My Twitter Feed

20 Ιανουαρίου, 2023

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Υγεία: Αυστηρή κριτική στη Βουλή -

Παρασκευή, 20 Ιανουαρίου, 2023

Σιωνίδης: Στη Πόλη με Βαρθολομαίο -

Τετάρτη, 18 Ιανουαρίου, 2023

SOS από γαλακτοπαραγωγούς -

Τετάρτη, 18 Ιανουαρίου, 2023

Χωρίς υπηρεσιακά τα σχολεία -

Τρίτη, 17 Ιανουαρίου, 2023

Ημερίδα για το κρασί στη Γουμένισσα -

Κυριακή, 15 Ιανουαρίου, 2023

Το ΦΑ έφτασε στο κέντρο του Κιλκίς -

Σάββατο, 14 Ιανουαρίου, 2023

ΣΥΡΙΖΑ: Αρωγός στα αιτήματα -

Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου, 2023

Κάλεσμα για απεργία στους ΟΤΑ -

Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου, 2023

Θησαυροκυνηγοί – Μέρος πρώτο

Του Θανάση Βαφειάδη.


Οι ιστορίες με κρυμμένους θησαυρούς στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι μύθοι σαν τον Αισώπειο με το γεωργό που λίγο πριν πεθάνει εκμυστηρεύθηκε στους αχαΐρευτους τους γιους του ότι δήθεν υπάρχει θησαυρός θαμμένος στο αμπέλι κι αυτοί το έχαψαν, έσκαψαν, θησαυρό δε βρήκαν, αλλά ανακάλυψαν ότι εργασία σε κάνει πλούσιο, πράγμα που αποτελεί και το μεγαλύτερο μύθο που έχει ειπωθεί ποτέ. Υπάρχουν βέβαια και πιο εντυπωσιακά παραμύθια, όπως αυτό της Χαλιμάς με τον Αλή μπαμπά και τους σαράντα κλέφτες, που έκρυψαν έναν αμύθητο θησαυρό σε μια σπηλιά, της οποίας η είσοδος άνοιγε διάπλατα με την εκφώνηση της μαγικής φράσης «σουσάμι άνοιξε». Το ανατολίτικο αυτό παραμύθι έχει και μια ισχυρή δόση αλήθειας, καθώς κάτοχοι θησαυρών είναι συνήθως οι κλέφτες, είτε αυτοί είναι πρόσωπα των παραμυθιών, είτε πρόσωπα με δημόσιο λόγο που παραμυθιάζουν τον κοσμάκη για να δικαιολογήσουν την κλοπή του δημοσίου χρήματος από τους εντολοδόχους τους.

Ιστορίες με χαμένους θησαυρούς υπάρχουν και στη λογοτεχνία, όπως το αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδικών μας χρόνων «Το νησί των πειρατών» με τον Λογκ Τζον Σίλβερ που είχε ένα ξύλινο πόδι, ένα μάτι -«έναν ομμάτ» που λεν οι Πόντιοι- κι έναν φωνακλά παπαγάλο στον ώμο. Και μας πήρε δεκαετίες για να καταλάβουμε ότι εκείνος ο τρομερός πειρατής ήταν άγιος μπροστά στους σύγχρονους πειρατές της πολιτικοεπιχειρηματικής ζωής που είναι αρτιμελείς, δεν συμμερίζονται την παροιμία που λέει «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» και έχουν όχι ένα αλλά πολλά «παπαγαλάκια» για να τους καλύπτουν όταν κάνουν τις βρωμοδουλειές τους. Και φυσικά ιστορίες με χαμένους θησαυρούς ακούμε συχνά από τον περίγυρό μας ή τις παρακολουθούμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να εκτυλίσσονται κινηματογραφικά, όπως στις ταινίες με τον Ιντιάνα Τζόουνς και τη Λάρα Κροφτ και να καταλήγουν εν τέλει σε φιάσκο, όπως στην ταινία «ο θησαυρός του μακαρίτη» με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τη Γεωργία Βασιλειάδου.

Ο πιο διάσημος, κατά κοινή ομολογία, χαμένος θησαυρός είναι του Αλή πασά, που σύμφωνα με την παράδοση όταν πλησίαζε το ασκέρι του Χουρσίτ στα Γιάννενα, ο παμπόνηρος πασάς φόρτωσε 14 γαϊδούρια με χρυσά πεντόλιρα και πετράδια αμύθητης αξίας και ανέθεσε στο γιο του, τον Βελή, να τα κρύψει στα βουνά της Ρούμελης. Έκτοτε οι θησαυροκυνηγοί τον αναζητούν μανιωδώς αλλά ανεπιτυχώς σε κάθε πιθανό σημείο, από το κάστρο των Ιωαννίνων μέχρι τη γενέτειρα του το Τεπελένι και από τα Τρίκαλα μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, πιστεύοντας ότι και στου βοδιού το κέρατο να είναι κρυμμένος, τελικά θα τον βρουν.

Αλλά αν «τα Γιάννινα είναι πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» και μεις στο Κιλκίς δεν πάμε πίσω. Θησαυρό του Αλή πασά αυτοί, θησαυρό του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου του Α’ εμείς. Πεντόλιρα φορτωμένα σε γαϊδούρια αυτοί, δουκάτα με τη φάτσα της Μαρίας Θηρεσίας φορτωμένα σε καμήλες εμείς. Και τα άρματα που κολλάνε; Ε, αρματωμένοι ήταν οι ληστές που σύμφωνα με το θρύλο έστησαν ενέδρα κάπου στα Κρούσια στο καραβάνι που μετέφερε έναν αμύθητο θησαυρό από τη Βιέννη στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στα 1750. Αλλά επειδή το χρυσάφι ήταν βαρύ κι ασήκωτο το έθαψαν σε άγνωστο σημείο, που μάταια το ψάχνουν εδώ και δεκαετίες οι θησαυροκυνηγοί, οι οποίοι – νάτα και τα γράμματα- για τις ανάγκες της αναζήτησης έγιναν και φιλίστορες και ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά την ιστορία του Οίκου των Αψβούργων.

Και να ‘τανε μόνο αυτός ο θησαυρός του συζύγου της Μαρίας Θηρεσίας που είναι θαμμένος στα χώματα του Κιλκίς; Οι πιο διάσημοι θησαυροί, από το «θησαυρό του Μεγαλέξανδρου» με το κλεμμένο ασήμι που δεν φορτώθηκε ποτέ στα καράβια για να μεταφερθεί στην Ασία μέχρι το «τραινάκι των Γερμανών», κατάφορτο με ράβδους χρυσού, λίρες και κοσμήματα, εδώ βρίσκονται και περιμένουν τους χρυσοθήρες με τους σύγχρονους ανιχνευτές μετάλλων να τους εντοπίσουν.

Τους θρύλους και τις παραδόσεις για τους κρυμμένους θησαυρούς κατέγραψε ο Δημήτριος Λουκάτος στις χειρόγραφες σημειώσεις του με αφορμή τις επισκέψεις του σε διάφορα χωριά του Κιλκίς το 1938, όπως για την Ευκαρπία («θρύλοι για κρυμμένους θησαυρούς και ευρέσεις άφθονοι. Ιδίως από Βούλγαρους που ήρθαν κι έψαξαν σε γνώριμους τόπους») ή για την Αντιγόνεια («και σ’ αυτό το χωριό παραδόσεις για θησαυρούς»). Ένας από τους θρύλους που αναφέρει είναι για το θησαυρό του Τούρκου: «Ένας θρύλος με αρκετές παραλλαγές είναι του Τούρκου που είχε φυλαγμένα λεφτά στον τόπο, κι ήρθε μια νύχτα και τα πήρε. Στο Μύλο, λέει, κοντά, που δούλευαν οι χωριανοί, ήρθε μια μέρα ο Τούρκος και τους είπε πως στο χωριό έπιασε φωτιά. Τρέξανε εκείνοι κατά κει, κι εκείνος έσκαψε στον τόπο που ήξερε και επήρε τους κρυμμένους θησαυρούς του κι έφυγε».

Πιο εντυπωσιακός είναι ο θρύλος για το θησαυρό που τρελαίνει: «Ένας άλλος τρελάθηκε, γιατί βρήκε θησαυρούς πολλούς και του ρίχτηκαν, όσοι το ‘μαθαν από κοντά, να δώσει και σ’ αυτούς για να μην το μαρτυρήσουν. Έτσι μοίρασε όλα τα λεφτά και απόμεινε τρελός».

Τον πιο ωραίο όμως μου τον διηγήθηκαν στη Γουμένισσα, όταν έκανα την μελέτη αποτύπωσης των κτηρίων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που διατηρούνται εκεί. Για μια εντυπωσιακή πλατυμέτωπη οικία με χαγιάτι που μαρτυρούσε την οικονομική άνεση των ιδιοκτητών μου είπαν πως οι αρχικοί ιδιοκτήτες είχαν ανακαλύψει ένα θησαυρό και χάρη σ’ αυτόν προχώρησαν σε μια τόσο εντυπωσιακή κατασκευή. Η ανακάλυψη του θησαυρού οφειλόταν στο άλογο τους που είχαν στον ισόγειο στάβλο, το οποίο σκάβοντας με τις οπλές των πίσω ποδιών το χωμάτινο δάπεδο αποκάλυψε το κιβώτιο με τις λίρες. Έκτοτε το άλογο, εις ανταπόδοση της ευεργεσίας, πέρασε ζωή χαρισάμενη, πίνοντας μόνο κρασί αντί για νερό! Αυτό που δεν ξέρω είναι αν το κερνούσαν και κανένα τσίπουρο ή καμιά γράπα ή αν το έπαιρναν μαζί τους στα «καζάνια» για να οσφρανθεί τη διαπεραστική μυρουδιά των αποσταγμένων στέμφυλων και του γλυκάνισου, να ζεσταθεί στη θράκα, να γευτεί τους μεζέδες και να «γίνει παπόρι» δοκιμάζοντας το τσίπουρο που άφθονο έρεε από το χάλκινο στόμιο του άμβυκα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε