είτε γιατί το σαμπουάν ήταν μπύρας και το ήπιαν κατά λάθος ξεχνώντας την προειδοποίηση «Μην το πιείτε, λουστείτε». Η «Μικαέλα, ο γλυκός πειρασμός» ήταν μάλλον κάποιο είδος ζαχαροπλαστικής, σαν τα φοντάν που είχαν οι οικοδέσποινες στο γυάλινο βάζο ή σαν το τυλιχτό σοκολατάκι που δίνει ο κύριος πρέσβης για να κακομαθαίνει τους επισκέπτες του. Όσο για το «Μεθύσι της σάρκας» αυτό είτε από το κρασί χύμα που πουλούσε το οινοπωλείο της γειτονιάς θα προκαλούνταν είτε από το ουίσκι μπόμπα που σερβίρονταν στα μαγαζιά ψυχαγωγίας.

Πέρα, όμως, από τους αστεϊσμούς υπάρχει και η σοβαρή όψη του ζητήματος της υποκουλτούρας. Δε μιλάω για την υποκρισία και τη σεμνοτυφία που εντάσσονται στο πλαίσιο της ψευτοηθικής, η οποία είναι βαθιά ριζωμένη. Αυτές είναι παρανυχίδες. Το πραγματικό πρόβλημα αναφύεται όταν η κοινωνία κατακλύζεται ασφυκτικά από υποκουλτούρα πάσης φύσεως. Κι όταν συμβαίνει αυτό, κάποια χούντα κρύβεται από πίσω, είτε φοράει στρατιωτική στολή, είτε είναι ενδεδυμένη με κοινοβουλευτικό μανδύα.

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε