My Twitter Feed

10 Ιανουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Απολογισμός με κριτική για όλα -

Σάββατο, 9 Ιανουαρίου, 2021

Έφυγε από τον ιό κι ο Δημ. Ταταρίδης -

Σάββατο, 9 Ιανουαρίου, 2021

Μικρός ο αριθμός των κρουσμάτων -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

19 στήλες θερμομέτρησης σε Κιλκίς -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

Παιονία: Αναλυτικά το έργο-μαμούθ -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

Εμβολιασμοί για άνω των 85 ετών -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

Ιός: Παραμένει σε υψηλά επίπεδα -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

Υποστήριξη για τον COVID-19 -

Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου, 2021

Θεσσαλονίκη, μια ουτοπία εν υπνώσει…

Του Όμηρου Ταχμαζίδη*


Για να προχωρήσει η ελληνική κοινωνία πρέπει να υπερβούμε δημιουργικά το κοινωνικό χάσμα που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η διαρκής κρίση στις λειτουργίες της. Τα όργανα του κοινωνικού κράτους θα πρέπει να προσαρμoστούν στις συνθήκες της μαζικής φτώχειας, της εισροής των κατατρεγμένων από άλλα μέρη της ευρύτερης προς τη χώρα περιοχής, οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης να αποκτήσουν ευλυγισία και αποτελεσματικότητα.

Ως προς την οικονομική διάσταση των νέων συνθηκών στην Ελλάδα καλούμαστε να επαναλάβουμε τη συζήτηση που απασχόλησε άλλα ευρωπαϊκά κράτη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (όχι φυσικά μόνο ευρωπαϊκά). Αναφέρομαι στις πεπαλαιωμένες και κοινότοπες, αλλά όχι ξεπερασμένες συζητήσεις, για την τοποθεσία – locationplace marketStandort.

Δυστυχώς σε μια περίοδο όξυνσης των παγκόσμιων οικονομικών αναδιαρθρώσεων στη χώρας μας και στην Θεσσαλονίκη περίσσευε η ανοησία (οι θητείες των Κούβελα, Κοσμόπουλου, Δημητριάδη, Παπαγεωργόπουλου νομιμοποιούνταν πολιτικά και «εκλογικά» μεν από το πελατειακό σύστημα, αλλά συγχρόνως αποτελούσαν ένα σύμπλεγμα πολιτικής μυωπίας και ανοησίας άνευ προηγουμένου, που στέρησε από τη Θεσσαλονίκη τεράστιες δυνατότητες και ακρωτηρίασε κάθε ευκαιρία για να διαδραματίσει η πόλη πρωταγωνιστικό οικονομικό ρόλο στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή και είχε μετατραπεί σε εφαλτήριο για να κερδοσκοπήσουν οι αετονύχηδες), η αυταρέσκεια, ο καιροσκοπισμός, το εύκολο και ανήθικο χρήμα σε ένα περίεργο κράμα με την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό. Έτσι η Θεσσαλονίκη απώλεσε εκείνη την περίοδο μια ιστορική ευκαιρία και σήμερα καλείται να συμμαζέψει τα υπολείμματα μιας ήττας, οι συνέπειες της οποίας δεν είναι ακόμη ορατές σε όλη τους την έκταση. Από την άλλη η πανσπερμία «δεξιών» υποψηφίων και η υποψηφιότητα του Νίκου Ταχιάου θα πρέπει να θεωρηθούν κάτι παραπάνω από επιστροφή της ιστορίας ως φάρσας: εδώ ευρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας πολιτικής καταστροφής. Επιστρέφουμε στην εποχή του «μπετατζήδικου ελληνικού καπιταλισμού» – οι περισσότεροι υποψήφιοι προέρχονται από το χώρο των κατασκευών, υπό την ευρύτερη έννοια, αγνοούν τα οικονομικά, διεθνοπολιτικά και κοινωνικά ζητήματα- και το ενδεχόμενο μετατροπής της Θεσσαλονίκης σε οικονομική «τοποθεσία» διεθνοπολιτικής εμβέλειας στο πλαίσιο της διεθνοποιούμενης συνεχώς οικονομίας απουσιάζει από τα προγράμματα των υποψηφίων. Μοναδική εξαίρεση η ΔΚΘ «Υψίπολις» με υποψήφιο δήμαρχο τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, Κοσμήτορα της σχολής Οικονομκών και Κοινωνικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Οι υπόλοιποι υποψήφιοι επαναλαμβάνουν τη συνταγή του παρελθόντος βασιζόμενοι στις «βεβαιότητες» για τη διασφαλισμένη πορεία της Θεσσαλονίκης και την ανάδειξή της σε «Μητρόπολη των Βαλκανίων» – όποιος συνεχίζει να ομιλεί για «Μητρόπολη των Βαλκανίων» είναι βαθειά νυχτωμένος και αγνοεί τις πραγματικές δυνατότητες της πόλης, της σημαντικότερης αυτή τη στιγμή πόλης για τον ελληνισμό – «βεβαιότητες» που και τώρα, όπως και στο παρελθόν, περιορίστηκαν σε τρία στοιχεία: α) την κεντρική κατεύθυνση που συνόδευαν όλες τις συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για την «τοποθεσία-location» και που συμβολικά και πρακτικά στόχευε στην αποδυνάμωση της συνολικής κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω νέων μορφών εργασίας, κάτι που σήμερα εμφανίζεται σε όλους τους σχεδιασμούς για τη μετατροπή του βορειοελλαδικού χώρου σε ειδική οικονομική ζώνη (μέρος και της κρυφής ατζέντας του υποψηφίου Ν. Ταχιάου, εξ ου και το χάσμα μεταξύ «λαϊκής» δεξιάς και των «νεοφιλελευθέρων» εκδοχών και υποψηφιοτήτων της), β) μια άγονη και άκαρπη διένεξη με το «αθηνοκεντρικό» κράτος που περιοριζότανε στη διεκδίκηση των «μεγάλων έργων», πολλά από τα οποία δεν αποδείχτηκαν μόνο ασύμφορα και δυσλειτουργικά για την πόλη, αλλά κινούνταν σε ολοκληρωτικά λανθασμένη κατεύθυνση, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις, αλλά τώρα προσπαθεί να επαναφέρει η υποψηφιότητα του Ν. Ταχιάου στο προσκήνιο (οι «μπετατζήδες» έχουν ανακάμψει) και γ) από μια αφελή αντίληψη για τη διεθνοποίηση της πόλης με τη σύγκλιση συνεδρίων, παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων ή την ίδρυση θεσμών «ανάπτυξης» κ.α., που ευρισκότανε και ευρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες και της δυνατότητες της πόλης στη δεδομένη ιστορική στιγμή.

Η εθνικιστική αναστάτωση και η γενικότερη ιδεολογικοπολιτική οπισθοδρόμηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα αφού στέρησαν από το δημόσιο βίο της χώρας, έναν ουσιαστικό διάλογο για το παρόν και το μέλλον της και το σχηματισμό γνώμης και θέλησης των πολιτών. Αντ΄ αυτού οι τότε τοπικοί άρχοντες, Κούβελας, Κοσμόπουλος, Δημητριάδης, Παπαγεωργόπουλος, νόμιζαν ότι κάλπαζαν μέσα στους αιώνες καβάλα στον Βουκεφάλα! Τότε ο Ν. Ταχιάος ήταν ακόμη ιπποκόμος των τοπικών κομματικών και δημοτικών ηγεμόνων. Σε εκείνες τις συνθήκες της ανέξοδης πατριδοκαπηλίας επένδυσαν κοινωνικές ομάδες και άτομα για την κοινωνική και προσωπική τους καταξίωση: κάποιοι από αυτούς συνεχίζουν να ευρίσκονται στο προσκήνιο και να ταλαιπωρούν την Θεσσαλονίκη παντοιοτρόπως.

Από την άλλη οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, από τη μία δε μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τη διόγκωση του εθνικιστικού παροξυσμού,, η οποία ήταν αρνητική εν πολλοίς και για τις ίδιες, από την άλλη δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες στη δημοσιότητα της εποχής, ώστε οι πολίτες να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις των διεθνών οικονομικών αναδιαρθρώσεων και να μπορέσουν να εκτιμήσουν τις πολιτικές προεκτάσεις και επιπτώσεις τους. Αντίθετα καλοδέχτηκαν, προώθησαν και επένδυσαν σε μεγάλο βαθμό σε ένα μέλλον της Θεσσαλονίκης με απορρυθμισμένες συνθήκες εργασίας και μισθολογικό dumping , υποτίθεται για να αντέξουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Και τελικά ο διεθνής ανταγωνισμός και η αντιμετώπισή του με τέτοια μέτρα δε «ρούφηξε» μόνο τις θέσεις εργασίας και αποψίλωσε το εργασιακό πεδίο της Θεσσαλονίκης και της ενδοχώρας της, αλλά και τους περισσότερους επιχειρηματίες θιασώτες του μισθολογικού dumping . Ως αποτέλεσμα σε μια πρώτη φάση ήταν η περίφημη «πόλωση των πόλεων» στον ελλαδικό χώρο να αποβεί υπέρ της Αθήνας και εις βάρος της Θεσσαλονίκης, ελέω και των Ολυμπιακών Αγώνων, σε μια δεύτερη φάση να καταποντιστεί και η Αθήνα συμπαρασύροντας μαζί της και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Σήμερα είναι η Θεσσαλονίκη αυτή που δύναται να ανορθώσει τη χώρα. Ευρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτόγνωρης για πόλη ιστορικής ευκαιρίας. Οι πολίτες της Θεσσαλονίκης, γυναίκες και άνδρες, θα πρέπει να ενημερωθούν για αυτές τις δυνατότητες και για το νέο ιστορικό ρόλο της πόλης, για να μπορέσουν να κρίνουν. Η Θεσσαλονίκη είναι μια ουτοπία εν υπνώσει. Και αυτό το μήνυμα πρέπει να περάσει και στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας: δεν είναι μια «βιτσιόζικη» αντιπαράθεση Θεσσαλονίκης-Αθήνας, αλλά κρίνεται το μέλλον της χώρας από την έκβαση αυτής της υπόγειας σύγκρουσης. Οι πολλές υποψηφιότητες για το δήμο της Θεσσαλονίκης εκφράζουν, μεταξύ άλλων, και αυτή την οικονομική και κοινωνική κατάσταση.

*Υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την ΔΚΘ «Υψίπολις» και υποψήφιο δήμαρχο τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη.

Σχολιάστε