My Twitter Feed

16 Απριλίου, 2022

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Επισφαλής βιωσιμότητα των ΔΕΥΑ -

Παρασκευή, 15 Απριλίου, 2022

Σκληρό παζάρι για την τιμή οβελία -

Παρασκευή, 15 Απριλίου, 2022

Κόντρα με φόντο το προσφυγικό -

Παρασκευή, 15 Απριλίου, 2022

ΥπΑΑΤ: Ενίσχυση των Νέων Αγροτών -

Τετάρτη, 13 Απριλίου, 2022

Πρόταση για καταφύγιο αδέσποτων -

Τετάρτη, 13 Απριλίου, 2022

Ζητά τη παραίτηση του Γ. Ανδρίτσου -

Τετάρτη, 13 Απριλίου, 2022

Ομάδες συνεργασίας για Δοϊράνη -

Τρίτη, 12 Απριλίου, 2022

Μείωση κρουσμάτων στο Ν. Κιλκίς -

Κυριακή, 10 Απριλίου, 2022

Αρκουδιάρηδες

Του Θανάση Βαφειάδη.


Ο αρκουδιάρης ήταν ο εκτροφέας και εκπαιδευτής αρκούδων που τις περιέφερε για επίδειξη στις πόλεις και στα χωριά, χρηματιζόμενος από τον χορό τους και χορεύοντας πολλές φορές και οι ίδιος με την αρκούδα του.

Στη βυζαντινή εποχή ο φύλακας και εκτροφέας άρκτων ονομαζόταν «αρκοτρόφος» και προόριζε τις αρκούδες του για το «Κυνηγέσιον», που ήταν ένας χώρος αντίστοιχος του Ιπποδρόμου, στον οποίο πραγματοποιούνταν θηριομαχίες. Αρκοτρόφος σύμφωνα με τον Προκόπιο ήταν ο Ακάκιος, πατέρας της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας το επάγγελμα του δαμαστή αρκούδων το εξασκούσαν συνήθως Βούλγαροι, που καταγράφονται στα δημοτικά τραγούδια ως «Βουργάρ’ αρκουδιαραίοι». Στα νεώτερα χρόνια το επάγγελμα αυτό εξασκούνταν κυρίως από τσιγγάνους οι οποίοι ονομάζονταν υποτιμητικά «αρκουδόγυφτοι». Χαρακτηριστικό γι’ αυτούς το λαϊκό τραγούδι «ο αρκουδιάρης» από τον «Θεσσαλικό κύκλο» του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους Κώστα Βίρβου που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού:

Ήρθε στο χωριό ο αρκουδιάρης
ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης
λεύτερη κι ανέμελη η ψυχή του
πέρα ως πέρα οι κάμποι είναι δικοί του.

Οι αρκουδιάρηδες συλλάμβαναν αρκούδες μικρής ηλικίας που έβρισκαν στα δάση της Πίνδου και της Ροδόπης, στα οποία κατά το παρελθόν ζούσε μεγάλος αριθμός από αυτές. Αν η αρκούδα ήταν νεογέννητη ο αρκουδιάρης καιροφυλακτούσε σε κάποια κρύπτη μέχρι να απομακρυνθούν οι μεγαλύτερες αρκούδες ώστε να την αρπάξει ανυπεράσπιστη. Αν η αρκούδα ήταν λίγων μηνών την παγίδευε στήνοντας δόκανα και χρησιμοποιώντας ως δόλωμα ένα κομμάτι κρέας, η οσμή του οποίου έλκυε το ζώο. Στη συνέχεια τη μετέφερε στην καλύβα του και την εκπαίδευε ως χορεύτρια.

Η εκπαίδευση του ζώου ήταν μια διαδικασία άγριου βασανισμού, ο οποίος ξεκινούσε με το τρύπημα του χείλους ή της μύτης για να περαστεί ο χαλκάς, το σπάσιμο των δοντιών και την αφαίρεση των νυχιών, ώστε η αρκούδα να καταστεί ακίνδυνη. Οι διάφορες φιγούρες και ο χορός ήταν αποτέλεσμα ξυλοδαρμού, έλλειψης τροφής και τοποθέτησης του ζώου σε πυρακτωμένες λαμαρίνες με τη συνοδεία ήχων από ντέφι ή ταμπούρλο. Η εκπαίδευση αυτή γινόταν ως εξής: Ο αρκουδιάρης άνοιγε έναν λάκκο στον οποίο έβαζε αναμμένα κάρβουνα και τον σκέπαζε με μια χοντρή λαμαρίνα. Στη συνέχεια οδηγούσε τη δεμένη αρκούδα στην πυρακτωμένη λαμαρίνα και μόλις την ανέβαζε άρχιζε να παίζει το ντέφι. Η αρκούδα για να αποφύγει την επαφή με τη ζεστή λαμαρίνα ανασήκωνε εναλλάξ τα πόδια της εν είδει χορού. Η εκπαίδευση συνεχιζόταν μέχρι η αρκούδα να συνδέσει τον ήχο και τον πόνο με αντανακλαστικές κινήσεις. Συχνά ο αρκουδιάρης είχε και μια μαϊμού την οποία υπέβαλε στην ίδια σκληρή εκπαίδευση.

Η είδηση της έλευση του αρκουδιάρη στην πόλη διαδίδονταν αστραπιαία όπως γράφει σε διήγημά του ο Γιάννης Τσιτσίμης: «Εκείνα τα χρόνια ήταν η πρώτη φωνή του γύφτου που μας ξύπναγε, Σεπτέμβρη μήνα, μια μπάσα φωνή, σχεδόν άγρια, φώναζε στις γειτονιές, διαλαλούσε το νούμερο με τη Μάρω την αρκούδα, κι εμείς ξέραμε πως το πανηγύρι είχε έρθει ξανά στην πόλη. Αχολογούσε η φωνή του γύφτου στους χωματόδρομους ως επάνω, ξύπναγε τις γειτονιές, ορμούσε στα μαγαζιά και στα στόματά της κάθε κουτσομπόλας, δονούσε το Πάρκο και τον Κήπο κι έπειτα ανέβαινε, έστριβε προς τα πυροβολεία του λόφου και κατέληγε στην εκκλησία του Αϊ Γιώργη και σταυροκοπιόντουσαν κάτι γριούλες που «σύχναζαν» στα στασίδια καθημερινά (σε όρθρο και σ’ εσπερινό) κι ορκιζόντουσαν ύστερα ότι ήταν θεριό ο γύφτος και πως τα βράδια έστελνε την αρκούδα του να κλέψει μικρά αγόρια και να μαγαρίσει τα σπίτια των νοικοκύρηδων».

Οι αρκουδιάρηδες διάλεγαν την πλατεία ενός χωριού ή τους πολυσύχναστους δρόμους μιας πόλης για να δώσουν την παράστασή τους. Μόλις μαζευόταν αρκετός κόσμος, ο αρκουδιάρης άρχιζε να παίζει μουσική και η αρκούδα που ήταν δεμένη με αλυσίδα και πολλές φορές έφερε φίμωτρο άρχιζε να ανασηκώνει τα πόδια της, δίνοντας την εντύπωση ότι χορεύει. Παράλληλα η μαϊμού έτρεχε πέρα δώθε εκτελώντας τούμπες στον αέρα και κάνοντας μορφασμούς. Μετά το χορό ακολουθούσαν μιμήσεις με τις οποίες η αρκούδα αναπαριστούσε σκηνές της καθημερινότητας απαντώντας στις ερωτήσεις του αρκουδιάρη: Πώς καμαρώνει η νύφη; Πώς ζυμώνει η νοικοκυρά; Πώς χαιρετάει ο στρατιώτης; Συχνά υποδυόταν κάποια γνωστή πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου – κατά προτίμηση τη Βουγιουκλάκη στη δεκαετία του 1960 – προκαλώντας το γέλιο των θεατών. Τα πιο άφοβα από τα παιδιά ανέβαιναν στη ράχη της αρκούδας. Στο τέλος της παράστασης η μαϊμού περιέφερε το ντέφι μεταξύ των θεατών και αυτοί απέθεταν τον οβολό τους εξασφαλίζοντας τον επιούσιο στον αρκουδιάρη.

Οι αρκουδιάρηδες για να αποκομίσουν χρηματικά οφέλη, μεταχειρίζονταν και διάφορες αγυρτείες, όπως η πώληση σε απλοϊκές γυναίκες τριχών της αρκούδας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν σα φυλακτό.

Το επάγγελμα αυτό επιβίωσε μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1970 και σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί, αφού η κακομεταχείριση των ζώων θεωρείται πλέον πρακτική απαράδεκτη και καταδικαστέα. Η αποδοκιμασία του βασανισμού της αρκούδας από τον αρκουδιάρη αποτυπώνεται με μελανά χρώματα στη νεοελληνική πεζογραφία και ποίηση. Ενδεικτικά αναφέρω τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου και την «Ιερά οδό» του Άγγελου Σικελιανού. Ένα επίσης συγκλονιστικό κείμενο είναι του Μιχαήλ Μητσάκη από τις «Αθηναϊκές σελίδες», τον επίλογο του οποίου παραθέτω: «Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, δια να μη σου αργάσουν το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ’ εύθυμα, διότι το βράδυ μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκκαλον να γλύψης! Χόρεψε αρκούδα, χόρεψε, δια να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τα ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος!»

Ανάρτηση στο facebook

Σχολιάστε