My Twitter Feed

4 Φεβρουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Έμποροι: Θέλουμε μαγαζιά ανοιχτά -

Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου, 2021

Επίσκεψη Στεφανή για το ΠΚΕΕΥΕ -

Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου, 2021

“Στη ΝΔ κάποιοι τρώνε δικούς της” -

Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου, 2021

Ο Βιεϊρίνια στον ΣΦ ΠΑΟΚ Κιλκίς -

Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου, 2021

Καλείται συνεταιριστική τράπεζα -

Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου, 2021

Ναι αλλά γινόμαστε …Χόλυγουντ! -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

Έχει Ευζώνους και η Ευρυτανία; -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

Παίρνουμε πάλι την ανηφόρα; -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

Για νέο κοινωνικό συμβόλαιο

taxmazidis-omiros (1)

[Το κείμενο αποτελεί εισήγηση σε εκδήλωση κατά τον προεκλογικό αγώνα των προηγούμενων δημοτικών εκλογών. Δεν έχω προβεί σε αλλαγές στο περιεχόμενο και στο ύφος του]

Αποκλειστική δημοσίευση στο ΚΙΛΚΙΣ24.

Για δίκαιη έξοδο από την κρίση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Τα σύγχρονα διευθυντήρια δεν πρέπει να αρκούνται μόνο σε κάποιους ικανούς μάνατζερ, αλλά αντίθετα να διακατέχονται από δεξιότητες οργάνωσης και προώθησης ιδεών. Να διαθέτουν όραμα για την περιοχή, αλλά πάνω απ΄ όλα να έχουν συναίσθηση του οράματός τους. Οι τοπικοί άρχοντες ή θα προχωρήσουν με θαρραλέους  σχεδιασμούς και στρατηγική ανάπτυξης στηριζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις ή θα τριγυρνούν πέριξ της κεντρικής εξουσίας, σαν κολίγοι, για ένα δύο ρουσφέτια. Ήρθε η εποχή, φίλες και φίλοι, για σοβαρές αποφάσεις»

Χαρίτων Χιντήρογλου, καθηγητής βιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Εφημερίδα ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 2/10/2010.

Το πρώτο μέρος των «προγραμματικών θέσεων» του «Διαπαραταξιακού» για μια «Οικολογική και Δημοκρατική Θεσσαλονίκη» έφερε τον τίτλο «Κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση της κρίσης». Τούτο δεν ήταν συμπτωματικό, αλλά κατέγραφε την ανησυχία όλων των ομάδων που συμμετείχαν στην προσπάθεια αυτή για τις δυσκολίες που γεννάει η κρίση για τα λαϊκά στρώματα. Και σύμφωνα πάντοτε με το κείμενο του «Διαπαραταξιακού» «η κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων της σημερινής οικονομικής κρίσης στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να επιτευχθεί από μια κοινωνική συμμαχία μικρών επιχειρηματιών, εμπόρων, ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων, μισθωτών δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ανέργων και σπουδαστών, που έχουν κοινά συμφέροντα σε αυτήν την φάση».

Η κατάσταση αυτή όριζε και το πλαίσιο της σύγκλισης των δυνάμεων που απαρτίζανε το «Διαπαραταξιακό» και καθόριζε τις δυνατότητες  αποτελεσματικής εκπροσώπησης σε επίπεδο δήμου «από μια πολιτική συμμαχία των προοδευτικών παρατάξεων και κινήσεων πολιτών, που με βάση την κρισιμότητα της κατάστασης, είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν από αυτά που τους χωρίζουν και είναι αυτή, που μπορεί να συμβάλλει σε μια εναλλακτική και κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση».

Και ο προσανατολισμός της επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργούσε η κρίση ήταν συγκεκριμένος: «Κύριο ιδεολογικό στίγμα αυτής της συμμαχίας είναι η αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία του ατομικισμού, της μεγαλο-εργολαβίστικης και κερδοσκοπικής αντιμετώπισης των προβλημάτων της πόλης και η αντικατάστασή της από τις ιδέες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ενεργής και συλλογικής συμμετοχής και της θεώρησης του ατομικού μέσα από το συλλογικό καλό».

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Για να προχωρήσει η ελληνική κοινωνία πρέπει να υπερβούμε θετικά το κοινωνικό χάσμα που δημιουργεί η κρίση. Τα όργανα του κοινωνικού κράτους θα πρέπει να προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους στις συνθήκες μαζικής φτώχειας που προκαλεί το κοινωνικό ρήγμα του Μνημονίου.

Στην Ελλάδα καλούμαστε να επαναλάβουμε τη συζήτηση που απασχόλησε άλλα ευρωπαϊκά κράτη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πρόκειται για τις συζητήσεις για την «τοποθεσία»(place market -Standort).

 Στην πιο οξυμένη συγκυρία των παγκόσμιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη περίσσευε η ανοησία, η αυταρέσκεια, ο καιροσκοπισμός, το εύκολο και ανήθικο χρήμα σε ένα περίεργο κράμα με την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό.

Η Θεσσαλονίκη απώλεσε εκείνη την περίοδο μια ιστορική ευκαιρία και σήμερα καλείται να συμμαζέψει τα υπολείμματα μιας ήττας, οι συνέπειες της οποίας δεν είναι ακόμη ορατές σε όλη τους την έκταση.

Η εκδοχή της Θεσσαλονίκης ως οικονομικής «τοποθεσίας» του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού δεν ετέθη ποτέ σοβαρά ως ερώτημα  στη  δημόσια συζήτηση. Από την άλλη οι βεβαιότητες για τη διασφαλισμένη πορεία της και την ανάδειξη της σε «Μητρόπολη των Βαλκανίων» περιορίστηκαν σε τρία στοιχεία: α) την κεντρική κατεύθυνση που συνόδευαν όλες τις συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για την «τοποθεσία» και που συμβολικά και πρακτικά στόχευε στην αποδυνάμωση της συνολικής κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω των νέων μορφών εργασίας κλπ., β) μια άγονη και άκαρπη διένεξη με το «αθηνοκεντρικό» κράτος που περιοριζότανε στη διεκδίκηση των λεγόμενων «μεγάλων έργων», πολλά από τα οποία δεν αποδείχτηκαν μόνο ασύμφορα και δυσλειτουργικά για την πόλη, αλλά κινούνταν σε ολοκληρωτικά λανθασμένη κατεύθυνση, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις και γ), από μια αφελή αντίληψη για τη διεθνοποίηση της πόλης με τη σύγκληση συνεδρίων, τη διεκδίκηση ή την ίδρυση θεσμών οικονομικής ανάπτυξης κλπ., που βρισκότανε σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της πόλης στη δεδομένη ιστορική στιγμή.

Η εθνικιστική αναστάτωση και η γενικότερη ιδεολογικοπολιτική οπισθοδρόμηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, αφού στέρησαν από το δημόσιο βίο της χώρας, έναν ουσιαστικό διάλογο για το παρόν και το μέλλον της και το σχηματισμό γνώμης και θέλησης των πολιτών.

Αντ΄ αυτού οι μέχρι τούδε τοπικοί άρχοντες νομίζουν ότι καλπάζουν μέσα στους αιώνες καβάλα στον Βουκεφάλα!

Στις συνθήκες αυτές της ανέξοδης πατριδοκαπηλίας επένδυσαν κοινωνικές ομάδες και άτομα για την κοινωνική και προσωπική τους καταξίωση.

Από την άλλη οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ της πόλης και της ευρύτερης περιοχής δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουνε εκείνες της προϋποθέσεις για να μπορέσει η περιοχή  να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις που έφερναν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις παγκοσμίως. Επένδυσαν σε ένα «μέλλον» της πόλης με απορρυθμισμένες συνθήκες εργασίας και μισθολογικό dumping για να αντέξουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα ήταν η περίφημη «πόλωση των πόλεων» στον ελλαδικό χώρο να αποβεί εις βάρος της Θεσσαλονίκης.

Είναι προφανές ότι η Θεσσαλονίκη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 βρίσκεται σε μια πτωτική πορεία, το τίμημα της οποίας σήμερα πληρώνουν πολύ ακριβά τα αδύναμα στρώματα του πληθυσμού της.

Η ΑΔΥΝΑΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου είχαμε παρουσιάσει τις γενικές γραμμές ενός «νέου μοντέλου δημοκρατικής αυτό-διοίκησης» αποτέλεσμα των πολύμηνων εργασιών του «Διαπαραταξιακού».

Στην εισήγησή μας αναφερθήκαμε σε ένα στοιχείο που αφορούσε μια επικίνδυνη πτυχή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αντιλήψεων σε σχέση με τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκείνη την αντίληψη που θέλει το δήμαρχο μιας πόλης σε ρόλο επιχειρηματία.  Στόχος ενός τέτοιου δημάρχου-επιχειρηματία και ενός δημαρχοκεντρικού συστήματος διοίκησης είναι να μπορεί να «πουλάει την πόλη» (“selling the City”)  στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Δεν διαψευστήκαμε: αυτές οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις  έκαναν την εμφάνισή τους και στα προγράμματα των κ. κ.Κ.Γκιουλέκα και Γ. Μπουτάρη.

Ο νεοφιλελεύθερος Κ. Γκιουλέκας  προσπαθεί να σώσει την τιμή ενός καθεστώτος κλεπτοκρατίας, αναποτελεσματικότητας και δυσλειτουργίας που υπηρέτησε φανατικά ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια, προτείνοντας «διοίκηση με κανόνες μάνατζμεντ».

Η μουσική υπόκρουση της πρότασης είναι  όλο το νεοφιλελεύθερο πακέτο μέτρων: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, δραστική μείωση των φόρων για επιχειρήσεις, τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, μείωση των κονδυλίων για τις κοινωνικές υποδομές και φυσικά αποκλειστικό προσανατολισμό των δομών της εκπαίδευσης προς την αγορά.

Εμείς διαφωνούμε με τη γενική νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση του Γ. Μπουτάρη και του Κ. Γκιουλέκα που στηρίζουν το δημαρχοκεντρικό μοντέλο και το πρότυπο δημάρχου-μάνατζερ ή επιχειρηματία. Πρόκειται για μια πολιτική που εξοστρακίζει τον πολίτη από τους χώρους λήψης των αποφάσεων.

 Μετά τις δηλώσεις του Γ. Μπουτάρη για μεταμεσονύκτια ζώνη πορνό για την εξοικονόμηση πόρων από τη Δημόσια Επιχείρησης Πληροφόρησης, κανείς δεν πρέπει να έχει αμφιβολίες για τον προσανατολισμό της σκέψης του. Δεν τον μεμφόμαστε σε ηθικολογική βάση, άλλωστε η εμπορευματοποιημένη εκδοχή του έρωτα είναι διάχυτη στην κοινωνία μας, αλλά για τον κυνισμό με τον οποίο προτάσσει το οικονομικό κέρδος απέναντι στην κοινωνική ζημία και το κοινωνικό όφελος.

Η εκδοχή του δήμαρχου μάνατζερ, του δήμαρχου επιχειρηματία, η «πώληση της πόλης» γενικώς είναι μια αποτυχημένη εκδοχή με βαρύτατες συνέπειες για έναν κοινωνικό σχηματισμό.

Αντίθετα το «Διαπαραταξιακό» επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στη σχέση κοινωνίας και οικονομίας με στόχο την «οικονομική ανάπτυξη με περιβαλλοντική προστασία και κοινωνική δικαιοσύνη –συνοχή- αλληλεγγύη, όπου η αυτοδιοίκηση έχει καθοριστικό ρόλο».

Δεν εθελοτυφλούμε. Κινούμαστε στον αστερισμό του ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ και οι δυνατότητές μιας ενεργούς κοινωνικής πολιτικής είναι περιορισμένες. Αλλά αυτός ο περιορισμός και οι ανάγκες της στιγμής την καθιστούν για μας πρώτη προτεραιότητα.

Η δική μας προγραμματική αντίδραση απέναντι στο Μνημόνιο και τα κυβερνητικά μέτρα είναι η έμπρακτη αλληλεγγύη της  κοινωνίας απέναντι στο καθεστώς της ανθρωποφαγίας που επιχειρούν να επιβάλλουν.

Η κατάσταση είναι άκρως προβληματική και οφείλουμε να είμαστε υπεύθυνοι, ο λόγος μας να είναι επεξεργασμένος και να απαντάει «από τα κάτω» στα προβλήματα της κοινωνίας.

Και το λέμε αυτό γιατί εισερχόμαστε σε μια φάση κοινωνικής αναστάτωσης με τους κυριότερους οικονομικούς δείκτες να βρίσκονται σε αρνητική τροχιά. Οι τοπικές κοινωνίες δοκιμάζονται και τα επόμενα χρόνια θα δοκιμασθούν ακόμη πιο σκληρά και οι συνθήκες λειτουργίας της Τ.Α. θα είναι πολύ δύσκολες.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Η μαζική ανεργία δεν είναι  φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά την τοπική οικονομία της Θεσσαλονίκης και του βορειοελλαδικού χώρου, ούτε μόνο την ελληνική οικονομία, αλλά είναι φαινόμενο που αφορά τις οικονομίες των περισσοτέρων ανεπτυγμένων χωρών. Είναι αποτέλεσμα της δομικής κρίσης της οικονομίας της αγοράς παγκοσμίως, η οποία επηρεάζει και τη χώρα μας.

Γι΄ αυτό οι λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή θα πρέπει να αναζητηθούν με γνώμονα αυτό το δεδομένο και τις συνέπειές του.

Τούτο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκτροχιαστεί η δημόσια συζήτηση και τα επόμενα χρόνια σε προτάσεις που στερούνται υποβάθρου στα δεδομένα και στην πραγματικότητα της περιοχής και στις δυνατότητες της.

Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σημερινή κρίση συμπίπτει με τη διαρκή κρίση μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας (τεχνολογική αλλαγή, είσοδος στην Ευρωζώνη, αναδιαρθρώσεις κλπ.) Παρότι τμήματα του κεντρικού πυρήνα της πολιτικής τάξης επικαλούνται τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας (πχ. «εκσυγχρονισμός», «επανίδρυση του κράτους» και η σημερινή κυβερνητική «ανάταξη») το εγχείρημα παραμένει ανοικτό και οι θιασώτες του φαίνεται να έχουν απολέσει τον προσανατολισμό και το ρυθμό τους. Οι στρατηγικές που έχουν επιλεγεί για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου (ιδιωτικοποιήσεις, απορρυθμίσεις εργασιακών σχέσεων κλπ) αποδεικνύονται ακατάλληλες και δεν μπορούν να διασφαλίσουν την παραγωγή και κατ΄ επέκταση και την απασχόληση. Ταυτοχρόνως το αναπτυξιακό έλλειμμα της συγκυρίας οξύνει ακόμη περισσότερο την δομική οικονομική κρίση και δεν μπορούμε να περιμένουμε αποφορτίσεις στην αγορά εργασίας από την πλευρά μιας όποιας ανάπτυξης.

Ως συνέπεια αυτής της κατάστασης προκύπτει ο πολύμορφος κατακερματισμός της κοινωνίας της πόλης: νέοι-υπερήλικες, εργαζόμενοι-άνεργοι, άνδρες-γυναίκες, γεωγραφικές διαφορές κλπ. Ο κοινωνικός κατακερματισμός και οι κίνδυνοι που προέρχονται από αυτόν δεν γίνονται ακόμη ορατοί, διότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού που δύναται ακόμη να ζει σε συνθήκες σχετικής ευμάρειας αδυνατεί να αντιληφθεί τη διαδικασία χειροτέρευσης της ποιότητας ζωής πολλών συμπολιτών μας, οι οποίοι αρχίζουν να βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο.

Ταυτοχρόνως γινόμαστε μάρτυρες διαφόρων μεταβολών στην κοινωνική συμπεριφορά, οι συνέπειες των οποίων δεν μπορούν να αποτιμηθούν αυτή τη στιγμή. Ένα παράδειγμα είναι η αποδημία μεγάλων τμημάτων των παραγωγικών ηλικιών με υψηλή κατάρτιση σε αναζήτηση καλύτερης τύχης στην αλλοδαπή.

Η πόλη χρειάζεται οπωσδήποτε την κοινωνική αλληλεγγύη για να διατηρήσει τη συνοχή της και τη θέση της. Ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα για την έμπρακτη αλληλεγγύη είναι η επιβολή προς συζήτηση στην προεκλογική ατζέντα του ζητήματος  της οικονομικής κρίσης και του Μνημονίου και των επιπτώσεών τους στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η κρίση καταστρέφει ανθρώπους και δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια.

Η κρίση καταστρέφει και τη δημοκρατία και αυτό δεν μας αφήνει αδιάφορους. Αντίθετα η απάθεια και ο κυνισμός με τον οποίο οι ποικιλόμορφες παλαιοκομματικές  πολιτικές και κοινωνικές ελίτ αρνούνται να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κατάστασης είναι προκλητικές.

Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες του. Τούτο καταρρέει όταν υπάρχουν συνθήκες διαρκούς φτώχειας.

Η φτώχεια καταγράφεται κυρίως στα χαμηλότερα εισοδήματα και επηρεάζει τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων που πλήττονται από αυτήν, προ πάντων όσον αφορά την κατοικία, τη διατροφή, την ένδυση, αλλά και τις ατομικές ευκαιρίες εξέλιξης και κοινωνικής συμμετοχής.

Εδώ και χρόνια όμως παρατηρείται μια πόλωση στα εισοδήματα των νοικοκυριών και κατά συνέπεια των όρων διαβίωσης και της κατάστασης διαβίωσης. Η κατάσταση οξύνθηκε τα τελευταία χρόνια της αναδιανομής του πλούτου «από τα κάτω προς τα πάνω». Και το χάσμα στις συνθήκες της κρίσης συνεχίζει να διευρύνεται.

 Εκείνο που θα πρέπει να μας ανησυχεί είναι οι κοινωνικές συνέπειες του χάσματος πλούτου και φτώχειας: η διαφαινόμενη πόλωση στις συνθήκες ζωής των κατοίκων της πόλης θα παγιώσει στο διηνεκές διασπαρμένες κοινωνικές ζώνες φτώχειας στην κοινωνία μας με δυσάρεστες συνέπειες.

Στις σύγχρονες σύνθετες κοινωνίες μας οι άνθρωποι ορίζουν τον εαυτό τους σε σχέση με την εργασία τους. Όταν αποκλεισθούν από το σύστημα εργασίας αποκλείονται και από τις «κανονικές» συνθήκες καθημερινής εμπειρίας και πράξης, στις οποίες κινείται η πλειονότητα του πληθυσμού – υπό αυτή την έννοια θεωρούνται και «κανονικές». Αυτός ο «κοινωνικός οστρακισμός» καθιστά την κοινωνική βοήθεια αναγκαία υπόθεση για κάθε τοπική αυτοδιοικητική πολιτική στα μεγάλα αστικά κέντρα με τις συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης που επικρατούν. Εδώ οι φτωχοί είναι «αόρατοι» δεν υπάρχουν για την «κανονική» κοινωνία και οι εμπειρίες τους παραμένουν ακατανόητες και κανείς δε συμμερίζεται τα ενδιαφέροντά τους. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι προφανείς. Όσο περισσότεροι άνθρωποι εξοστρακίζονται εκτός της «κανονικής» κοινωνίας, τόσο αποσυντίθεται η κοινωνική συνοχή. Η κοινωνία μεταπίπτει διαρκώς σε μια ζώνη ευμάρειας, όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα του πληθυσμού και σε διάφορες ζώνες φτώχειας.

Η διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος στη Θεσσαλονίκη προχωράει με ταχύτατους ρυθμούς. Η απώλεια της θέσης εργασίας δεν σημαίνει πλέον αντικατάστασή της. Οι ελπίδες για μια νέα θέση εργασίας περιορίζονται, ενώ οι ελπίδες για την ανεύρεση νέας θέσης εργασίας με την ίδια αμοιβή θεωρούνται εξωπραγματικές.

Οι συνέπειες της μαζικής ανεργίας και δη της μακροχρόνιας και η επακόλουθη φτώχεια για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αντανακλάται αρνητικά και στην οικονομία, διότι ένα μεγάλο δυναμικό του πληθυσμού δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί για να παράγει κεφάλαιο.

Η ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Στη Θεσσαλονίκη, το 24χρονο καθεστώς, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής. Σήμερα εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται τις νέες συνθήκες που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια και ο νέος εκπρόσωπός του ο  Κ. Γκιουλέκας προτείνει πράγματα που θα συνεχίσουν το καταστροφικό έργο των προκατόχων του.

Εμείς υποστηρίζουμε ότι σε πρώτη φάση θα πρέπει να αναδειχθούν οι αδυναμίες του συστήματος της Τ.Α. που εμποδίζουν τη συμμετοχή στα κοινά. ΜΕ απώτερο σκοπό τη δημιουργία στο μέλλον ενός συστήματος πολύμορφης συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις των οργάνων της Τ.Α., μέσα από διαδικασίες προβούλευσης-διαβούλευσης-συμμετοχικής διοίκησης-συμμετοχικού προϋπολογισμού κλπ.

Η πρόσβαση στις παροχές του κοινωνικού κράτους εξαρτάται ακόμη από την πρόσβαση στην μισθωτή εργασία (ένας μόνιμα άνεργος δεν μπορεί να πάρει επίδομα του ΟΑΕΔ). Η ανταποδοτικότητα των συστημάτων ασφάλισης δεν ικανοποιεί ούτε τους μακροχρόνια άνεργους, ούτε τους υποαπασχολούμενους στην ανασφάλιστη («μαύρη») εργασία. Για τούτο η σοβαρή ασθένεια ισούται με ολίσθηση στην απόλυτη ένδεια.

Στις συνθήκες της κρίσης οι διακινδυνεύσεις αυξάνονται κατακόρυφα και απειλούν να περιθωριοποιήσουν κοινωνικά δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Σε συνθήκες μακροχρόνιας ανεργίας αυξάνεται ο αριθμός – μετά τους πρώτους δισταγμούς και τη ντροπή- των ατόμων που αξιώνουν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς στήριξης αυτά που δικαιούνται.

Εδώ προκύπτει το ακόλουθο παράδοξο: από τη μια έχουμε αύξηση των αιτημάτων, από την άλλη δεν θα έχουμε έσοδα για να ανταποκριθούμε σε αυτές τις απαιτήσεις.

Τούτη η κρίση χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο εξ αιτίας των επιφυλάξεων που έχουν οι φορολογούμενοι και  εκείνοι που πληρώνουν συνδρομές στα ταμεία, γιατί κάποια στιγμή θα αρνηθούν επιπλέον επιβαρύνσεις. Αυτού του τύπου η κρίση νομιμοποίησης αγγίζει όλη την κοινωνία.

Το ερώτημα προβάλλει αμείλικτο για όλους όσοι θέλουν να διοικήσουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης σε αυτές τις συνθήκες: από πού και πως θα αντληθούν πόροι για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ισορροπία στο κοινωνικό σώμα; Έσοδα από δημοτικά τέλη ή από κεντρικές κρατικές εισφορές ή και  από τα δύο;

Για να προχωρήσει η τοπική μας κοινωνία πρέπει να υπερβούμε το κοινωνικό χάσμα που δημιουργεί η κρίση. Τα όργανα του κοινωνικού κράτους θα πρέπει να προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους στις συνθήκες μαζικής φτώχειας που προκαλεί το κοινωνικό ρήγμα του Μνημονίου. Φέρνουμε στην ατζέντα συζήτησης τη σημασία του κοινωνικού κράτους ως αντίπαλη πρόταση στις αντιλαϊκές προτάσεις και πρακτικές του Κ.. Γκιουλέκα και του Γ. Μπουτάρη και καλούμε τους δημότες της Θεσσαλονίκης να σταθμίσουν πολύ σοβαρά την κρίση τους σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, γιατί το μέλλον δεν είναι άδηλο, προδιαγράφεται δυσοίωνο, αν δεν ανατραπεί η συνεχής πτωτική τάση εξ αιτίας των πολιτικών επιλογών της τοπικής και εθνικής πολιτικής τάξης.

Επαναφέρουμε στη δημόσια συζήτηση:

  1. Την πολιτική σημασία του κοινωνικού κράτους:  Σε σύνθετες κοινωνίες δεν μπορεί να οργανωθεί κοινωνική αλληλεγγύη χωρίς κρατικούς θεσμούς και κρατικές διαδικασίες.
  2. Τη συζήτηση για την οικονομική λειτουργία του κοινωνικού κράτους: το κοινωνικό κράτος είναι μέρος της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής και μπορεί να συμβάλλει στην οικονομία μιας χώρας ή πόλης.
  3. Τη δημοκρατική λειτουργία του κοινωνικού κράτους: το κοινωνικό κράτος έχει μια τεράστια συμβολή στην κοινωνική ενσωμάτωση και στην κοινωνική ειρήνη. Πάνω από όλα διασφαλίζει τους υλικούς όρους γενικών δυνατοτήτων συμμετοχής: δημοκρατικές κοινωνίες στηρίζονται σε διαδικασίες δημόσιας διαμόρφωσης γνώμης και βούλησης.

Κάθε πρόταση για το μέλλον της πόλης θα πρέπει να αξιολογείτε με βάση τη συμβολή της στην υπέρβαση του κοινωνικού χάσματος, στη διασφάλιση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και στην αποκατάσταση της συνολικής κοινωνικής αλληλεγγύης.

Εμείς είμαστε αντίθετοι σε κάθε πολιτική που επιχειρεί να διατηρεί οριοθετημένες ζώνες φτώχειας, να συντηρεί το κοινωνικό χάσμα και να το διαιωνίζει. Κάθε πρόταση για νέους θεσμούς που επιχειρεί μια τέτοια προσαρμογή στις κοινωνικές ανισότητες και το κοινωνικό χάσμα που διαγράφεται μας βρίσκει αντίθετους. Οι πρώτες προτάσεις του Κ. Γκιουλέκα για τα κοινωνικά ζητήματα στρέφονται σε μια τέτοια κατεύθυνση διευθέτησης και διαχείρισης των ζωνών φτώχειας κάτι που μας βρίσκει κάθετα αντίθετους.

Οι παροχές του κοινωνικού κράτους εξαρτώνται από την κοινωνική αλληλεγγύη, την οποία τούτο μπορεί να οργανώσει μέσω θεσμών, αλλά δεν μπορεί να τις «γεννήσει».

Τα σημερινά εργαλεία κοινωνικής κρατικής πολιτικής δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, π.χ. κοινωνικός τουρισμός. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να συνεχίσουμε να διοχετεύουμε κονδύλια στους ίδιους διαύλους απορρόφησής τους. Χρειαζόμαστε μια ευφυή μεταδόμηση του υποτυπώδους κοινωνικού κράτους, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει στο παρόν και στο μέλλον την κοινωνικοπολιτική, οικονομική και δημοκρατική του λειτουργία.

Αν θέλουμε να διασφαλίσουμε τη συμβολή του κοινωνικού κράτους για μια «κοινωνική Δημοκρατία» θα πρέπει να μεταδομηθούν οι διαδικασίες και οι θεσμοί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις  καταστάσεις της παγιωμένης μαζικής ανεργίας, καθώς και στο κοινωνικό χάσμα που προκύπτει.

Πέρα από αυτό θα πρέπει να συγχρονιστεί με τους μεγάλους μεταρρυθμιστικούς στόχους των επόμενων δεκαετιών, ιδιαιτέρως με την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, τον οικολογικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας καθώς και την ευρεία ισοτιμία των γυναικών και στην γενικότερη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική διαδικασία και στις αποφάσεις της.

Αναγκαίος πέραν όλων είναι ένας νέος «πολιτισμός διανομής», ο οποίος δεν μπορεί να καθορισθεί με κρατικές παρεμβάσεις, αλλά η Τ.Α. μπορεί να ευνοήσει ουσιαστικά μια τέτοια κουλτούρα ως μέρος μιας γενικότερης κοινωνικής πολιτικής.

Εδώ μπορεί να υπάρξει συνεργασία με κοινωνικούς φορείς όπως τα συνδικάτα για μορφές «αναδιανομής της εργασίας», που θα διασφαλίζουν θέσεις εργασίας.

Κάθε μεταρρύθμιση του κοινωνικής πολιτικής σε επίπεδο Τ.Α. μπορεί να έχει τύχη μόνο με την κινητοποίηση και τη διαθεσιμότητα για αλληλεγγύη της πλειονότητας του πληθυσμού.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η αγορά εργασίας είναι ένα πεδίο που θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία. Η πρόταση του Κ. Γκιουλέκα για τη δημιουργία δημοτικού γραφείου ευρέσεως εργασίας αποτελεί και αυτό έναν τρόπο ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων. Ιδιαίτερα σε περίοδο μαζικής ανεργίας αποτελεί  κυνισμό και πρόκληση να υπόσχεται ο δήμος θέσεις εργασίας με τη δημιουργία γραφείου εργασίας. Οι μόνες θέσεις εργασίας που θα διασφαλιστούν θα είναι για τους αργόμισθους που θα στελεχώσουν το συγκεκριμένο γραφείο εργασίας. Εκτός εάν ο Κ. Γκιουλέκας προβλέπει τη δημιουργία γραφείο δουλεμπορίας εργατικής δύναμης με αντάλλαγμα την πολιτική του υποστήριξη.

Σχετικά με την αγορά εργασίας σημειώνουμε ότι: δεν θα κάνουμε σε καμία περίπτωση δεκτή οποιαδήποτε συμφωνία του Δήμου με εργοδοτικούς φορείς για την εφαρμογή των τοπικών συμφώνων απασχόλησης. Θέση επ΄ αυτού δεν έχει πάρει ακόμη κανένας συνδυασμός και προκαλούμε να διατυπώσουν δημόσια τη θέση τους.

Για μας σημαντική είναι η κοινωνικά δίκαιη έξοδος από την κρίση που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Η συνοχή  διατηρείται όταν υπάρχει ένταξη και ενσωμάτωση των ατόμων στο κοινωνικό σύνολο. Η ένταξή τους τις περισσότερες φορές γίνεται μέσω της εξαρτημένης εργασίας. Έτσι για εμάς η πλήρης απασχόληση είναι ένας από τους θεμελιώδεις κοινωνικοπολιτικούς στόχους.

Έχουμε επίγνωση ότι η δομικές αιτίες της μαζικής ανεργίας είναι πολύμορφες και έχουν πολλές αιτίες που αυξάνονται με την  ένταση του φαινομένου στην περίοδο της κρίσης και της επικείμενης χρεοκοπίας του ελληνικού δημοσίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το δικαίωμα στην εργασία φαντάζει εξωπραγματικό, αλλά για εμάς εξακολουθεί και έχει ρυθμιστικό ρόλο και θεωρούμε ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μιας πολύμορφης πολιτικής απασχόλησης. Η Τ. Α. έχει σε αυτό το πλαίσιο το δικό της ρόλο.

Είναι προφανές ότι θα περάσουν χρόνια για να επιστρέψουμε στις συνθήκες απασχόλησης που γνωρίζαμε πριν την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την κρατική διασφάλιση ενός χαμηλού εισοδήματος θα πρέπει η Τ.Α. να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που καθιστούν τη συμβίωση ομαλή.

Εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμισθεί και καλούμε και τους άλλους συνδυασμούς να δεσμευτούν επ΄ αυτού, είναι ότι δεν θα υπάρξουν απολύσεις εργαζομένων στις δημοτικές επιχειρήσεις, όχι απλώς από λόγους ηθικής, αλλά γιατί θα μεγεθυνθούν ακόμη περισσότερο τα προβλήματα εξ αιτίας της έλλειψης ανάπτυξης (μειωμένη ζήτηση κλπ).

Θέσαμε πιο πάνω το ζήτημα της χρηματοδότησης, των πόρων που χρειάζονται για να καλυφθούν τα κόστη μιας οποιασδήποτε κοινωνικής δημοτικής πολιτικής. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες περιορισμού της σπατάλης. Η διαφθορά που προέκυψε στο δήμο και στην κοινωνία μας είναι, συν τοις άλλοις, και απότοκο μιας αλόγιστης σπατάλης και μιας νοοτροπίας self service (αυτοεξυπηρέτησης) στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

 Η διαφθορά μέσω του συστήματος πατρωνίας απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά και τη δική της δυναμική στο πλαίσιο του 24χρονου καθεστώτος της δημοτικής αρχής των συντηρητικών δυνάμεων.

Η κρίση ισοπεδώνει και εξαφανίζει πολλά από τα ζητήματα που θεωρούσαμε ως προτεραιότητες στην πιθανή άσκηση πολιτικής σε τοπικό επίπεδο.  Χρειαζόμαστε ένα άλλο υπόδειγμα λειτουργίας και έναν άλλο προσανατολισμό.

Η κρίση θα μας βάζει καθημερινά ενώπιον νέων προβλημάτων. Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην κλίμακα της τοπικής μας κοινωνίας και της τοπικής μας αυτοδιοίκησης θα πρέπει η δημοτική αρχή να μετατραπεί στο σύνολό της σε εργαστήριο ιδεών, σε διακινητή πληροφοριών, σε προωθητή καινοτομιών, σε επινοητή νέων προτάσεων ανάπτυξης με επίκεντρο τα λαϊκά στρώματα, σε προωθητή συλλογικών μορφών δράσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης. Η δημοτική αρχή μπορεί να μετατραπεί σε έναν οργανισμό που «σκέφτεται» συλλογικά, παράγει πολιτικό και κοινωνικό λόγο, βάζει σε κίνηση τα υπόλοιπα υποσυστήματα της τοπικής κοινωνίας.

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τη δημιουργία πολιτικής κοινωνικής ατζέντας στην Τ.Α. που ενισχύεται από τη σημερινή κρίση. Είναι οι πολιτικές που στοχεύουν στην αναδιανομή μέσω της βελτίωσης των κοινωνικών παροχών, μέσω της ενίσχυσης της δημόσιας εκπαίδευσης, μέσω του κοινωνικού κατασκευαστικού-οικιστικού τομέα κλπ.

Στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της οικονομίας της περιοχής στην παγκόσμια οικονομία βρίσκεται και μια κοινωνικοπολιτική πρόκληση. Αντί να προωθούμε το “social dumping”, θα πρέπει να προωθήσουμε μια πλανητική κοινωνική πολιτική, η οποία θα στοχεύει στην υλική διασφάλιση της ζωής όλων των ανθρώπων και θα εξισώνει τις ευκαιρίες στη ζωή στον έναν κόσμο μας.

Από οικολογικής σκοπιάς δεν μπορούν να επεκταθούν τα βιομηχανικά κοινωνικά υποδείγματα ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα, δεν δικαιολογούνται, ούτως ή άλλως πλέον, ούτε και στις βιομηχανικές κοινωνίες.

Από την άλλη όμως είναι εμφανές, ότι χωρίς μια πλανητική κοινωνική πολιτική, ο οικολογικός αναπροσανατολισμός της οικονομίας, καθώς και της διατήρησης των οικολογικών θεμελίων της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί να πετύχει. Βγάζουμε τη Θεσσαλονίκη από το έρεβος του επαρχιωτισμού στο χώρο της κοινωνικής πραγματικότητας και των πλανητικών προβλημάτων και διακινδυνεύσεων και των κοινών λύσεων ενός νέο κοινωνικού συμβολαίου.

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Με τη μεταρρύθμιση της δημοτικής πολιτικής οι φορείς της πολιτικής και της  οικονομίας μπορούν να συμβάλλουν ώστε να ανανεωθεί η αλληλεγγύη της συνολικής κοινωνίας. Μπορούν να υπερβούν την άβυσσο του κοινωνικού χάσματος που διαγράφεται απειλητικά για την κοινωνική συνοχή και να διασφαλίσουν την επιστροφή των περιθωριοποιημένων τμημάτων του πληθυσμού στην κοινωνική κανονικότητα.

Μια αλλαγή πλεύσης της δημοτικής αρχής και της τοπικής αυτοδιοίκησης γενικότερα μπορεί να συμβάλει στην υπερκέραση της οικονομικής δομικής κρίσης, στον κοινωνικό εκσυγχρονισμό καθώς και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλα τα μέλη της κοινωνίας.

Η επανένταξη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στην καθημερινή εργασιακή και κοινωνική κανονικότητα σημαίνει περισσότερα έσοδα για την Τ.Α. και κατ΄ επέκταση μεγαλύτερες δυνατότητες άσκησης επιθετικής κοινωνικής πολιτικής. Για παράδειγμα η συρρίκνωση του κατοικήσιμου χώρου σημαίνει αυτομάτως και απώλεια εσόδων για τον δήμο. Όσα περισσότερα άτομα κατοικούν σε έναν χώρο, όσα λιγότερα δηλαδή τετραγωνικά αντιστοιχούν κατ΄  άτομο («φτώχεια ως απώλεια κατοικήσιμου χώρου»), τόσο μικρότερα είναι και τα έσοδα του δήμου (τέλη κλπ.).

Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την Θεσσαλονίκη ως τμήμα μιας «κοινωνικής Δημοκρατίας» και να την παγιώσουμε ως τέτοια μέσα από συμμετοχικές λειτουργίες στους θεσμούς της και αν θεωρούμε αναγκαία μια νέα αναδιανομή του πλούτου της, χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που θα αφορά όλους τους πολίτες.

Ένα τέτοιο συμβόλαιο σημαίνει ότι πρέπει να υπερβούμε τις λογικές διαχείρισης του διαγραφόμενου κοινωνικού χάσματος ή αντιστοίχως της διαχείρισης της προσδοκώμενης λαϊκής εξέγερσης. Σημαίνει ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και να συνδράμουμε όλοι στο βαθμό που μπορούμε για την έξοδο από την κρίση. Κάτι τέτοιο ανταποκρίνεται στην κοινή προσδοκία της πλειονότητας του πληθυσμού της πόλης και θα επιβεβαιώσει τον δημοκρατικό προοδευτικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης. Στην αντίθετη περίπτωση ανοίγει ο Ασκός του Αιόλου για μια περίοδο … κυνικής  ανθρωποφαγίας που δεν θα διακρίνει Δεξιούς και Αριστερούς.

Ένα τέτοιο κοινωνικό συμβόλαιο δεν επιβάλλεται με διοικητικά μέτρα, ούτε με ατζέντηδες και μάνατζερ, αλλά μπορεί να προκύψει από δημόσιες διαδικασίες διαμόρφωσης γνώμης και βούλησης ως ελεύθερη συμφωνία ΟΛΩΝ.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ

Αναγκαίο είναι σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες η διατήρηση της πεποίθησης σε ευρύτερα τμήματα της πόλης ότι ανήκουμε στην ίδια «κοινότητα» ατόμων και ότι έχουμε πολλά κοινά σε αντίθεση με τα επί μέρους συμφέροντα.  Ο κίνδυνος διεύρυνσης του κοινωνικού χάσματος μπορεί να επεκταθεί και να πάρει ακραίες ιδεολογικές μορφές με αποτέλεσμα να απολεσθεί οριστικά ο κοινός παρανομαστής των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που είναι η ίδια η Θεσσαλονίκη. Η δημοτική αρχή μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας σε αυτή την δύσκολη κοινωνική περίοδο. Διαρκής ενημέρωση του πληθυσμού, ενίσχυση των απόρων, προγράμματα επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο και στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής κ.α.

Ο ψυχοκοινωνικός φόρτος για τα θύματα της διαρκούς ανεργίας και της φτώχειας είναι δεδομένος. Και οι επιπτώσεις που έχει η φτώχεια στα μεμονωμένα άτομα είναι και αυτές γνωστές. Για αυτό απαιτείται ένα δίκτυο επιστημονικής και ψυχολογικής υποστήριξης που θα ασχολείται με αυτή την πλευρά των συνεπειών της κρίσης πάνω στους πολίτες.

ΕΡΓΑΣΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ-ΚΑΤΟΙΚΙΑ

-Να αναιρούνται οι άδειες λειτουργίας σε καταστήματα εστίασης, καφέ κλπ. στα οποία έχει δικαιοδοσία η δημοτική αρχή, όταν συστηματικά δεν ασφαλίζονται από τους εργοδότες  οι εργαζόμενοι. Η ασυδοσία που υπάρχει στον συγκεκριμένο κλάδο δημιουργεί πέραν των άλλων και αθέμιτο ανταγωνισμό και δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας επαγγελματικής κουλτούρας που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης πόλης που προσφέρει υψηλές υπηρεσίες. Εργαζόμενοι με άθλιες συνθήκες εργασίας δεν είναι καλοί πρεσβευτές για τη δημόσια εικόνα της πόλης, γιατί η δυσαρέσκεια εκφράζεται στη συμπεριφορά τους. Επίδραση στους τουρίστες-επισκέπτες.

-Το  κοινωνικό χάσμα που προκαλεί η οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία περιοχών με μορφή γκέτο σε αρκετά σημεία της πόλης. Στόχος είναι με παρεμβάσεις της δημοτικής αρχής και μια συστηματική εργασία να αποφευχθούν παρόμοιοι σχηματισμοί που οδηγούν στην γεωγραφική κατανομή του κοινωνικού κατακερματισμού. Η δημοτική αρχή μπορεί να ξεκινήσει μια πολιτική κατοικήσιμου χώρου και να αξιοποιήσει τα ακίνητά της προς αυτή την κατεύθυνση. Θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν με εκτεταμένες αναπλάσεις στο κέντρο της πόλης, που θα συμβάλλουν ταυτοχρόνως στη δημόσια εικόνα για τους επισκέπτες της πόλης. Επίσης στον τομέα της κατοικίας θα ενταθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ακινήτων και στους ενοικιαστές. Πολλές από αυτές καταλήγουν στα δικαστήρια. Δεν αναφερόμαστε στους κατ΄ επάγγελμα κακοπληρωτές αλλά για ανθρώπους που πραγματικά υστερούν και δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή τη φάση στις απαιτήσεις των ενοικίων τους. Δημιουργία ειδικού γραφείου για τη διευθέτηση ζητημάτων  που αφορούν προβλήματα στις σχέσεις κατοικίας και επαγγελματικών χώρων. Επίσης η διευθέτηση ακραίων περιπτώσεων όπως το ενδεχόμενο να παραμείνει άστεγη μια οικογένεια, που θα σήμαινε απ΄ ευθείας ολίσθηση στη φτώχεια. Άστεγοι γενικώς είναι αδύνατον να βγούνε από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας. Η παρουσία αστέγων στους δρόμους από την άλλη δημιουργεί προβλήματα στη δημόσια εικόνα της πόλης. Η δημοτική αρχή μπορεί να συμφωνήσει με ιδιοκτήτες ακινήτων, σε αυτή την περίοδο της οικονομικής αστάθειας και της έλλειψης βεβαιότητας για την πληρωμή του ενοικίου, για την εγκατάσταση αστέγων και απόρων οικογενειών σε κατοικίες. Από την πλευρά της η δημοτική αρχή θα είναι υπεύθυνη για την καταβολή του ενοικίου. Η δημοτική αρχή θα πρέπει να καλύψει το μεταβατικό στάδιο στο πρόβλημα της στέγης που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές ρίσκου (διακινδύνευσης). Άτομα δηλαδή που κάποια στιγμή δεν θα μπορέσουν, παρά τη θέλησή τους, να ανταποκριθούν και να πληρώσουν το ενοίκιο τους. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να γίνεται με συμβόλαια ανάμεσα στη δημοτική αρχή και τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ή και χωρίς υπογραφή συμβολαίων για να έχει η πόλη περισσότερες δυνατότητες και για να μην μπλέκει η δημοτική αρχή σε νομικά προβλήματα με τους ιδιοκτήτες και να υπάρχει μια ευελιξία στις σχέσεις αυτές. Ένα παράδειγμα εφαρμογής αυτού του μέτρου υπάρχει στην Κολωνία της Γερμανίας με την οποία η Θεσσαλονίκη είναι αδελφοποιημένη πόλη. Σημαντικότερο στοιχείο δεν είναι η μορφή μιας  τέτοιας συνεργασίας , αλλά το γεγονός ότι η εύρεση κατοικίας στους οικονομικά ασθενείς κατοίκους της πόλης και η αποφυγή προβλημάτων κοινωνικού ρατσισμού και περιθωριοποίησης των φτωχών, που θα έχουν και άλλα χαρακτηριστικά, οικονομικοί μετανάστες, μονογονεϊκές οικογένειες κλπ. και η δημιουργία ζωνών φτώχειας με κίνδυνο να μετατραπούν σε γκέτο. Σε ορισμένες περιοχές της πόλης παρατηρούνται τέτοιες τάσεις συγκέντρωσης, που αν δεν αντιμετωπιστούν θα οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Ο δήμος θα πρέπει να εκπονήσει ειδικά προγράμματα ανακαίνισης για δύο λόγους: α. η οικιστική κατάρρευση περιοχών εντός της πόλεως μειώνει την αξία των ακινήτων και μετατρέπει μια περιοχή σε πόλο έλξης  των οικονομικά ασθενέστερων, αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό του «γκέτο» και β. μια οικιστική πολιτική αυτής της μικροκλίμακας μπορεί να συμβάλει στην τόνωση της οικονομίας και αν συνοδευτεί με οικολογικά μέτρα στην κατασκευή να δημιουργήσει έναν νέο μικρό οικονομικό κύκλο που θα λειτουργήσει καταπραϋντικά στα αποτελέσματα της οικονομικής ύφεσης και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. – Υπάρχει και μια δημογραφική διάσταση στο πρόβλημα της κατοικίας. Από τη μια μεριά έχουμε ηλικιωμένους ανθρώπους που ζουν πολλές φορές μόνοι τους και έχουν στη διάθεσή τους μεγάλες κατοικίες, από την άλλη υπάρχουν οικογένειες με παιδιά που η αναλογία του χώρου για αυτές είναι πολύ μικρή. Η δημοτική αρχή μπορεί να επιδοτεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη μετακόμιση των ηλικιωμένων σε μικρότερες κατοικίες για να απελευθερώνονται κατοικίες με περισσότερα τετραγωνικά μέτρα για οικογένειες με πολλά μέλη. Σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη μια τέτοια πολιτική πρόταση θα είναι δύσκολη να εφαρμοσθεί διότι από τη μία ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών είναι λόγος που οι μικρές κατοικίες συνήθως είναι πιο ακριβές από τις μεγάλες, από την άλλη οι ηλικιωμένοι συνήθως δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την οικεία περιοχή και θέλουν να παραμείνουν στο γνωστό σε αυτούς περιβάλλον. Ένα επιπλέον ζήτημα είναι το ύψος της επιδότησης για μετακόμιση και τα αποτελέσματα που αυτό μπορεί να επιφέρει. Σε περιόδους περιορισμένων οικονομικών της δημοτικής αρχής φαντάζει ως ανεφάρμοστη μια τέτοια πρόταση. –Εκείνο που θα πρέπει οπωσδήποτε να καθιερωθεί είναι η επιδότηση ενοικίου εκ μέρους του δήμου. Κατά πρώτον να δηλώσουμε ότι κάθε πολιτική που θα αφορά την κατοικία και θα σχετίζεται με ιδιώτες, θα ισχύουν μόνο για τους δημότες Θεσσαλονίκης. Τόσο ο ενοικιαστής όσο και ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να είναι δημότες της πόλης. Το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για να μην υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις και  προκαλούν τη δημιουργία  ζωνών φτώχειας μέσα στην ίδια την πόλη. Το ζήτημα της επιδότησης  του ενοικίου είναι εξαιρετικά περίπλοκο και συνδέεται με την ανάπτυξη και την επέκταση της ίδιας της πόλης. Η αποτελεσματικότητά του στη διαμόρφωση της επεκτεινόμενης πόλης δεν μπορεί να εκτιμηθεί γιατί μας λείπουν συγκεντρωτικά στοιχεία σε βάθος χρόνου και στοιχεία που αφορούν τους ρυθμούς επέκτασης της πόλης και από την άλλη δεν υπάρχει αντίστοιχη επιστημονικός κλάδος ή επιστημονικοί κλάδοι στη χώρα μας που να ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα. Κατά συνέπεια μια σύγχρονη δημοτική αρχή θα πρέπει να καλύψει με δικούς της τρόπους το κενό αυτό που υπάρχει σε επίπεδο συγκροτημένης επιστημονικής γνώσης, πιθανότατα με ειδική υπηρεσία συντονισμού και  μελέτης  των προβλημάτων της επεκτεινόμενης Θεσσαλονίκης και γενικότερα των πόλεων σε συνεργασία με επιμέρους τμήματα των ΑΕΙ και με τους αντίστοιχους οργανισμούς του δημοσίου, π.χ. ΟΡΘ. Μια τέτοια πολιτική θα δημιουργήσει και θέσεις  εργασίας  για υψηλά καταρτισμένο προσωπικό στους συγκεκριμένους τομείς. Οι διάφορες υπηρεσίες του Δήμου που αφορούν τους συγκεκριμένους τομείς είναι υποστελεχωμένοι και έχουν εντελώς γραφειοκρατικό χαρακτήρα. Ανάμεσα στους στόχους που θα πρέπει να θέσει μια τέτοια υπηρεσία είναι η πολιτική που αφορά το δημόσιο χώρο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας υπόψη της τις ανάγκες των κατοίκων, τα μνημεία, τον αρχαιολογικό πλούτο της που ακόμη δεν έχει αναδυθεί από το έδαφος κλπ. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια διεπιστημονική προσέγγιση για το μέλλον του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης. Είναι το μεγάλο πλεονέκτημα από κάθε άποψη για την πόλη και θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Μια νέα πολιτική χώρου μπορεί να είναι ταυτοχρόνως μια κοινωνική και οικονομική προοπτική για τη Θεσσαλονίκη.

ΕΠΑΙΤΕΙΑ

– Η επαιτεία είναι ένα από τα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η νέα δημοτική αρχή. Σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του δήμου και του κράτους θα ξεκινήσει μια προσπάθεια καταγραφής του φαινομένου.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η εισαγόμενη επαιτεία γίνεται από οργανωμένα δίκτυα τα οποία εκμεταλλεύονται άτομα με ειδικές ανάγκες και μικρά παιδιά. Ειδικότερα για τα τελευταία θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα.

Η επαιτεία των μικρών παιδιών, επαγγελματική ή από οικογενειακή ανάγκη, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί για να εξαφανιστεί το πρόβλημα από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης.

Χρησιμοποίηση δημοτικής αστυνομίας, αστυνομίας,  κοινωνικών λειτουργών και ενός συστήματος ολόκληρου που θα διασφαλίζει σε αυτά τα παιδιά το δικαίωμα στην «παιδικότητά» τους.

– Τελευταία αυξάνεται η επαιτεία ηλικιωμένων ανθρώπων και το επόμενο διάστημα και τα επόμενα χρόνια το φαινόμενο, μάλλον, θα αυξηθεί. Η φτώχεια  έχει και ηλικιακά χαρακτηριστικά.

 Ηλικιωμένοι και ηλικιωμένες με χαμηλή σύνταξη και χωρίς οικογενειακό περίγυρο ή εγκαταλειμμένοι από τον οικογενειακό τους περίγυρο είναι αναγκασμένοι για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και να μπορούν να ανταποκρίνονται στα στοιχειώδη της καθημερινής ζωής να επαιτούν.

 Ως μορφές επαιτείας θα πρέπει να θεωρηθούν και εκείνες οι περιπτώσεις όπου ηλικιωμένοι πουλούν διάφορα «προϊόντα» τριγυρνώντας στην πόλη εκλιπαρώντας ουσιαστικά την ευσπλαχνία των Θεσσαλονικιών και των επισκεπτών της πόλης μας.

Δημιουργία ειδικής ομάδας στο Δήμο καταγραφής και αντιμετώπισης κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Ειδικά προγράμματα αντιμετώπισης των συστηματικών μορφών επαιτείας και της εκμετάλλευσης των επαιτών.

Σύνδεση με μέτρα για την προστασία των απόρων ηλικιωμένων.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

 Στη χώρα μας δεν υπάρχει οργανωμένη πολιτική για τους νέους.

 Στις σημερινές απρόσωπες κοινωνίες μας με την υποχώρηση της «γειτονιάς» είναι η οικογένεια που αναλαμβάνει να «πληρώσει» τον ελεύθερο χρόνο του παιδιού, με διάφορα προγράμματα, τα οποία ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε τις εμπορευματοποιημένες μορφές διασκέδασης και εκκοινώνισης που είναι καθοριστικές από την προεφηβεία και μετέπειτα.

Η δημοτική αρχή οφείλει να αυξήσει στις συνθήκες της κρίσης τις δυνατότητες για μια ομαλή ενσωμάτωση του συνόλου των νέων στην κοινωνική ζωή. Οι κίνδυνοι που υπάρχουν για τον κοινωνικό ιστό από την αυξανόμενη ανεργία και τη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων, θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στη διαδικασία εκκοινώνισης των νέων ανθρώπων.

Στα διαμερίσματα του δήμου, θα οργανωθούν Λέσχες Νεολαίας. Εδώ θα υπάρχει εξοπλισμός για διάφορες μορφές επικοινωνίας, μόρφωσης, ψυχαγωγίας και απασχόλησης. Δωρεάν Διαδίκτυο και προσφορά μαθημάτων για την εκμάθηση προγραμμάτων στους υπολογιστές.

Διάφορα αυτοδιαχειριζόμενα εργαστήρια με multimedia, μέσα κινηματογραφικής σκηνοθεσίας.

Σεμινάρια παραγωγής και διακίνησης πληροφοριακού υλικού. Έκδοσης τοπικών εφημερίδων στα διαμερίσματα του Δήμου. Έκδοσης τοπικών ηλεκτρονικών εφημερίδων, τράπεζα πληροφοριών για το κάθε διαμέρισμα και ότι άλλη έμπνευση έχουν οι αυτοδιαχειριζόμενες ομάδες των νέων που θα δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες λέσχες.

Οι νέοι μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να ενταχθούν σε διάφορα κοινωνικά προγράμματα ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ που θα έχουν σχέση με τους ηλικιωμένους σε μια προσπάθεια να σπάσει η μοναξιά των ηλικιωμένων, η απομόνωση και η ψυχοπαθολογία που τη συνοδεύει, και να έλθει η μια γενιά πιο κοντά στην άλλη.

 Οι εμπειρίες αυτές της αλληλεγγύης για τη νέα γενιά θεωρούμε ότι είναι προϋπόθεση για να προχωρήσει μια «κοινότητα» ανθρώπων συντεταγμένα απέναντι στην πλήρη εξαθλίωση των ανθρώπινων σχέσεων που υπαγορεύονται σήμερα εντελώς από κριτήρια κέρδους.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται εθελοντές αναγνώστες που θα διαβάζουν βιβλία κατ΄ οίκον σε ηλικιωμένους που ζητούν κάτι τέτοιο (άτομα με προβλήματα όρασης που δεν μπορούν να δουν τηλεόραση θα καλωσόριζαν μια τέτοια πολιτική), κύκλοι συζητήσεων σε σπίτια με ηλικιωμένους και ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων ορισμένες μέρες το μήνα κλπ.

Μαθήματα χρήσης υπολογιστών σε ηλικιωμένους ανθρώπους και η δημιουργία «εικονικών γειτονιών» στο Διαδίκτυο,

 Η κοινωνική προσέγγιση των γενεών, αποτελεί στοιχείο κοινωνικής αλληλεγγύης και θα είναι ωφέλιμη για τη νέα γενιά που θα μεγαλώσει μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της ανέχειας σε μια κοινωνία πνιγμένης στα καταναλωτικά αγαθά.

Συμμετοχή των νέων στην βοήθεια στο σπίτι των ηλικιωμένων και αναξιοπαθούντων ατόμων. Δημιουργία ικανού αριθμού θέσεων απασχόλησης για νέους μέσα από ανάλογα κοινωνικά προγράμματα.

Αναζήτηση πόρων μέσα από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία.

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΓΕΝΟΥΣ ΘΥΛΗΚΟΥ

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Θεσσαλονίκη ήταν έως σήμερα προνομιακός χώρος δραστηριοποίησης των ανδρών. Ο νέος νόμος, ο περίφημος «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ» ανοίγει με την ποσόστωση που επιβάλλει στην συμμετοχή γυναικών στα ψηφοδέλτια ένα νέο παράθυρο για τη μεγαλύτερη εμπλοκή των γυναικών στα κοινά των δήμων. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, ούτε είναι βέβαιο ότι θα διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη παρουσία των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των δήμων και των περιφερειών.

Για το δήμο Θεσσαλονίκης θέλουμε να πούμε ότι η αυξημένη παρουσία των γυναικών στο δημοτικό συμβούλιο θα είναι ευεργετική.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας όλοι οι πολίτες είναι ίσοι. Το δημοτικό καθεστώς των 24 χρόνων ήταν ένα καθεστώς ανδροκρατίας. Ελάχιστο ήταν το ποσοστό που εκλεγόταν με το ψηφοδέλτιο της καθεστωτικής παράταξης και σχεδόν ανύπαρκτη ήταν η παρουσία των ελάχιστων εκλεγμένων γυναικών σε διοικητικές θέσεις στις δημοτικές αρχές. Και όταν από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις συνέβη αυτό στην γυναίκα δίνονταν μια θέση που αντιστοιχούσε στα «στερεότυπα» της γυναίκας, π.χ. κοινωνική πολιτική, πολιτισμός. Οι αντιδημαρχίες κλειδιά παρέμεναν στα χέρια των ανδρών.

 Δεν ήταν μόνο η πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών, της πλειονότητας του πληθυσμού της πόλης, χαμηλή, αλλά και τα θέματα που αφορούν στο γυναικείο πληθυσμό δεν τύχαιναν ποτέ ιδιαίτερης προσοχής. Η ανδροκρατική σύνθεση του δημοτικού συμβουλίου, αντιστοιχούσε πάντοτε στην ανδροκρατική πολιτική που ασκούνταν σε επίπεδο Τ.Α. Η γυναίκα ως ιδιαίτερη ανθρώπινη οντότητα συμπεριλαμβανόταν απλώς στα γενικά προβλήματα της πόλης!

– Οι γυναίκες θίγονται πάντοτε περισσότερο από την κατάσταση στην αγορά εργασίας. Σήμερα ένας μεγάλος αριθμός γυναικών απασχολείται στην μαύρη εργασία (μπάρ, εστιατόρια, συνεργεία καθαρισμού κλπ.) Στις μέρες της κρίσης οι δυνατότητες επιμόρφωσης που είναι καθοριστικές για την εξέλιξη μιας γυναίκας περιορίζονται. Στον τομέα αυτό μπορούν να γίνουν τεράστια βήματα, να αξιοποιηθούν διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα, να εισρεύσουν χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία στα ταμεία του δήμου. Η ισότητα των γυναικών στις συνθήκες της κρίσης μπορεί να γίνει όχημα οικονομικής ανάπτυξης.

 – Η πολιτική είναι ένας τομέας όπου για κοινωνικούς ιδεολογικούς λόγους οι γυναίκες δεν εκπροσωπούνται επαρκώς. Η Τ.Α. είναι ένα πεδίο όπου η πολιτική γίνεται εκ του σύνεγγυς. Αυτό σημαίνει ότι η παρέμβαση των γυναικών μπορεί να είναι πιο άμεση, εκεί που γίνονται οι διακρίσεις εις βάρος τους.

 Η κοινωνική πολιτική της δημοτικής αρχής  θα πρέπει να λαμβάνει πρωτίστως υπόψη της την περίπλοκη πραγματικότητα της ζωής μιας γυναίκας και να φροντίσει να την βελτιώσει.

Η Θεσσαλονίκη πρέπει να ανακαλύψει  τη «θηλυκή» πλευρά της.

Για να το πετύχουμε αυτό η δημοτική αρχή χρειάζεται ένα Γραφείο Ισότητας που  θα το αποτελούν γυναίκες υπεύθυνες για το συντονισμό και την προώθηση των γυναικείων θεμάτων στην κοινωνία της πόλης. Το Γραφείο Ισότητας:

Α. θα διατυπώνει δημοσίως πολιτικές σκέψεις που αφορούν τη θέση της γυναίκας.

Β. Θα σχεδιάζει διάφορα προγράμματα για την προώθηση της γυναίκας.

Γ.  Θα δημιουργεί κατά τόπους στα διαμερίσματα επιτροπές γυναικών για την επίλυση των γυναικείων προβλημάτων.

Δ. Θα προτείνει στους διάφορους κοινωνικούς φορείς (συνδικάτα εργαζομένων και εργοδοτών κλπ) τη δημιουργία γυναικείων ομάδων με τις οποίες θα έρχεται σε επαφή το Γραφείο Ισότητας για διάφορα ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες.

Ε. Θα δημιουργήσει ένα εσωτερικό δίκτυο που θα συνδέει τις γυναίκες των υπηρεσιών του δήμου και των δημοτικών επιχειρήσεων και θα αφορά τις εργασιακές συνθήκες των γυναικών, τα προβλήματα της επαγγελματικής τους ανέλιξης, ζητήματα παρενοχλήσεων στην εργασία τους κλπ.

ΣΤ. Θα δημιουργήσει ειδική επιτροπή από τις εκλεγμένες συμβούλους πέρα από παρατάξεις  για την καλύτερη προώθηση των γυναικείων ζητημάτων. Με κύριο θέμα την καλύτερη  και πιο δίκαιη οργάνωση  από σκοπιάς γυναικείων συμφερόντων του διοικητικού οργανισμού του Δήμου. Η κλεπτοκρατία δεν ήταν γένους θηλυκού.

Ζ. Το Γραφείο Ισότητας θα βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με γυναικείες οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην πόλη, θα φροντίζει για την προώθηση των ζητημάτων που αυτές θέτουν, από γραμμές τηλεφωνικής επικοινωνίας έως και ζητήματα χρηματοδότησης γυναικείων οργανώσεων με βάση τη δραστηριότητά τους και την χρησιμότητά τους στην υπόθεση της Ισότητας.

Η. Επικοινωνιακή πολιτική που θα αφορά τη θέση της γυναίκας στην καθημερινή ζωή της Θεσσαλονίκης. Συνεργασία με τους φορείς ενημέρωσης και κυρίως με τις Ενώσεις Συντακτών και τον τοπικό τύπο. Εδώ μπορεί να υπάρχει ετήσια αναφορά για την κατάσταση των γυναικών στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Να διατίθεται πληροφοριακό υλικό μέσα από ειδική τράπεζα του δήμου για τα γυναικεία ζητήματα και να προωθούνται στοιχεία της γυναικείας  πολιτικής στη δημοσιότητα.

Συνεχής προβολή μέσα από τον  τύπο θεμάτων που αφορούν  τη γυναίκα.

 Ειδικό βραβείο για δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με θέμα τη γυναίκα και τη θέση της στην σύγχρονη Θεσσαλονίκη.

Ειδικό βραβείο σε τηλεοπτική ταινία τεκμηρίωσης με θέμα τη γυναίκα.

Βραβεία για γυναίκες δημοσιογράφους και τη δράση τους.

Το 24χρονο καθεστώς δεν είχε γυναικεία πολιτική, ήταν δημαρχοκεντρικά και ανδροκρατικά προσανατολισμένο και δεν έχει εκδώσει σχεδόν καμία αξιόλογη ανακοίνωση για τη θέση της γυναίκας στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μόνο εκείνες οι τυπικές ανακοινώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.

Θ. Ιδιαίτερη σημασία δίνουμε στην πολιτική λειτουργία του Γραφείου Ισότητας και στη σχέση του με ένα σύστημα λειτουργίας που θα είναι επηρεασμένο από στοιχεία της άμεσης δημοκρατίας.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ

  1. Εκκινώντας από την γενικότερη διαπίστωση ότι οι άνδρες κινούνται συνήθως με το αυτοκίνητο και οι γυναίκες και τα παιδιά με τα πόδια, με το ποδήλατο και με τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, η δημοτική πολιτική θα πάρει αναγκαστικά μέτρα για μια νέα ώθηση στα ζητήματα του κυκλοφοριακού και της κίνησης στην πόλη. Η παρουσία των γυναικών θα διευκολύνει την προτεραιότητα των δημόσιων συγκοινωνιών, τη δημιουργία ποδηλατοδρόμων, την βελτίωση των δημόσιων χώρων στην πόλη, όπου π.χ. μπορεί να καθίσει μια μητέρα με το παιδί που έχει στο καροτσάκι. Έως τώρα η πολιτική για το δημόσιο χώρο και την κίνηση σε αυτόν γινόταν με βάση τις κυρίαρχες ανάγκες των – νέων – κυρίως ανδρών. Η αυξημένη συμμετοχή γυναικών στα δημοτικά συμβούλια επανατοποθετεί τη σχέση δημόσιου χώρου  και κίνησης ως σχέση που αφορά στη γυναικεία παρουσία και κίνηση στο δημόσιο χώρο.
  2. Παράπονα διατυπώνονται και από γυναίκες καλλιτέχνιδες ότι ο πολιτισμός εξακολουθεί, παρά τις εξαγγελίες, να είναι προνομιακός χώρος των ανδρών. Εκθέσεις από γυναίκες για γυναίκες, εκδηλώσεις γυναικών στο πλαίσιο των δημοτικών πολιτιστικών προγραμμάτων, γυναικεία φεστιβάλ (π.χ. ένα φεστιβάλ συνθετριών μουσικής, συμμετοχή γυναικών καλλιτεχνών στο πολιτιστικό πρόγραμμα της πόλης, προώθηση του γυναικείου θεάτρου και γυναικείων θεατρικών ομάδων σε δημοτικό επίπεδο. Στοιχεία που  θα μπορούσαν να ανοίξουν νέες προοπτικές στις γυναίκες σε νέες  δυνατότητες έκφρασης, αλλά και σε καλλιτέχνιδες σε μια νέα επικοινωνία με το  κοινό τους και τον καλλιτεχνικό χώρο.
  3. Είμαστε υπέρ μιας γυναικόφιλης εκπαιδευτικής πολιτικής. Κάθε εκπαιδευτική πολιτική που συνδέεται με την τοπική αυτοδιοίκηση έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες επιτυχίας. Για αυτό δε θεωρούμε ότι η εκπαιδευτική πολιτική που αφορά στην εκπαίδευση των κοριτσιών, τα στερεότυπα που αναπαράγονται μέσα από τα βιβλία και τα προγράμματα του Οργανισμού είναι θέματα που δεν αφορούν την πολιτική της Τ.Α. Τουναντίον είμαστε πεπεισμένοι ότι μόνο με την συνεργασία και την παραγωγική σύνδεση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης με την Τ.Α. και στην περίπτωσή μας με το δήμο Θεσσαλονίκης μπορούν να έλθουν αποτελέσματα και σε αυτόν τον τομέα. Ο δήμος πέραν τούτου μπορεί στις λέσχες Νεότητος, αλλά  και γενικότερα να προωθήσει προγράμματα που θα συμβάλλουν στην εξάλειψη των διακρίσεων και των παραδοσιακών ρόλων με τους οποίους εκκοινωνούνται τα μικρά παιδιά. Μπορεί να συγκροτηθούνε σε συνεργασία με τα σχολεία  προγράμματα για την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης  των κοριτσιών, ως μέσο προετοιμασίας ισότιμων πολιτών για τη δημοκρατία μας. Τέλος, μπορούν να προωθηθούν μοντέλα κριτικής προσέγγισης του αστικού περιβάλλοντος που διαβιούν τα νέα κορίτσια και τα δομικά στοιχεία σε αυτό που διαιωνίζουν τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών. Σεμινάρια για τους νέους και κυρίως για τις νεαρές σε ζητήματα σεξουαλικής αγωγής τα οποία θα γίνονται σε συνεργασία με την εκπαίδευση και τη Γραμματεία Ισότητας του Δήμου.  –
  4. Ένα ζήτημα μείζονος σημασίας είναι η βία κατά των γυναικών. Σε περιόδους κρίσης τα κρούσματα αυξάνονται και χρειάζονται ειδικότερα μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος. Συνεργασία της Γραμματείας Ισότητας με μη κυβερνητικές οργανώσεις και οργανώσεις γυναικών που έχουν κηρύξει τον πόλεμο κατά της βίας εις βάρος των γυναικών. Απαραίτητη είναι η δημιουργία Σπιτιών της Γυναίκας, όπου θα βρίσκουν καταφύγιο οι κακοποιημένες γυναίκες. Η  δημοτική αρχή θα καταβάλλει τα έξοδα λειτουργίας τέτοιων σπιτιών, αλλά η λειτουργία τους θα αποδοθεί σε ανάλογες οργανώσεις και στην αυτόνομη διεύθυνση των «σπιτιών» μέσα από γενικές συνελεύσεις  των υποστηρικτών και των εθελοντών που θα συμμετέχουν στην λειτουργία του «Σπιτιών». Στα σπίτια θα υπάρχουν κοιτώνες για κακοποιημένες γυναίκες και για τα παιδιά τους καθώς και τηλεφωνικό κέντρο για άμεση επικοινωνία των θυμάτων. Δικηγορική υποστήριξη καθώς και σύνδεση με τις υπηρεσίες ταξί της πόλεως για την άμεση προτεραιότητα στη μεταφορά μέσα στη νύχτα – όπου συμβαίνουν τα περισσότερα περιστατικά κακοποίησης- στους χώρους των Σπιτιών Υποδοχής Κακοποιημένων Γυναικών. (Σ.Υ.ΚΑ.Γ.) – Ψυχολογική υποστήριξη των γυναικών, υποστήριξη των ανδρών, ψυχολόγοι σύμβουλοι κλπ.
  5. Η πολιτική απέναντι στην νεολαία κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε πολιτική αποκλειστική για τους νεαρούς αν δεν ληφθούν μέτρα, όπως μας διδάσκουν ευρωπαϊκά παραδείγματα. Για το λόγο αυτό πρέπει στις Λέσχες Νέων να υπάρχουν ειδικά τμήματα και χώροι που να αφορούν τις κοπέλες. Ο δήμος πρέπει να δώσει έμφαση στην ενημέρωση γύρω από ζητήματα σεξουαλικής κακοποίησης κοριτσιών και στο πλαίσιο της Γραμματείας Ισότητας να υπάρξει υπεύθυνη για τις κοπέλες. Ειδικής μεταχείρισης πρέπει να τυγχάνουν τα σεξουαλικά κακοποιημένα κορίτσια και να τύχουν της ανάλογης υποστήριξης από την πλευρά των κοινωνικών υπηρεσιών του Δήμου. Η υποστήριξη από επιτελείο γυναικών  ψυχολόγων θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
  6. Αγορά εργασίας φιλική προς τη γυναίκα. Οι γυναίκες είναι τα μεγάλα θύματα της κρίσης. Η αγορά εργασίας τις ωθεί στις χειρότερες θέσεις εργασίας με τους χαμηλότερους μισθούς. Η επισφάλεια είναι μια κατάσταση που πλήττει κυρίως το γυναικείο πληθυσμό, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Αυτό που αρχικά εμφανίζεται ως δυνατότητα για να συνδυάσει κανείς την εργασία με τα οικογενειακά «καθήκοντα» αποδεικνύεται «παγίδα φτώχειας» για την εργαζόμενη γυναίκα. Στις περιπτώσεις που οι γυναίκες είναι επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, που είναι ο συνηθισμένος τύπος της μονογονεϊκής οικογένειας, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Για να αποκτήσει ισότιμη σχέση με τον άνδρα στην αγορά εργασίας η γυναίκα, θα πρέπει να υπάρχουν προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ειδικά για γυναίκες που εξέρχονται από τον ενεργό εργασιακό βίο, λόγω της γέννησης και ανατροφής των παιδιών, να δημιουργηθούν προγράμματα που να απομακρύνουν τις γυναίκες από την «παγίδα φτώχειας» που μπορεί να σημαίνει ένα χαμηλό  κοινωνικό επίδομα ή  δεύτερη εργασία του συζύγου. Και στις δύο περιπτώσεις δυναμιτίζεται η οικογενειακή ισορροπία. Για την ευκολότερη πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας μπορεί να συνδράμει η Γραμματεία Ισότητας, οι διάφορες οργανώσεις γυναικών και η υπεύθυνη από τη γραμματεία Ισότητας για τη σχέση με τις γυναίκες των πανεπιστημίων. Οι γυναίκες πρέπει να μετατρέψουν το οικονομικό σκέλος αυτής της πολιτικής υπόθεσης της Τ.Α. και να απαιτήσουν για αυτό το λόγο ενίσχυση των δημοτικών ταμείων. – Για να μπορέσουν να εργασθούν οι γυναίκες χωρίς περιορισμούς και να μπορούν να ανταγωνισθούν τον ανδρικό πληθυσμό στην αγορά εργασίας, θα πρέπει η δημοτική αρχή να διασφαλίσει τη λειτουργία παιδικών σταθμών για όλη την ημέρα. Μας βρίσκουν αντίθετες οι προτάσεις για νυκτερινούς παιδικούς σταθμούς του κ. Γκιουλέκα  διότι θα οδηγήσουν στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών τον γυναικείο πληθυσμό σε κακής ποιότητας θέσεις εργασίας στη νύχτα, μεγαλώνοντας έτσι το χάσμα που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο φύλα στην αγορά εργασίας. – Για τις γυναίκες που εργάζονται σε υπηρεσίες του Δήμου κυρίως στην καθαριότητα είναι αδιανόητη η οποιαδήποτε πολιτική που τις θέλει να εργάζονται σε συνθήκες επισφάλειας. Δεν δεχόμαστε συνθήκες επισφαλούς εργασίας σε καμία υπηρεσία του Δήμου. Οι εργαζόμενες στην καθαριότητα των δημοτικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι υπάλληλοι του Δήμου. Σε σπάνιες ακραίες περιπτώσεις που χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί εργολάβος θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενες σε αυτόν θα πρέπει να είναι ασφαλισμένες. Χωρίς ασφάλιση δεν μπορεί να δοθεί καμία εργολαβία από το δήμο Θεσσαλονίκης. Αυτό είναι και ένα γενικότερο κριτήριο για όλες τις εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με τις οποίες συνεργάζονται οι υπηρεσίες του Δήμου.
  7. Τολμούμε περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια με τις γυναίκες. Η γυναικεία παρουσία στην πολιτική θα έχει ευεργετικά χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το 24χρονο κλεπτοκρατικό καθεστώς ήταν ένα αμιγώς πατριαρχικό καθεστώς, στο οποίο η οικογενειοκρατία ήταν το μέσο για την επιβολή των ανδρικών επιλογών σε όλη την οικογένεια. Οι γυναίκες στις υπηρεσίες του δήμου, στους μαζικούς φορείς της πόλης, στο δημοτικό συμβούλιο, σε συλλόγους κλπ. θα λειτουργήσουν ανανεωτικά στο αποστεωμένο κοινωνικό σώμα. Η δημιουργία μιας γυναικόφιλης κοινωνίας είναι ένα βήμα προς τη διεύρυνση της κοινωνικής Δημοκρατίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΓΕΡΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΚΗ

 Η χώρα μας είναι μια χώρα γερόντων. Η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα φαινόμενο τις διαστάσεις του οποίου δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί. Ο δείκτης γεννήσεων στη χώρα μας βρίσκεται κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό δείκτη γεννήσεων ανά γυναίκα. Το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων είναι γνωστό και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις. Στις συνθήκες της κρίσης και της μαζικής ανεργίας μεγάλα τμήματα των νέων «συμπτύσσονται» στην οικογενειακή εστία για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθημερινής διαβίωσης. Ο κατοικήσιμος χώρος περιορίζεται. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια ακόμη συμβολή των παλαιοτέρων γενεών στην επιβίωση και στην ευμάρεια των νεωτέρων. Η γήρανση ως φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινο οργανισμού αρχίζει σχετικά νωρίς, αλλά ο κοινωνικός προσδιορισμός της έννοιας του γέροντος έχει αλλάξει. Σε προηγούμενες δεκαετίες άνθρωποι στην αρχή των πενήντα θεωρούνταν γέροι. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό. Στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού ένα πρόβλημα που όφειλε να απαντήσει το σύστημα ήταν οι μεγάλοι δείκτες  γεννήσεων του προλεταριάτου. Σήμερα ένα πρόβλημα που δημιουργείται στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίας είναι αυτό της μακροζωίας των γερόντων. Το γεγονός έχει τεράστιες συνέπειες και το αντιμετωπίζουμε σήμερα με τις συζητήσεις για την ασφάλιση και το μέλλον της. Οι δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη ιατρική επιστήμη επιμηκύνουν το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού. Τα γηρατειά αποδεικνύονται πολυδάπανα για τις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες ή όχι;

Η πολιτική απέναντι στους ηλικιωμένος είναι ανύπαρκτη στη χώρα μας. Τα ΚΑΠΗ αφορούν μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες γερόντων. Εκείνες δηλαδή που δεν έχουν ανάγκη από τη βοήθεια τρίτων προσώπων. Πρόκειται για γέροντες στα πρώιμα γηρατειά που έχουν ακόμη δυνατότητες να αυτοεξυπηρετούνται και είναι αρκετά δραστήριοι. Αλλά τα γηρατειά είναι μια αρκετά πολύπλοκη και σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, που θα πρέπει να απαντηθεί με μια εξίσου πολύπλοκη και πολυδιάστατη κοινωνική πολιτική. Από την αρχή της δεκαετίας του 1970 έκανε την εμφάνισή της μια αυτοτελής επιστήμη, η κοινωνική γεροντολογία. Η συγκεκριμένη επιστήμη χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της διεπιστημονικότητας. Εδώ συναντώνται η ψυχολογία, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνική ιατρική, η οικονομία, η κοινωνιολογία, η βιολογία, η παιδαγωγική και η κοινωνική παιδαγωγική με τα δικά τους επιστημονικά ερωτήματα, τις θέσεις και τις προτάσεις τους. Μια πολιτική κοινωνικής γεροντολογίας θα πρέπει να συμπεριλάβει όλο αυτό το μείγμα των διαφορετικών αυτών επιστημών ως στοιχείο προσανατολισμού στην πολιτική πράξη και στις αποφάσεις της δημοτικής αρχής. Η δημοτική πολιτική προς την τρίτη ηλικία θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τα παραδοσιακά στεγανά των δημοτικών υπηρεσιών, των παροχών υπό τη μορφή εξυπηρετήσεων και να προσανατολιστεί σε μια αρωγή προς τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής που θα στηρίζεται στο σχέδιο και τη συμμετοχή σε αυτοδιοικητικό επίπεδο. Η αυτοδιοικητική κοινωνική πολιτική απέναντι στους ηλικιωμένους μπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες: Α) Σε εκείνες τις «υπηρεσίες- έδρας» που εξυπηρετούν τους ηλικιωμένους, όπως είναι τα ΚΑΠΗ, τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία κλπ και

 Β) είναι η ανοικτή βοήθεια προς τους ηλικιωμένους, δηλαδή όλες εκείνες οι βοήθειες που μπορούν να δοθούν στους ηλικιωμένους εκτός από τις «υπηρεσίες-έδρας», όπως είναι διάφορες συμβουλευτικές υπηρεσίες, ιατροφαρκακευτική περίθαλψη κατ΄ οίκον, η κατάσταση κατοικήσιμου χώρου, η επικοινωνιακή και κοινωνικο-χωρική κατάσταση, καθώς και όλα τα μέτρα που αφορούν τη συμβουλή, την προετοιμασία και την πρόληψη αναφορικά με  τις ανάγκες των ηλικιωμένων.

Δυστυχώς η «ανοιχτή βοήθεια» τις περισσότερες φορές καταλήγει στις εκδρομές των ΚΑΠΗ, τους ετήσιους χορούς και γενικά να μετατρέπεται το ΚΑΠΗ σε χώρο των πελατειακών σχέσεων.

Μόνο η αλλαγή πλεύσης και ο αναπροσανατολισμός στη βάση μιας σχεδιασμένης πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες των ηλικιωμένων θα μπορέσει να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και να απαγκιστρώσει τους ηλικιωμένους από το φάσμα της κατάθλιψης και της μοναξιάς.

 Γ) Η βοήθεια προς τους ηλικιωμένους είναι ένα σημείο όπου εφάπτονται η δημοτική πολιτική υγείας και η πολιτική κοινωνικής μέριμνας.

Σε γενικές γραμμές κάθε πολιτική του Δήμου απέναντι στους ηλικιωμένους εξαρτάται από την σχέση των ηλικιωμένων με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Κάθε κατ΄ οίκον παροχή ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών σχετίζεται άμεσα με το σύστημα ασφάλισης.

Για το λόγο  αυτό η κοινωνική πολιτική θα πρέπει να συνδυάζει όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με τις κεντρικές δομές του κοινωνικού κράτους  για την πολιτική παρακολούθησης, επιτήρησης, μέριμνας στην Θεσσαλονίκη.

Χρειάζονται για αυτό συνεργασία, συντονισμός και δικτύωση των μεμονωμένων στοιχείων του συστήματος. Στο βαθμό που όλες οι υπηρεσίες δεν λειτουργούν συντονισμένα, συνεργατικά και λειτουργούν η μία δίπλα στην άλλη δεν είναι δυνατόν ο μεμονωμένος ηλικιωμένος ή οι συγγενείς, κηδεμόνες του να αντιληφθούν πως λειτουργεί το χάος των κρατικών υπηρεσιών και των πολύπλοκων δομών του συστήματος.

Ο ρόλος της δημοτικής αρχής είναι ρόλος συντονιστικός που καθιστά το χάος εποπτεύσιμο και συντονίζει μέσω της κοινωνικής πολιτικής της όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες και θεσμούς για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων και για τη λειτουργία του σχεδίου που έχει για την κοινωνική πολιτική.

 Μια τέτοια πολιτική συντονισμού εξοικονομεί χρήμα και χρόνο για τα δημόσια ταμεία και τα έξοδά της είναι πολύ μικρότερα από τις εργατοώρες και τα ποσά που χάνουν οι κηδεμόνες των ηλικιωμένων για να τακτοποιήσουν μια υπόθεση και να έχουν στο τέλος και μια απρογραμμάτιστη και κακή υπηρεσία.

 Δ)Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που επεκτείνεται. Αυτό σε σχέση με τους ηλικιωμένους έχει αρνητικές συνέπειες.

Επεκτεινόμενη πόλη σημαίνει μεταξύ άλλων και πόλη όπου καταρρέει ένας τύπος κοινωνικού ιστού, ο οποίος ήταν γνώριμος για τους ηλικιωμένους από προηγούμενα χρόνια. Η γειτονιά για παράδειγμα που ξαφνικά γίνεται αγνώριστη.

Φανταστείτε μια πολυκατοικία όπου η πλειονότητα των ενοίκων είναι ηλικιωμένοι και δεν υπάρχει εκείνο το σχήμα των τριών γενιών, γονείς, παιδιά, ηλικιωμένοι. Η ισορροπία και σε αυτόν τον τομέα μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας δημοτικής κοινωνικής πολιτικής. Βοήθεια μπορεί να δοθεί στους ηλικιωμένους ενοίκους και κατά την μετακόμισή τους σε μια νέα κατοικία.

 Ε) Η πολιτική και κοινωνική συμμετοχή των ηλικιωμένων είναι ακόμη ένα πρόβλημα.

Σε όλους τους τομείς της ζωής παρατηρούμε ότι οι ηλικιωμένοι δεν αντιπροσωπεύονται, ούτε επιδρούν στην διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους και δεν συμμετέχουν στην λήψη καθοριστικών αποφάσεων για τη ζωή τους. Έτσι έχουμε και εδώ το ίδιο φαινόμενο με την υποεκπροσώπηση των γυναικών.

Οι νέοι άνδρες ή γυναίκες που συμμετέχουν στα δημοτικά συμβούλια αποφασίζουν για κάποιους πέρα από τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.

 Οι πολιτικοί στο δήμο είναι κατά κανόνα νεότεροι από τους ηλικιωμένους που τους έχουν ανάγκη, αν λάβουμε υπόψη και το διαρκές αίτημα για ηλικιακή ανανέωση του δημοτικού συμβουλίου, αντιλαμβανόμαστε ότι θα πρέπει κανείς να έχει την κοινωνική ευαισθησία και πολύ περισσότερο τις γνώσεις για την κατάσταση των ηλικιωμένων για να προτείνει πράγματα που να αντιστοιχούν στις ανάγκες και την καθημερινή πραγματικότητά τους.

Πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαμερισμάτων της Θεσσαλονίκης συμβαίνουν δράματα που η κοινωνία μας αρνείται να προσέξει.

 Η δημιουργία ενός κέντρου μελέτης παρόμοιων κοινωνικών προβλημάτων θα είναι το πρώτο μέλημα μιας  προοδευτικής δημοτικής αρχής. Ένα κέντρο που θα συνδεθεί άμεσα με σχετικά τμήματα του πανεπιστημίου. Πέραν της προσφοράς στην  κοινωνική γεροντολογία  θα δημιουργηθούν αρκετές ποιοτικές θέσεις εργασίας που θα έχουν και αντίκτυπο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης.

Εκείνο που έχει σημασία στον οποιαδήποτε σχεδιασμό μιας πολιτικής για τους ηλικιωμένους είναι ότι θα πρέπει και οι ίδιοι να συμμετέχουν στο σχεδιασμό αυτό, να συμμετέχουν ενεργά με ιδέες, σχέδια και προτάσεις και να μπορούν έτσι να συνδιαμορφώνουν την  πολιτική για το μέλλον τους.

Γιατί έχουμε λησμονήσει ότι και οι ηλικιωμένοι έχουν καθημερινότητα και μέλλον.

Σχολιάστε