My Twitter Feed

29 Αυγούστου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

40% λιγότεροι φοιτητές σε Κιλκίς -

Σάββατο, 28 Αυγούστου, 2021

Έφυγε από τη ζωή ο Άκ. Τσοχατζόπουλος -

Παρασκευή, 27 Αυγούστου, 2021

Νέα κινητοποίηση για τα εμβόλια -

Παρασκευή, 27 Αυγούστου, 2021

Ξυπνούν εφιαλτικές μνήμες! -

Παρασκευή, 27 Αυγούστου, 2021

Βγήκαν οι βάσεις εισαγωγής σε ΑΕΙ -

Παρασκευή, 27 Αυγούστου, 2021

Δωρεάν τεστ σε οικισμούς -

Παρασκευή, 27 Αυγούστου, 2021

Έρευνα για τα ηλεκτρικά οχήματα -

Πέμπτη, 26 Αυγούστου, 2021

Πρατήριο από το Δήμο Κιλκίς -

Πέμπτη, 26 Αυγούστου, 2021

Από το μπανιερό στο μπικίνι…

…και στο στριγκ.

Του Θανάση Βαφειάδη.


ΜΕΡΟΣ Ι

Υπάρχει ένα δέντρο το οποίο εκτός από το σαρκώδη καρπό του η μόνη χρησιμότητα που έχει είναι να υποβοηθά την άνοδο σε ψηλότερο σημείο, όπως λέει και η παροιμία: «Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην αχλαδιά και φωνάζω κούι – κούι μα κανένας δε μ’ ακούει». Αυτό το πονηρό δικοτυλήδονο φυτό, διάσημο στην Καλαμάτα και αλλαχού, φταίει για όλα τα ανδρικά δεινά, διότι υπήρξε η πρώτη μοδίστρα και κατ’ άλλους το πρώτο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων. Αν είχε ξεραθεί εκείνη η καταραμένη συκιά, που με το αιδήμον φύλλον της κάλυψε την αιδώ της Εύας, όλοι θα κυκλοφορούσαν γυμνοί και οι άντρες δε θα ταλαιπωρούσαν τους οφθαλμούς τους προσπαθώντας να διακρίνουν τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τα γυναικεία ενδύματα.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν πείθονται από τα γραφόμενα στη Βίβλο και ισχυρίζονται ότι η παραδείσια γυμνότητα εξαφανίσθηκε εξαιτίας κάποιου ασθενικού πρωτόγονου, που πρώτος σκέφθηκε να ντυθεί με προβιές ζώων για να αντιμετωπίσει το ψύχος, αφού δεν είχε την ικανότητα των αποδημητικών πουλιών τα οποία μεταναστεύουν σε τροπικά μέρη. Έκτοτε οι δορές των αιγοπροβάτων και των λεοπαρδάλεων κι εν συνεχεία τα υφάσματα μετατράπηκαν από τις γυναίκες σε πυκνές εσθήτες, που κάλυπταν από την κορυφή ως τα νύχια το γυναικείο κορμί.

Προϊόντος του πολιτισμού ο άνθρωπος αντί να απορρίψει την ατυχή επιλογή του καταδικάστηκε μόνος του στο μαρτύριο των ρούχων, ξεκινώντας τη ζωή του τυλιγμένος σε σπάργανα και τελειώνοντας την με σάβανα, τα οποία δε διαθέτουν και τσέπες για να μη βαρύνεται από το βάρος των κερμάτων ο ταξιδεύων εις τας αιωνίους μονάς. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να μην αποχωρίζεται τα ρούχα του ακόμη κι όταν έκανε ηλιοθεραπεία ή κολύμβηση, χάνοντας έτσι την υπέροχη αίσθηση που περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Όνειρο στο κύμα», όπου ένας νεαρός βοσκός ρίχνεται ολόγυμνος στη θάλασσα: «Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου και έπεσα εις την θάλασσαν. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους».

Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθησαν τα ενδύματα θαλασσίων λουτρών, ήτοι το μπανιερό, που μετονομάσθηκε σε μαγιόν και στο πληθυντικό, σύμφωνα με το γνωστό ευφυολόγημα, μαγιά.

Ποία ήτο όμως η εξέλιξις των μπανιερών και πώς φθάσαμε από τις σκελέες στα «κορδόνια» και από τους ευμεγέθεις στηθόδεσμους στα μικροσκοπικά σουτιέν;

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι γυναίκες έκαναν το μπάνιο τους χωριστά από τους άνδρες, φορώντας πουκάμισα που δεν διέφεραν πολύ από τις αιγυπτιακές κελεμπίες. Και φυσικά απέφευγαν να μαυρίσουν από την έκθεση στον ήλιο, με εξαίρεση τις αγρότισσες που ήταν ηλιοκαμένες δουλεύοντας τα χωράφια κάτω από το λιοπύρι. Από τη στιγμή που η Γαλλίδα σχεδιάστρια Κοκό Σανέλ λανσάρισε το μαύρισμα στη δεκαετία του 1920 η λατρεία του ήλιου έγινε δημοφιλής καλοκαιρινή απασχόληση για τις γυναίκες του δυτικού κόσμου, που συνέρεαν στις ακτές και στα παραθαλάσσια θέρετρα, φορώντας μαγιό που αποκάλυπταν το γυναικείο σώμα σε βαθμό που δεν είχε ξανασυμβεί από την αρχαιότητα.

Μια εικόνα για το πώς ακριβώς ήταν τα μαγιό αυτήν την εποχή μας δίνει ένα δημοσίευμα του περιοδικού ΘΕΑΤΗΣ του 1925: «Αι δια των φιγουρινίων προειδοποιήσεις και περί της εφετεινής μόδας εις τας λουτροπόλεις πληροφορούν ποία μεγίστη γύμνια αναμένει πάλιν τον γυναικόκοσμον. Το κοστούμι του λουτρού είναι ανοικτόν έως την μέσην σχεδόν, το δε πανταλονάκι του βραχύτερον και από το του νηπίου. Δια να παρηγορηθούν οι υφασματέμποροι εκ της μειώσεως της καταναλώσεώς των εις ύφασμα εφοδιάζει η μόδα κάθε λουομένην με πλατύτατον ποδήρες επανοφώρι, το οποίον ρίπτεται επί των ώμων ως χλαμύς».

Η διαδικασία διαρκούς σμίκρυνσης των μαγιό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από πουριτανούς που τα θεωρούσαν άσεμνα, αλλά το τι είναι ή δεν είναι άσεμνο καθορίζεται από τη μόδα, η οποία ως γνωστόν εκπορεύεται από την πόλη του φωτός. Έτσι το 1946 παρουσιάστηκε στο Παρίσι ένα σχέδιο από δυο κομμάτια μαγιό, που άφηναν ακάλυπτο τον αφαλό, το οποίο ονομάστηκε Μπικίνι, παίρνοντας το όνομα του από το νησάκι του Ειρηνικού Ωκεανού όπου έγιναν οι πρώτες δοκιμές της ατομικής βόμβας. Και επειδή κανένα μοντέλο δεν τολμούσε να το παρουσιάσει προσλήφθηκε μια γυμνή χορεύτρια από το καζίνο του Παρισιού, η οποία δεν γνωρίζουμε αν αποδεχόμενη την πρόταση αναφώνησε: «Ρε τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!».

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Το μπικίνι, το τολμηρό αυτό μαγιό με τα δυο κομμάτια, έστειλε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τη βαριά και άβολη αμφίεση σαν της θειας – Αμερσούδας που φορούσε τρία βρακιά, σύμφωνα με το γνωστό νησιώτικο τραγούδι. Ταυτοχρόνως έδωσε στους άνδρες την ευκαιρία να θαυμάσουν καλλίγραμμες και καλλίπυγες υπάρξεις, και ενίοτε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες αντιστοιχούσε ο αριστοφανικός χαρακτηρισμός «πρωκτοπεντετηρίς», που στη νεοελληνική σημαίνει γυναίκα διαθέτουσα οπίσθιες καμπύλες που τις βλέπεις μια φορά στα πέντε χρόνια.

Το μπικίνι, όμως, δε βάδισε απρόσκοπτα το δρόμο του, καθώς αντιμετώπισε τα πάρθια βέλη των ηθικολόγων επικριτών του οι οποίοι, εκτός των φαρισαϊκών επιχειρημάτων περί σεμνότητος και αρετής, εστίαζαν στην ελιτίστικη άποψη ότι η γυμνότητα αποτελεί μια ευχάριστη κατάσταση μόνον όταν αφορά φυσιολογικά σώματα που προσφέρουν τερπνό θέαμα και δημιουργούν ελκυστική διάθεση. Οι πολέμιοι βρίσκονταν ακόμη και «εντός των τειχών», αφού στις τάξεις των επικριτών βρίσκονταν και γυναίκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ η Ζακλίν Κένεντι το 1961 αναφερόμενη στην αισθητική του πράγματος αποκάλεσε το μπικίνι «ανορθογραφία».

Τον Ιούνιο του 1964 σαν πυροτέχνημα στον κόσμο της μόδας παρουσιάσθηκε το «τόπλες». Για πρώτη φορά στην Αμερική το αποτόλμησε μια ξανθιά καλλονή με αγαλματένιο κορμί στη λίμνη του Μίτσιγκαν, όπου εμφανίστηκε με λιλιπούτειο σλιπ, που είχε δυο λεπτές τιράντες σταυρωτές στο ακάλυπτο στήθος. Η μόδα του τόπλες στα γυναικεία μαγιό δημιούργησε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ στα καταστήματα νεωτερισμών ουρές σχηματίζονταν από τις οπαδούς της νέας μόδας που αδιαφορούσαν για τις προειδοποιήσεις των αρχών ότι δε θα επιτραπεί η χρήση του νέου μαγιό και όσες το χρησιμοποιήσουν θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη δικαιοσύνη.

Ήταν τόσο μεγάλος ο θόρυβος που δημιούργησε το τόπλες ώστε τα διεθνή γεγονότα παραμερίστηκαν και οι εφημερίδες στα πρωτοσέλιδα άρθρα τους δημοσίευαν περιγραφές, γνώμες, γελοιογραφίες των πρώτων κολυμβητριών που εμφανίζονταν με στήθος ακάλυπτο. Στον ελληνικό Τύπο οι παραλίες παρουσιάζονταν σαν τόποι οργίων και εκβακχισμού, ενώ δεν έλλειπαν και οι ιερεμιάδες για τις επικίνδυνες καταστάσεις που επρόκειτο να δημιουργηθούν. Μετά τη θύελλα διαμαρτυριών στον πολιτισμένο κόσμο η μόδα αυτή δεν κράτησε ούτε μία σεζόν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις αμμουδιές του Ρίο ντε Τζανέιρο επινοήθηκε το «κορδόνι», τάγκα όπως λέγεται στη Βραζιλία, που έγινε η τελευταία λέξη της μόδας στο μαγιό. Το τολμηρό αυτό μπικίνι αντέγραψε το μικρό πανί που συγκρατημένο με ένα κορδόνι σκέπαζε τα απόκρυφα μέρη των ινδιάνων και στη σύγχρονη έκδοσή του το αποτελούσαν δυο μικροσκοπικά υφασμάτινα τρίγωνα, που δένονταν με ένα κορδονάκι στις λαγόνες. Το 1974, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, η νέα μόδα είχε περάσει την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: «Θραύσι σημειώνει τελευταία στις μεσογειακές ακτές το εισαχθέν από την Λατινική Αμερική μαγιό, που καλύπτει τις γυναικείες σωματικές επιφάνειες σύμφωνα με τις επιθυμίες της κατόχου του.

Επίσημη ονομασία του είναι «στρινγκ» ή κατά κυριολεξίαν ελληνική «κορδόνι». Κορδόνι όμως επωνομάσθη όχι για το μέγεθος του, αλλά για το ευμετάβλητο του σχήματός του και συγκεκριμένα διότι το κάτω τμήμα του είναι κατά τέτοιο τρόπο ραμμένο, ώστε να ρυθμίζεται σαν κουρτινάκι παραθύρου» (ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 3-7-1974). Στη συνέχεια το τριγωνικό ύφασμα απέμεινε μόνο στο μπροστινό μέρος, ενώ το πίσω αντικαταστάθηκε με μια στενή λωρίδα ή με ένα κορδόνι. Το κορδόνι αυτό εισχωρεί στους γλουτούς και εξ αιτίας αυτού προήλθε ο νεολογισμός «κουραδοκόφτης», ο οποίος επινοήθηκε από τον αείμνηστο Ηλία Πετρόπουλο.

Έκτοτε το στρινγκ κερδίζει συνεχώς έδαφος στις προτιμήσεις των γυναικών με τα «πλούσια ελέη», που τους έχει επιδαψιλεύσει η φύση ή η πλαστική ιατρική με τα επιθέματα σιλικόνης. Και φυσικά δεν είναι λίγες αυτές που το φορούν επιμένοντας να αγνοούν – και καλά κάνουν – τον πανδαμάτορα χρόνο, ο οποίος επιφέρει όχι μόνο τη ρυτίδωση του δέρματος αλλά και την χαλάρωση και κατάπτωση των άλλοτε σφριγηλών καμπύλων προεξοχών τους.

Υπάρχουν βέβαια και οι χαμένοι αυτής της ιστορίας που είναι οι υφασματέμποροι, αφού η κατασκευή ενός τέτοιου μαγιό που χωράει στην παλάμη ενός μικρού παιδιού ή στην τσέπη ενός πουκαμίσου δεν απαιτεί μεγάλη ποσότητα υφάσματος. Σε αυτούς θα ταίριαζε ο γνωστός από τα παιδικά μας χρόνια τύπος ερώτησης: «Εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει ο ένας πήχης ύφασμα πόσα στριγκάκια βγάζει;»

Εννοείται ότι στους χαμένους συγκαταλέγεται και η Ελληνίδα μάνα, η οποία δεν μπορεί να επικαλεστεί τη διαπίστωση «σε έβαλε στο βρακί της» φράση που υποδηλώνει την πλήρη υποταγή ενός άνδρα στα ερωτικά θέλγητρα μιας γυναίκας και αποτελεί τη μόνιμη επωδό στις συζητήσεις μητέρας – γιου. Διότι πού να χωρέσει ο κανακάρης της σε ένα τόσο μικροσκοπικό βρακί;

Ανάρτηση στο facebook https://www.facebook.com/thvafeiadis

Σχολιάστε