My Twitter Feed

3 Ιανουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

“Μέτρα πριν το άνοιγμα σχολείων” -

Κυριακή, 3 Ιανουαρίου, 2021

ΑΚΕ: Διαφοροποίηση στο ΣΕΝΚ -

Κυριακή, 3 Ιανουαρίου, 2021

Συνεχίζονται τα αντιπλημμυρικά -

Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου, 2020

Σταθερά στη μαύρη πρώτη θέση! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

“Γαλάζια νυστέρια” για το ΓΝΚ! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

ΣΥΡΙΖΑ: Διερεύνηση καταγγελιών -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

To tvxs.gr για το Νοσοκομείο Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Εξανέστη από το… βήμα του twitter -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Παγκοσμιοποίηση και…

taxmazidis-omiros (1)…δημοτική αρχή.

Του Όμηρου Ταχμαζίδη.


[Εισήγηση που έγινε στο πλαίσιο των δημοσίων συζητήσεων για τις δημοτικές εκλογές πριν τέσσερα (4) χρόνια, σε εκδήλωση  που διοργάνωσε η δημοτική κίνηση «Θεσσαλονίκη των Πολιτών και της Οικολογίας». Εντάσσονταν  στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανάδειξη κοινού υποψηφίου δημάρχου στην Θεσσαλονίκη από ένα ευρύτερο φάσμα φορέων του αστικού κόσμου και  της ευρύτερης Αριστεράς, το οποίο τελικώς τορπιλίστηκε από διάφορες πλευρές. Ωστόσο, τα κείμενα μένουν και υπενθυμίζουν. Δίνω το κείμενο προς δημοσίευση γιατί το περιεχόμενό του δεν αφορά μόνο στη Θεσσαλονίκη και τις συζητήσεις εκείνης της περιόδου, αλλά και όλη τη χώρα. Διατήρησα το ύφος της εισήγησης που προοριζόταν για ανάγνωση-παρουσίαση μπροστά σε κοινό, δεν έχω όμως στη διάθεσή μου όλα τα στοιχεία των παραπομπών]

Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης δεν προέκυψε μέσα σε μια νύχτα. Εμφανίζεται ήδη από την αρχή της τελευταίας τριακονταετίας του 20ου  αιώνα και επιβάλλεται στη δεκαετία του 1990 (σύγκρινε Ulrich Beck:  Was ist Globarisierung?, Frankfurt a. M. 1997) Η παγκοσμιοποίηση είναι μέρος των «μεγάλων κύκλων», «κυμάτων», του υποδείγματος εξήγησης των «κύκλων κοντρατίεφ»  (βλ. H.  Daheim/ G. Schoenbauer:  Soziologie der Arbeitsgesellschaft. Weinheim 1993), που θεωρείται ως μακροπρόθεσμο βιομηχανικό καπιταλιστικό χωροχρονικό διάστημα εξέλιξης που  πηγαίνει πέρα από τους κύκλους ανάπτυξης. Ο πέμπτος μεγάλος κύκλος προκλήθηκε από την αλληλοεπίδραση των καινοτομιών βάσης στην ηλεκτρονική και την πληροφορική, στην αντίστοιχη εντατικοποίηση και τον  εξορθολογισμό της εργασίας και την επικουρική κρατική ρύθμιση κατά την  εκτεταμένη διεθνοποίηση των σχέσεων παραγωγής και κεφαλαίου.

Οι μεγάλοι κύκλοι, τα μεγάλα κύματα, ως  μακρές  περίοδοι ιστορικής εξέλιξης χαρακτηρίζονται από τον συνδυασμό των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων, από τις οποίες ξεδιπλώνεται  μια ειδική  διάταξη ανάπτυξης. [Συγκρ.  B. Lutz: Der kurze Traum immerwaehrender Prosperitaet. Eine Neuinterpetation den industriell-kapitalistischen Entwicklung in Europa des 20. Jahrhunderts. Frankfurt /New York 1984]. Στη διαδικασία αυτή δεν είναι η οικονομία εκείνη η οποία δημιουργεί νέα ανάπτυξη. Και αυτό διότι όταν εξαντλείται μια διάταξη ανάπτυξης και δε διακρίνεται ακόμη μια καινούργια,  θα πρέπει να εισάγουν και να επιβοηθήσουν τα κρατικά συστήματα ρύθμισης τους όρους για τη νέα διάταξη. Με τον τρόπο αυτό το κράτος έλκει τις οικονομικοκοινωνικές συγκρούσεις πάνω του.

Η διάταξη ανάπτυξης στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται από την αντίθεσή της σε όλες τις προηγούμενες διατάξεις, από το γεγονός ότι  τώρα στο προσκήνιο εμφανίζονται  υπερεθνικές επιχειρηματικές διαπλοκές, οι οποίες οργανώνουν τις παραγωγές και τις διανομές τους διεθνώς, τις συντονίζουν αναλόγως  και υπερεθνικώς και βρίσκονται μεταξύ τους σε ανταγωνισμό παγκόσμιας κλίμακας.

Αυτό που καθιστά την παγκοσμιοποίηση να παρουσιάζει μεγάλη επιτυχία και κίνδυνο για το εθνικό κοινωνικό κράτος,  είναι η εξέλιξη εκείνη η οποία – σε αυξανόμενα  ανεξάρτητη πορεία από τις εθνικές κρατικές ρυθμίσεις – δημιούργησε έναν αυτοτελή διεθνή μηχανισμό ρύθμισης μέσω του διεθνοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου και των χρηματιστικών αγορών, ο οποίος κατευθύνει τη ροή των κεφαλαίων και αποφασίζει για τη διεθνή οικονομική ανάπτυξη, τη διανομή των επενδύσεων και της απασχόλησης με επιπτώσεις στην εθνική κλίμακα. «Το πολυεθνικό περιφερόμενο κεφάλαιο μετατοπίζει θέσεις εργασίας σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, και μεταφέρει με αυτόν τον τρόπο τα βάρη, που φέρει η μετάβαση προς την βιομηχανική κοινωνία της υψηλής τεχνολογίας στο κράτος πρόνοιας».

Αυτό είναι και το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή. Οι κοινωνίες σε τοπική κλίμακα περιέρχονται συνεχώς σε όλο και πιο δεινή θέση στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν κοινωνικά αντίβαρα για έναν κοινωνικά υποφερτό εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού στη χώρα τους, γιατί η «εργοδοσία» μπορεί τώρα και τους αποφεύγει και υπακούει μόνο στους κανόνες των διεθνών αγορών του κεφαλαίου.

Η επίκληση που γίνεται διαρκώς στη γεωπολιτική σημασία της Θεσσαλονίκης και οι αναφορές από όλες τις πλευρές σε αυτήν, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πολιτική και την οικονομία. Η Θεσσαλονίκη έχασε τη δυνατότητα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, «αποκοιμήθηκε» μουρμουρίζοντας το επιχείρημα της δεσπόσουζας γεωγραφικής της  θέσης. Όλη η δεκαετία του 1990, όταν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις βρισκότανε στο απόγειό τους, οι εκπρόσωποι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στην Θεσσαλονίκη ομφαλοσκοπούσαν αυτάρεσκα για τις μελλοντικές διεισδύσεις στα Βαλκάνια και επέμεναν σε εξωπραγματικές και ξεπερασμένες συνταγές ανάπτυξης, με κύριο μοχλό το υποτιθέμενα «μεγάλα έργα».

Σήμερα, η κρίση πυροδότησε συζητήσεις  με κυριότερη αυτή που αφορά στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος. [Οι περισσότερες επικρίσεις επικεντρώνονται στην πορεία της μεταπολίτευσης. Ο αντικοινοβουλευτισμός δεν είναι αμελητέος σε αυτές τις επιθέσεις που δέχεται η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας. Αλλά οι αιτίες των προβλημάτων ριζώνουν βαθύτερα στην πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο].

Μακροϊστορικά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κρίση φέρνει στην επιφάνεια τα αδιέξοδα του μετεμφυλιακού τρόπου εκβιομηχάνισης της χώρας και εμφανίζεται ως κρίση του κυρίαρχου μετεμφυλιακού πολιτικού και αναπτυξιακού υποδείγματος που στηρίχθηκε στον Μικροαστικό Τρόπο Παραγωγής. [Στην παρούσα ιστορική συγκυρία το  ερώτημα για τις δυνατότητες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού να αναμετρηθεί επιτυχώς με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι ανοικτό και δεν μπορεί να απαντηθεί θετικά ή αρνητικά.]

Η Ελλάδα, είναι η πρώτη χώρα του ψυχροπολεμικού δυτικού μπλοκ, της οποίας η οικονομία κινδυνεύει να χάσει όλα τα πλεονεκτήματα ανάπτυξης της και ο πληθυσμός της να απολέσει όλες τις μεταπολεμικές κατακτήσεις. Είναι εμφανές ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός οπισθοδρομεί. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια «εξέλιξη σε πτωτική τάξη» (“evolution in descending order”). Και οι συνέπειες τούτης της κατάστασης δεν είναι ακόμη ορατές, ούτε και μπορούν να προσδιοριστούν. Η έκβαση της κρίσης είναι απροσδιόριστη: ακόμη βρισκόμαστε στη δίνη των πραγμάτων και η ερμηνεία τους θα εξαρτηθεί από την κατάληξη στην εξέλιξης τους – σήμερα είμαστε εγκλωβισμένοι στην πορεία των πραγμάτων. Η κρίση εμπεριέχει και την κριτική σ΄  αυτήν ως μέρος της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής πράξης.

Η ελληνική πολιτική περίπτωση σέρνει ξοπίσω της και μια αρνητική προίκα από την οποία δεν μπόρεσε να απαλλαγεί ούτε και  κατά τη διάρκεια του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού σε παγκόσμια κλίμακα (που εντοπίζουν ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες). [……] Το ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα διατήρησε ακέραια και μετά τον μεταπολιτευτικό μετασχηματισμό του τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του, όπως είναι η  πατρωνία και οι πελατειακές σχέσεις, ο κομματισμός και η διαφθορά των υπηρεσιών, ο έλεγχος  των εργατικών συνδικάτων κλπ. – και φυσικά τον κλεπτοκρατικό του χαρακτήρα. Η διαφθορά σε χαμηλά επίπεδα είναι ακόμη πιο έντονη.  Ιδιαιτέρως σε ένα σύστημα, όπου η κοινωνία είναι ισχυρή και το κράτος αδύναμο. […..]

Σήμερα οπισθοβατούμε και είναι πλέον ορατό το ενδεχόμενο ανοικτής περιστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι εξελίξεις και σε αυτό το μέτωπο και οι επιπτώσεις τους  στη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι ορατές.

Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα και η  κατάρρευση των καθεστώτων του δεσποτικού σοσιαλισμού, απελευθέρωσε αντιδραστικές δυνάμεις, τόσο στην οικονομία, όσο και στην πολιτική. Έτσι, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τις δυνατότητες πολιτικής και κοινωνικής μας παρέμβασης με φόντο τις αλλαγές που προκαλεί η κρίση, αλλά και σε σχέση με την προοπτική  στην οποία βλέπουν τις αποφάσεις τους οι ηγετικές ομάδες των κυρίαρχων πολιτικών και κοινωνικών στρωμάτων.

Εισήλθαμε σε μια ιστορική φάση, όπου η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών είναι αναγκασμένη να ακολουθεί τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και τις παρασυνέπειες της πολιτικής και κοινωνικής πράξης στο πλαίσιο των «καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων». Στην παρούσα φάση χρειαζόμαστε επειγόντως αλλαγή πολιτικής κουλτούρας για να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς και στις χαμηλότερες κλίμακες τις συνέπειες της κρίσης. Πρέπει να αποχαιρετήσουμε οριστικά και αμετάκλητα την πολιτική κουλτούρα των προστριβών και να περάσουμε σε μια κουλτούρα συγκρούσεων.

Στην συνέχεια θα αναφέρω μια σειρά από ζητήματα που θεωρώ ότι είναι κρίσιμα για την πολιτική κατάσταση στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικότερα. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και για τη δική μας περίπτωση εδώ στην Θεσσαλονίκη θα αναφέρω πέντε  ζώνες άμυνας μέσω πολιτικών παρεμβάσεων σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.

α) Σύγκρουση με τις αντιδραστικές δυνάμεις που αναδύθηκαν παγκοσμίως ως «απάντηση» στις αλλαγές που επιφέρει σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση και ανάσχεση της ιδεολογικής τους ηγεμονίας. Στην Θεσσαλονίκη τούτο εμφανίζεται υπό την μορφή του εθνολαϊκισμού, στη χώρα μας γενικότερα με την μορφή της εθνοκεντρικής ρητορείας περί εθνικής ταυτότητας κλπ. […….]

Τούτο είναι ένα γενικότερο πλαίσιο που δίνει τη δυνατότητα στους συντηρητικούς και τους ακροδεξιούς να κινούνται με άνεση και να υποστηρίζουν τις πολιτικές τους πράξεις στο πλαίσιο μιας «ήπιας διακυβέρνησης», η οποία πραγματοποιείται ως πολιτική συμβόλων. Τα σύμβολα συμπυκνώνουν περίπλοκες συνάφειες και απευθύνονται στο θυμικό των δεκτών τους. [ Μια εικόνα για το ιδεολογικό βάθος της ενστάλαξης ιδεολογίας στο δημόσιο χώρο, δίνουν τα αγάλματα, οι προτομές  και τα υπόλοιπα μνημεία που κυριαρχούν στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης.  Η επικρατούσα κατάσταση δίνει το μέγεθος της ιδεολογικής άλωσης του δημόσιου χώρου και της επιβολής σε αυτόν των εθνικιστικών ιδεολογημάτων στην πόλη.  Δεν αναφέρομαι απλώς στο κιτς και στην χαμηλή καλαισθητική τους ποιότητα και αξία, αλλά στη συμβολική τους δύναμη].

Το ενδεχόμενο να «εθνικοποιήσουν» οι συντηρητικοί και οι ακροδεξιοί την κρίση στις επικείμενες δημοτικές εκλογές, πρέπει να το θεωρήσουμε πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο.  [Εδώ και τον προστατευτισμό στην οικονομία]. Κομβικής σημασίας και σημαντικό πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης θα είναι ο εορτασμός της 100ετίας από την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στο Ελληνικό Βασίλειο. [Η δημοτική κίνηση «Θεσσαλονίκη των Πολιτών και της Οικολογίας» έδωσε δείγματα γραφής σε αυτή την κατεύθυνση με τις παρεμβάσεις του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη στο δημοτικό συμβούλιο. Ενθαρρυντική ήταν και η παρέμβαση του Ανδρέα Κουράκη κατά τα εγκαίνια της ονοματοδοσίας του δρόμου προς τιμήν του Γιώργου Τσαρουχά].

Ενώ σε πανευρωπαϊκή κλίμακα είχαμε μια διεύρυνση και αναδιάρθρωση των θεσμών, με την ενίσχυση των δικτύων και την αυξανόμενη σημασία των πολιτικών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο του συστήματος, στη χώρα μας είχαμε στασιμότητα, ακόμη και οπισθοδρόμηση. Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε η ενίσχυση του εθνικισμού και η ενδυνάμωση του επαρχιωτισμού ως πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Αυτό πήρε πολλές φορές στην Θεσσαλονίκη ανοικτά φασιστικά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικές είναι  οι επιθέσεις των ακροδεξιών στην συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών. Το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο αλληθώριζε και αλληθωρίζει συνεχώς και προς την κοινωνική αντίδραση.

Β) Το δεύτερο στοιχείο είναι η «επιθετικότητα» του κεφαλαίου και η συναφής προσπάθεια προώθησης των πόλεων σε παγκόσμια κλίμακα ως οικονομικών κέντρων. Μία μορφή συντηρητικής προσέγγισης είναι η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο ενός δημάρχου, ο οποίος λειτουργεί ως «επιχειρηματίας» ή είναι άνθρωπος  από τον επιχειρηματικό κόσμο για να «πουλήσει την πόλη» (“selling the city”)  στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. [Εκείνο το προεκλογικό σύνθημα «ο Μπουτάρης μπορεί» εκφράζει αυτή την αλλαγή στη πολιτική στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σήμερα οι επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται για το δήμο Θεσσαλονίκης έχουν αυξηθεί, ενδεικτικό και των αδυναμιών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού να προωθήσει ανθρώπους της πολιτικής για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του στη δεδομένη ιστορική συγκυρία.] Σύμφωνα με αυτή τη λογική όταν η εθνική οικονομία μιας χώρας στρέφεται στο διεθνή περίγυρο και όταν ο ανταγωνισμός γίνεται συνεχώς πιο σκληρός και οι δήμοι οφείλουν να προσαρμόζουν την πολιτική τους σε αυτό το δεδομένο. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να αποκτήσει ένα είδος επιχειρηματικής ματιάς που θα είναι στραμμένη στην ανάπτυξη. Που σημαίνει ότι θα κάνει συμμαχίες με τον ιδιωτικό τομέα και θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί σε μια πιο αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική και σε μια φορολογική αναδιανομή.

Η πολιτική ατζέντα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθορίζεται, ως εκ τούτου, από τα θέματα της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, οι δημόσιοι παράγοντες ασχολούνται αποκλειστικώς με τη βελτίωση της θέσης του δήμου τους σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα σε διάφορες πόλεις. Και φυσικά η ακτίνα της πολιτικής δράσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης περιορίζεται από την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του όψιμου καπιταλισμού: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αλλά και μια σειρά από μέτρα προσφοράς στις επιχειρήσεις, όπως μείωση των φόρων, μια «λεπτότερη» διοίκηση, επενδύσεις στην υποδομή, αλλά και προσφορές στην εκπαίδευση που προσανατολίζεται στην αγορά. Όλα αυτά λειτουργούν ως εποικοδόμημα μιας μηχανής ανάπτυξης αυτοδιοικητικού τύπου. Τούτο είναι ένα μοντέλο που προσομοιάζει με το αμερικανικό.

Η Θεσσαλονίκη έχασε αυτή την ευκαιρία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ο «Καλλικράτης» αποτελεί την καθυστερημένη εκδοχή αυτών των αναδιαρθρώσεων σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η πόλη έχει απολέσει τη θέση της στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, πριν καν τη διεκδικήσει.

Αλλά και οι σημερινές δημόσιες συζητήσεις για το μέλλον της Θεσσαλονίκης γίνονται ερήμην της πραγματικότητας. Απέναντι σε μια διεφθαρμένη και ανεπαρκέστατη διοίκηση αναπαράγονται διαρκώς στερεότυπα και μάλιστα από παράγοντες που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας στην πόλη. Και το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης αποκτά σχεδόν «μεταφυσικά» χαρακτηριστικά και ανάλογες είναι και οι κατευθύνσεις εξόδου από το τέλμα. Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Μπακατσέλος, στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βόρειας Ελλάδας στις 22 Φεβρουαρίου με τίτλο «Θεσσαλονίκη: Σε ποια πόλη θέλουμε να ζούμε», κατέγραψε ανάγλυφα τις στερεοτυπικές κατηγορίες σκέψης με τις οποίες επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η πόλη και με ευθύνες του επιχειρηματικού της κόσμου. Παραθέτω: «Όμως απέναντι στην αδράνεια και την χαλαρότητα, μπορεί να υπάρξει δράση και προοπτική. Οι Θεσσαλονικείς είναι περήφανοι, φιλότιμοι, έξυπνοι, έτοιμοι να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αρκεί να υπάρχει όραμα, αρκεί να υπάρχει ειλικρίνεια, αρκεί να υπάρξουν συνέργιες, αρκεί να υπάρχει χώρος να κινηθούν, να δημιουργήσουν». [….] Προφανώς και δεν αντιμετωπίζονται οι πιέσεις που ασκεί η παγκοσμιοποίηση σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη με παρόμοιες κενολογίες περί περηφάνιας, φιλότιμου, εξυπνάδας κλπ.

Ανάλογο  είναι και το πνεύμα στο οποίο κινήθηκε η εκδήλωση που διοργάνωσε η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» στις 20 Μαρτίου 2010 με τον βαρύγδουπο τίτλο: «Η Θεσσαλονίκη βρίσκει την ταυτότητά της». Η θεματολογία «Θεσσαλονίκη» έχει βρει τους εργολάβους της. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους της εφημερίδας: «Ημερίδες και συνέδρια που θα οργανώσει με πρωτοβουλία του το δημοσιογραφικό συγκρότημα και μια ομάδα εργασίας από προσωπικότητες με νέες ιδέες, ελεύθερες και αδέσμευτες από κάθε άσκηση εξουσίας και εκπροσώπηση θεσμών θα βοηθήσουν να προσδιορισθεί η ταυτότητα της πόλης».

Η χίμαιρα της ταυτότητας φαίνεται ότι στοιχειώνει όλες τις αναφορές για την πόλη. Ο πρωθυπουργός της χώρας πλειοδοτώντας στο μήνυμα που έστειλε σε αυτήν την ημερίδα ανέφερε: «Η αγωνία των ανθρώπων μιας πόλης να αναδείξουν την ουσία της ταυτότητάς της και τις δυνατότητες της είναι από μόνη της πλούτος για την ίδια την πόλη». [Εθνοκεντρική εσωστρέφεια +μεταπρατική λογική]. Και φυσικά εκείνος που έδωσε ρεσιτάλ σε θέματα ταυτότητας ήταν ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος. Ακούστε αυτό: «Σε έναν κόσμο όπου οι ανταλλαγές απόψεων σε όλα τα θέματα και ο κοσμοπολιτισμός είναι το μεγάλο εργαλείο της ανάπτυξης, η Αθήνα είναι μια πόλη απομονωμένη, ενώ η Θεσσαλονίκη ζει τον παλμό των διεθνών εξελίξεων»!!! Εδώ έχουμε ολοκληρωτική αντιστροφή της πραγματικότητας.

Οι αναφορές αυτές στην ταυτότητα  έχουν παλαιότερες ρίζες. Το σημερινό αδιέξοδο της πόλης δεν είναι ξεκομμένο από τη φλυαρία περί ταυτότητας. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα προβλήματα της πόλης αντιμετωπίζονταν ως προβλήματα ταυτότητας. Ο Δημήτρης Φατούρος στο σύγγραμμά του «Θεσσαλονίκη, Επιβίωση ή Μεγάλη Πόλη» αναφέρεται στο κεφάλαιο «Ο κρίσιμος χαρακτήρα της πόλης» στην «διπλή ταυτότητα» της «ιστορικής» [sic] και της νέας παραλίας, που συγκροτούν «μια ενότητα» [σ. 203] Εκείνο που εκπλήσσει είναι η βεβαιότητα με την οποία προδιαγράφει ο Δημήτρης Φατούρος το δυναμικό μέλλον της Θεσσαλονίκης. Πέρα από την πραγματικότητα και τις δυνατότητές της: «Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο φαίνεται ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στην περιοχή των Βαλκανίων και στην Ευρωπαϊκή σκηνή. Και αυτό συνδέεται με τη μακρά ιστορική της διαδρομή, πράγματα γνωστά. Οι νέες συνθήκες που αναπτύσσονται δημιουργούν καινούργιες συνθήκες, καινούργια ποσοτικά και ποιοτικά μεγέθη». [σ.104] Είναι η εποχή της αλαζονείας του ελληνικού καπιταλισμού και της περίφημης οικονομικής «διείσδυσης» στις γειτονικές χώρες. Η ανάπτυξη και το μέλλον της Θεσσαλονίκης παρουσιαζόταν σχεδόν προδιαγεγραμμένα. Έτσι, κατέληγε ο Δημήτρης Φατούρος και άλλοι τεχνικοί στις προτάσεις τους για το πως θα πρέπει να γίνει η Θεσσαλονίκη για να ανταποκριθεί στο ρόλο της Μητρόπολης. Αλλά ο δόλος της ιστορίας, για να θυμηθούμε και τον Έγελο, άλλα μας επεφύλασσε. Η αναφορά τούτη υπογραμμίζει εμμέσως και την σημασία της πολιτικής κουλτούρας των συγκρούσεων και του δημοσίου διαλόγου γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα. [Δύο χρόνια μετά από το πόνημα του Δημήτρη Φατούρου χρησιμοποίησα στο δημοσιογραφικό περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τον υποτιμητικό όρο «βαλκανικό κεφαλοχώρι» για να καταγράψω την προβληματική πορεία της Θεσσαλονίκης στον διεθνή ανταγωνισμό των πόλεων].

Το ζήτημα της «ταυτότητας» μιας πόλης, σχετίζεται με την πολιτική της «πώλησης» μιας πόλης. [ Κάθε ομάδα συμφέροντος προσπαθεί να εστιάσει τη χαρακτηριστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης στα δικά της ενδιαφέροντα. Ενδεικτικό είναι το άρθρο του  Κωνσταντίνου Γ. Γεωργάκα «Η Θεσσαλονίκη βρίσκει την ταυτότητά της ή σε ποια πόλη θέλουμε να ζούμε…» Ο συγγραφέας του άρθρου, δρ. Κωνσταντίνος Γ. Γεωργάκας, ο οποίος αυτοσυστήνεται ως   «Partner& Managing Director της Gecon Consulting ΕΠΕ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων», δημοσιεύει τις απόψεις του λαμβάνοντας αφορμή από την εκδήλωση που διοργάνωσε η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος. Αφού δώσει τα εύσημα στους διοργανωτές της ημερίδας –  [«Το θέμα αναλύθηκε και στις δύο εκδηλώσεις εξαιρετικά, με ομιλητές που πράγματι εξέφραζαν γνώση και μεράκι, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι ξένοι ομιλητές, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού, οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι»,εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 18 Απριλίου 2010] – επισημαίνει ένα στοιχείο, το κυριότερο, που κατά την κρίση του, διέλαθε της προσοχής των εισηγητών, και το οποίο αυτός  εκθειάζει: «Από όλο το σκεπτικό που αναλύθηκε, όμως, δεν ακούσαμε κάτι για την κυριότερη και βασικότερη παράμετρο του «προϊόντος Θεσσαλονίκη», όπως είναι το marketing”.  Ο  Γ. Γεωργάκας εκφράζει τη λογική της «πώλησης της πόλης». Στη συνέχεια ο αρθρογράφος αφού παραθέσει στοιχεία από τον λεγόμενο τουρισμό των πόλεων, χρησιμοποιεί τον αγγλικό όρο του City Breaks, καταλήγει και αυτός σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Ενδεικτική είναι η σύγκριση της επισκεψιμότητας των Τάφων της Βεργίνας και του σταδίου της Μπαρτσελόνα: «Σημαντικό επίσης είναι ότι κύρια δραστηριότητα στο City Breaks είναι η περιήγηση και η επίσκεψη  αξιοθεάτων (δύο στους τρεις τουρίστες), κάτι στο οποίο η Θεσσαλονίκη έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, που μπορούν να αξιοποιηθούν κατά κύριο λόγο τους μήνες Σεπτέμβριο έως Ιούνιο. Αντίθετα με την προοπτική αυτή, η πραγματικότητα για τη Θεσσαλονίκη είναι πολύ διαφορετική. Για παράδειγμα, το κορυφαίο παγκοσμίως μνημείο των τάφων της Βεργίνας [sic!] έχει επισκεψιμότητα περίπου 120.000 ατόμων, όταν το μουσείο της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μπαρτσελόνα στην Ισπανία δέχεται άνω του 1.000.000 επισκεπτών ετησίως. Έχει προφανώς καλύτερο marketing”. [η υπογράμμιση του αρθρογράφου]. Το μήλο είναι φρούτο, η φράουλα είναι φρούτο, επομένως η αγορά της φράουλας και του μήλου διέπονται από τους ίδιους εντελώς  κανόνες.

Ως προς το τι μπορεί να «πουλήσει» η Θεσσαλονίκη, ο Γ. Γεωργάκας επαναλαμβάνει τα κοινότοπα: «Η πόλη της Θεσσαλονίκης και οι γύρω περιοχές, η ιστορία και ο πολιτισμός της Θεσσαλονίκης, ο αθλητικός τουρισμός, ο συνεδριακός τουρισμός, ο παραθεριστικός τουρισμός, ο θρησκευτικός και προσκυνηματικός τουρισμός λόγω της γειτνίασης  και με το Άγιο Όρος, ο εναλλακτικός τουρισμός στο δέλτα του Αξιού αποτελούν μερικές από τις διεξόδους που μπορεί να έχει ο επισκέπτης της Θεσσαλονίκης».

Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο για το τι πρέπει να γίνει στην πόλη της Θεσσαλονίκης: «Το City Branding και το Place Marketing αποτελούν σύμφωνα και με το σκεπτικό του κ. Σταύρου Ανδρεάδη, την υποδομή που πρέπει να χτιστεί και στην πόλη μας». Ο κόσμος της τουριστικής βιομηχανίας προσπαθεί να επιβάλλει ως βασικό προσανατολισμό την ανάπτυξη του κλάδου του. Ο Γ. Γεωργάκας κλείνει καταλήγοντας: «Κάποτε, όπως πολύ εύστοχα αναφέρθηκε, [πρέπει] να ξεσκονιστούν από τα γραφεία κάποιες από τις πολυάριθμες μελέτες που έχουν γίνει γι΄ αυτήν την πόλη και να κινητοποιηθούν οι άνθρωποι και τα συστήματα πωλήσεων και marketing της αγοράς για την εφαρμογή τους. Όμως στο επιστημονικό πλαίσιο του marketing του 2010 και όχι στη νοοτροπία του βολέματος των όποιων δικών μας παιδιών». Εδώ χρησιμοποιείται η κατακεραύνωση του συστήματος της πατρωνίας, όχι τόσο για την εξυγίανση του δημόσιου βίου, αλλά ως μέρος μιας πολιτικής που μεταφέρει τον πολιτικό σχεδιασμό για το μέλλον της πόλης στον ιδιωτικό τομέα: με πρόσχημα την επιστημονική μέθοδο στην προσέγγιση των πραγμάτων. Τόσο επιστημονική , ώστε το  μνημείο της  Βεργίνας να αναγορεύεται σε «κορυφαίο παγκοσμίως μνημείο»! Δεν θα επεκταθούμε στα προβλήματα που παρουσιάζει μια τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση, φέρνει στην επιφάνεια και ένα άλλο στοιχείο που σχετίζεται με την επιχειρηματική δράση στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εκείνη που αφορά στην ποιότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μια σημαντική κατεύθυνση στην σύγχρονη πολιτική και κοινωνιολογική σκέψη με μεγάλη  επιρροή θεωρεί ότι υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα στο ιστορικό πλαίσιο από το οποίο προέκυψε μια τάξη επιχειρηματιών και του τρόπου με τον οποίο συνδέονται τα επιχειρηματικά τους οράματα. Για τον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο δεν χρειάζεται να πούμε πολλά λόγια αυτή τη στιγμή. Η χώρα, σε μεγάλο βαθμό, καθρεπτίζει το ποιόν τους. [ Το αναφέρω τούτο διότι έχουν εμφανιστεί υποψηφιότητες, οι οποίες σχετίζονται με τον επιχειρηματικό κόσμο και προσπαθούν  να επιβάλλουν ένα μονοδιάστατο υπόδειγμα λειτουργίας στην κατεύθυνση της πώλησης της πόλης. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρούμε την προσπάθεια να ισοπεδωθούν οι αντιθέσεις και τα κοινωνικά και πολιτιστικά χάσματα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης κάτω από ένα μονομερές υπόδειγμα λειτουργίας, που θα εξυπηρετεί αποκλειστικά τα στενά συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Οι περισσότερες προσεγγίσεις από την πλευρά των επιχειρηματικών κύκλων κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση].

Γ) Επιστρέφω μετά από αυτές τις παρεκβάσεις  στο  είδος και στις πιθανότητες της πολιτικής πράξεως σε συνθήκες οικονομικής κρίσεως. Είναι προφανές ότι η κρίση αλλάζει τα δεδομένα. Από την άλλη in vitro συνθήκες στην  πολιτική δεν υπάρχουν. Η πολιτική δεν κινείται ποτέ σε ιδανικό πλαίσιο και θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι τα οικονομικά των δήμων θα περιοριστούν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καλούμαστε να σχεδιάσουμε τις πολιτικές μας κινήσεις.

Έχουμε φτάσει σε οριακά σημεία. Αλλά κάθε πέρας κρύβει και περάσματα. Ο δικός μας προσανατολισμός βρίσκεται μακριά από στερεότυπα, ιδεοληψίες και έχει συγκεκριμένο ορίζοντα. Δεν μπαίνουμε σε μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Αν προκύψουν συμμαχίες θα προκύψουν στη βάση συγκεκριμένων συμφωνιών και συγκλίσεων.

Δεν εισερχόμεθα και στις διάφορες ανόητες συζητήσεις για τον ιστορικά συντηρητικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης. Οι αυτο-οικτιρμοί δεν ωφελούν σε τίποτα. Θα έλεγα μάλιστα ότι αποτελούν μέρος μιας ιδεοληπτικής προσέγγισης όσον αφορά την υποτιθέμενη συντηρητική ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης, ισχυρισμός που ενίοτε λειτουργεί ως αυτεκπληρούμενη προφητεία. Η προβαλλόμενη χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μια προσφιλής τακτική διαφόρων μικροαστών παραγόντων ή οργανικών διανοουμένων του συστήματος της  επιτηδευμένης μιζέριας για να εξοστρακίζουν τις ουσιαστικές συγκρούσεις για το παρόν και το μέλλον μας σε αυτή την πόλη και να περιορίζεται έτσι η δημόσια συζήτηση σε ανώδυνες εφήμερες προστριβές και άγονα κουτσομπολιά. Και ο μέχρι τώρα διάλογος για το μέλλον της πόλης από διάφορους σωτήρες της δεν ξέφυγε και από αυτό το στοιχείο, [Έχω κατά νου την εισήγηση του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Γιώργου Σκαμπαρδώνη στην εκδήλωση της Πολιτιστικής Εταιρίας των Βιομηχάνων].

Η κρίση ισοπεδώνει και εξαφανίζει πολλά από τα ζητήματα που θεωρούσαμε ως προτεραιότητες στην πιθανή άσκηση πολιτικής σε τοπικό επίπεδο. Καλούμαστε να απαντήσουμε σε αυτά τα προβλήματα που θα διογκώνονται καθημερινά. Χρειαζόμαστε ένα άλλο υπόδειγμα λειτουργίας και έναν  άλλο προσανατολισμό.

Πρώτιστη προτεραιότητα η αλλαγή του πλαισίου συζήτησης. Η αναγόρευση των στερεοτύπων ή συνδηλωτικών στερεοτύπων σε βάση της δημόσιας συζήτησης δεν  μπορεί να βρει κανένα εχέφρονα άνθρωπο σύμφωνο. Η οικονομική κρίση θέτει γυμνά προ των οφθαλμών μας συγκεκριμένα προβλήματα. Ας πούμε, μέχρι και πριν λίγους μήνες, λέγαμε ότι η πόλη μας ενδείκνυται μόνο για τους νέους ανθρώπους, ενώ η «καθημερινότητά» της – άλλη μια στραπατσαρισμένη έννοια – δεν επέτρεπε την υποφερτή διαβίωση στους ηλικιωμένους, στους αναπήρους, τα μικρά παιδιά κλπ. Κάτι που ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Η νεότητα έχει γίνει επώδυνη και είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της συγκυρίας. Το να είσαι νέος στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης δεν είναι ότι καλύτερο. Και ενώ οι ηλικιωμένοι έχουν ως ορίζοντα της καθημερινότητας τους τον φυσικό τους θάνατο, οι νέοι βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με ένα αργό κοινωνικό θάνατο ή τη φυγή. Το ανθρώπινο κεφάλαιο φθίνει. Τούτο, κατά την κρίση μου, είναι ένα στοιχείο που πρέπει να καθορίσει και το ηλικιακό προφίλ του όποιου υποψηφίου δημάρχου.

Και σε  επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες μιας τέτοιας παρέμβασης, παρεμβολής. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες περιορισμού της σπατάλης. Η διαφθορά που προέκυψε στο δήμο και στην κοινωνία μας είναι, συν τοις άλλοις, και απότοκο μιας αλόγιστης σπατάλης και μιας νοοτροπίας self service (αυτοεξυπηρέτησης) στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Το μετεμφυλιακό πολιτικό υπόδειγμα δεν ήταν μόνο ανελεύθερο και καταπιεστικό, αλλά ήταν και κλεπτοκρατικό. Ο πολιτικός που με «ευκολία» υπογράφει κονδύλια για να ενισχύσει την εκλογική του πελατεία βρίσκεται στον προθάλαμο της διαφθοράς και δεν έχει σημασία αν θα κάνει αυτός το επόμενο βήμα ή κάποιος άλλος. Η διαφθορά μέσω του συστήματος πατρωνίας απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά και τη δική της αυτοτελή  δυναμική.

Υπάρχουν περιθώρια αλλαγής πλεύσης; Υπάρχει προοπτική;

Στην εποχή της κρίσης και της διαφαινόμενης ανέχειας τεραστίων πληθυσμιακών μαζών ενθυμήθηκα την ιστορία της ηλικιωμένης γυναίκας που καθόταν στα σκοτεινά του δωματίου της και όταν τη ρωτήσανε γιατί το κάνει αυτό, απάντησε «για να εξοικονομήσω ρεύμα». Ο Ernst Bloch, ο μαρξιστής φιλόσοφος της «Αρχής της Ελπίδας», άγνωστος στη χώρα μας, συνήθιζε παρόμοιες ιστορίες της καθημερινότητας να τις μετατρέπει σε στοιχεία του φιλοσοφικού του  αναλογισμού. Με βάση αυτή την ιστορία διατύπωσε την εξής φράση: «όταν δεν αρκεί, παρεμβαίνουν  οι φτωχοί».

Εισερχόμαστε σε μια περίοδο φτώχειας και περιθωριοποίησης και οι απαντήσεις πρέπει να σχετίζονται με την παρεμβολή των φτωχών στην καθημερινή πολιτική και κοινωνική πράξη. Η εύκολη «προτασεολογία» είναι και αυτή ένας τρόπος για να επιβάλλουν κάποιες κοινωνικές ομάδες τα δικά τους ενδιαφέροντα/συμφέροντα ως λύσεις  στα προβλήματα  της πόλης.

[Η  συζήτηση που διοργάνωσε η εφημερίδα «Μακεδονία» για την ταυτότητα της πόλης είχε το χαρακτηριστικό υπότιτλο: «Η πόλη δε θα αλλάξει με γενικολογίες…». Η συγκεκριμένη ημερίδα ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρασιτικής μεταπρατικής νοοτροπίας από την οποία είναι ποτισμένη η ελληνική κοινωνία και ο επιχειρηματικός κόσμος. Αυτού του είδους η εργολαβία των θεματολογιών ενόψει εκλογικής αναμέτρησης του Νοεμβρίου αναπαράγει τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος της πατρωνίας στην  κλίμακα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τεράστιες ευθύνες φέρει εδώ και ο κορπορατισμός των επιχειρηματικών, επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων.]

Η κρίση αναδεικνύει όλα τα προβλήματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: και  θα μας βάζει καθημερινά ενώπιον  νέων προβλημάτων. Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην κλίμακα της τοπικής μας κοινωνίας και της τοπικής μας αυτοδιοίκησης  στις προκλήσεις της κρίσης θα πρέπει η δημοτική αρχή να μετατραπεί στο σύνολό της σε εργαστήριο ιδεών, σε διακινητή πληροφοριών, σε προωθητή καινοτομιών, σε επινοητή νέων προτάσεων ανάπτυξης με επίκεντρο τα λαϊκά στρώματα, σε προωθητή συλλογικών μορφών δράσεως και κοινωνικής αλληλεγγύης, αν χρειαστεί πολλές φορές υπερβαίνοντας ακόμη και τους τυπικούς κανόνες που ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας των δήμων. Η δημοτική αρχή μπορεί να μετατραπεί σε έναν οργανισμό που «σκέφτεται» συλλογικά, παράγει πολιτικό και κοινωνικό λόγο, βάζει σε κίνηση τα υπόλοιπα υποσυστήματα, για παράδειγμα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας της πόλης (τα οποία «κινούνται» σε πολύ χαμηλό επίπεδο).

Ένας κίνδυνος που ελλοχεύει για τις δυνάμεις μιας προοδευτικής υπέρβασης της κρίσης είναι να εγκλωβιστούν σε πρακτικές εναντίωσης. Υπάρχει ήδη σε παγκόσμια κλίμακα και κυρίως στην Ευρώπη μια προοπτική στην ατζέντα της αυτοδιοικητικής πράξης που κινείται ενάντια στην πολιτική της ανάπτυξης και έχει διαμορφώσει μια οργανωμένη αντιπολίτευση στον στενό τομέα της οικονομικής ανάπτυξης. Υπό την μορφή των αντιαναπτυξιακών κινημάτων, π.χ. διάφορες οικολογικές κινήσεις. Αυτή η αυτοδιοικητική πράξη, ενδεικτική και στη Θεσσαλονίκη από τις οικολογικές ομάδες, δεν πρέπει να μας εγκλωβίσει σε στείρες μορφές αντιπαράθεσης. Θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτές τις πρακτικές με σκεπτικισμό, όπως με σκεπτικισμό θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλη αυτή τη φλυαρία περί «πράσινης ανάπτυξης».

Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή για τη δημιουργία πολιτικής ατζέντας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που ενισχύεται από τη σημερινή κρίση. Είναι οι πολιτικές που στοχεύουν στην αναδιανομή μέσω της βελτίωσης των κοινωνικών παροχών, μέσω της ενίσχυσης της δημόσιας εκπαίδευσης, μέσω του κατασκευαστικού τομέα κλπ.

Υπάρχει, φυσικά, ένα πεδίο που έχει και αυτό τη σημασία του. Είναι ο πολιτισμός. Διαβάζω κάτι που έγραψα πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια: «Η πόλη έχει την ανάγκη της μεγάλης σύνθεσης και εδώ μπορούν να συμβάλλουν πολλοί παράγοντες. Η σύνθεση δεν αφορά στην ομογενοποίηση του παραγόμενου πολιτιστικού αγαθού – αρκετά μας ταλαιπωρεί η αγορά με τη μαζική παραγωγή του «ιδίου»- τουναντίον αφορά την ουσιαστική διαφοροποίηση γύρω  από κάτι που είναι κοινό για όλους. Η σύνθεση είναι η δημιουργία εκείνης της περιρρέουσας πνευματικής ατμόσφαιρας στην πόλη, που υπό διάφορες συνθήκες «εδώ και εκεί», «που και που» θα δημιουργεί προϋποθέσεις για «εκρηκτικές καταστάσεις», οι οποίες θα συμπαρασύρουν τις διάφορες εμπειρίες, τις διάφορες εκφράσεις.

Η σύνθεση, κατ΄ εξοχήν πρόβλημα «πολιτικής», δεν αποτελεί αποκλειστικό  πρόβλημα της Θεσσαλονίκης. Σε μια εποχή που όλα φαίνονται να επιπλέουν στη χύτρα με τον μεταμοντέρνο χυλό, ο ρόλος του πολιτιστικού αγαθού είναι αμφιλεγόμενος. Άλλωστε στον πολιτικό σχεδιασμό, εμφανίζονται αντιλήψεις αντιφατικές που διαπερνούν τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχεδιασμούς και τις παραδοσιακές πολιτικές οριοθετήσεις.

Η πολιτική ειδικά σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν πρέπει να εμπλακεί στη διαδικασία μιας υποτιθέμενης υπέρβασης της «εκλογίκευσης των εμβιώσεων» διότι σ΄ αυτήν την περίπτωση, η αυτοδιοίκηση είναι χαμένη από χέρι στην αντιπαράθεση με τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που θα πρέπει να αναζητηθεί και να αναγεννηθεί, είναι η σημασία της res publica και στο σημείο αυτό σημαντική θα  είναι η προσφορά του καλλιτεχνικού δυναμικού της πόλης. Στη διαρκή έκθεση στη δημοσιότητα, ίσως δημιουργηθούν προϋποθέσεις «έκρηξης» στο πλαίσιο διαφόρων συναφειών, οι οποίες είναι καταλυτικές για το πολιτισμικό πρόσωπο της πόλης… Η προσπάθεια διανοητών του τόπου μας να επαναφέρουν τη διάταξη εχθρού-φίλου στο προσκήνιο, μέσα από διάφορα σχήματα (Ανατολή-Δύση) , χαρακτηρίζει περισσότερο μια αδυναμία προσαρμογής, παρά μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της κατάστασης. Σήμερα δεν τίθεται καν ζήτημα για το «εάν» θα πρέπει να ανοιχθούμε προς τα «έξω», αλλά για το «πως». Τούτο είναι το βασικό ερώτημα που θα καθορίσει το πολιτιστικό μας μέλλον».

Δυστυχώς, το μέλλον αυτό καθορίστηκε στο μεσοδιάστημα και είναι το ζοφερό παρόν που αντιμετωπίζουμε. Αλλά για την κρίση  και τον τρόπο που καταλήξαμε σε αυτήν δε φέρουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες.

Θα κλείσω με ένα σύντομο εδάφιο από τη συνέντευξη του ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι στη χθεσινή «ΑΥΓΗ»: «Οι σημερινοί Ευρωπαίοι πολιτικοί είναι μέτριοι και δεν έχουν καταλάβει ότι η οικονομία είναι μια ανθρώπινη επιστήμη που δεν ανήκει στην αριθμητική: ανήκει στην ηθική και στις ανθρώπινες επιστήμες. Αυτός είναι και ο λόγος που όλα πάνε κατά διαβόλου». [Προφανώς ο μεταφραστής της ΑΥΓΗΣ θα εννοούσε, ανθρωπιστικές-ουμανιστικές επιστήμες].

 Με αυτό το σκεπτικό έθιξα και εγώ, κάποια ζητήματα της οικονομικής κρίσης.

Σημείωση:  Η διεύθυνση του Όμηρου Ταχμαζίδη στο twitter είναι:

Omiros Tachmazidis @homloizides

Σχολιάστε