Σεξπιρικό δίλημμα της Αριστεράς
Του Τάσου Παππά.
Τη δεκαετία του ’70 η ιδεολογική πάλη στο εσωτερικό της πληθυντικής Αριστεράς ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Ολα τα ρεύματα υποστήριζαν ότι υπηρετούσαν με συνέπεια τη μαρξιστική παράδοση, διάβαζαν «σωστά» τα ιερά κείμενα των ιδρυτών του επιστημονικού σοσιαλισμού, προσαρμόζοντάς τα με δημιουργικό τρόπο στις σύγχρονες συνθήκες, και το ένα κατηγορούσε το άλλο για διολίσθηση στον ρεφορμισμό και τον ρεβιζιονισμό, ακόμη και για συνεργασία με τον ταξικό εχθρό.
Ο,τι δηλαδή συμβαίνει και σήμερα, με τη διαφορά ότι η συγκεκριμένη διαμάχη διεξάγεται ερήμην της κοινωνίας, η οποία είναι παγερά αδιάφορη απέναντι στους «ναρκισσισμούς της επαναστατικής λεπτομέρειας».
Το ΚΚΕ υπερασπιζόταν με φανατισμό το σοβιετικό καθεστώς προτάσσοντας κυρίως τον Λένιν και λιγότερο τον Στάλιν, το ΚΚΕ Εσωτερικού είχε σημείο αναφοράς τον Αντόνιο Γκράμσι προβάλλοντας ως εναλλακτικό μοντέλο στον υπαρκτό σοσιαλισμό τον ευρωκομμουνισμό με τους δημοφιλείς ηγέτες του (Μπερλίνγκουερ, Καρίγιο και για κάποιο διάστημα τον Μαρσέ μέχρι που αυτός επέστρεψε στην «ορθοδοξία»), ο μαοϊσμός και ο τροτσκισμός επηρέαζαν μικρά αλλά υπολογίσιμα ακροατήρια, αρκετά θορυβώδη και δραστήρια κυρίως στους χώρους των πανεπιστημίων και της διανόησης, ενώ το ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής χρησιμοποιούσε στην ιδεολογική αντιπαράθεση με «τους συντρόφους της άλλης Αριστεράς» τη δική του dream team: Σαμίρ Αμίν, Πολ Σουίζι, Γκούντερ Φρανκ, Τζέιμς Πέτρας, Χάρι Μάγκντοφ.
Και οι πέντε ενθουσιάστηκαν με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Πίστεψαν ότι ήταν μια καλή ευκαιρία προκειμένου να ξεκινήσει η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού παραδείγματος το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει μεταδοτικά τουλάχιστον στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπου κυβερνούσαν τα σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν επικεφαλής χαρισματικούς ηγέτες: ο Μιτεράν στη Γαλλία, ο Γκονθάλεθ στην Ισπανία, ο Σοάρες στην Πορτογαλία.
Σήμερα, δεν υπάρχει η Σοβιετική Ενωση, τα κόμματα που εξακολουθούν να λένε ότι εκεί εφαρμόστηκε ο σοσιαλισμός δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στις χώρες τους, με τον ευρωκομμουνισμό ασχολούνται ορισμένοι μερακλήδες ιστορικοί, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι σε βαθιά κρίση, το κυβερνητικό βιογραφικό των κομμάτων της δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό -όλα συμβιβάστηκαν, στην πορεία εκμαυλίστηκαν και οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό- και σε ελάχιστους στο σημερινό ΠΑΣΟΚ λέει κάτι η πεντάδα των θεωρητικών και το πλούσιο έργο τους για την άνιση ανάπτυξη και την αντίθεση μητρόπολη-περιφέρεια.
Ο Σαμίρ Αμίν, που πέθανε την Κυριακή στο Παρίσι, ήταν ο αγαπημένος διανοούμενος του ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων, τότε που στο εσωτερικό του κινήματος συνυπήρχαν μαχητικά σχεδόν όλες οι εκδοχές της Αριστεράς -λενινιστές, τροτσκιστές, τριτοκοσμικοί, ελευθεριακοί, σοσιαλδημοκράτες-, αλλά και οι φιλελεύθεροι αστοί, οι οποίοι τελικώς επικράτησαν, εξοστρακίζοντας τους ανταγωνιστές τους.
Επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ελλάδα και είδε το ΠΑΣΟΚ να συνθηκολογεί από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης – τα σημάδια της αναδίπλωσης ήταν ορατά διά γυμνού οφθαλμού πριν από το 1981.
Ως αισιόδοξος άνθρωπος, όμως, πίστεψε πως παρουσιάστηκε μια δεύτερη ευκαιρία για την Ελλάδα αλλά και για την ευρωπαϊκή Αριστερά με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015.
Σύμφωνα με τον Σαμίρ Αμίν, ήταν δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει εκεί που απέτυχε το ΠΑΣΟΚ το 1981: «Μπορεί να γίνει πρακτικά ένα κίνημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων να το υποστηρίζουν και έτσι να αναγκάσει την Ευρώπη να αρχίσει να αλλάζει, μέσω μονομερών μέτρων. Αυτό θα είχε αντίκτυπο στη Γαλλία και ίσως στη Γερμανία και σίγουρα θα άρχιζε να αλλάζει την Ευρώπη» («Εφημερίδα των Συντακτών» Απρίλιος του 2018).
Παρόμοιες προσδοκίες είχαν και πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μηδέ του Αλ. Τσίπρα εξαιρουμένου.
Ομως η απόπειρα της πρώτης κυβέρνησης να αμφισβητήσει τη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού δεν είχε κανέναν θετικό αντίκτυπο ούτε στη Γαλλία ούτε πουθενά αλλού στην Ευρώπη -αναιμικό το κίνημα συμπαράστασης- και, βεβαίως, το πολιτικό προσωπικό της Γερμανίας (εκτός από την Αριστερά) πολέμησε με λύσσα την ελληνική κυβέρνηση.
Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έδινε τον τόνο στις επιθέσεις και ο τότε αρχηγός της (Γκάμπριελ) συναγωνιζόταν τον Σόιμπλε στον αγώνα κατά των Ελλήνων νεοκομμουνιστών!
Αργότερα, ακόμη και ο Γκάμπριελ άλλαξε βιολί και άρχισε να επικρίνει τον Σόιμπλε και το σύστημά του, αλλά ήταν πλέον αργά.
Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν τον Σαμίρ Αμίν. Στη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» σημείωνε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ, τελικά, αποδέχτηκε την κατάσταση ως είχε. Υπήρχαν αντιφάσεις από την αρχή. Οχι μόνο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με τις διάφορες συνιστώσες, οι οποίες ήταν σαν κόμματα μέσα στο κόμμα, αλλά και στο εσωτερικό του ελληνικού λαού. Τα δύο τρίτα των Ελλήνων ήταν κατά της λιτότητας και την ίδια στιγμή αυτά τα δύο τρίτα ήταν φιλοευρωπαϊστές».
Και έτσι, καλούμαστε να αναμετρηθούμε ξανά με το γνωστό δίλημμα: πρέπει η Αριστερά να αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες με δυσμενείς συσχετισμούς στο εσωτερικό και στο διεθνές πεδίο ή πρέπει να αρνείται κάθε εμπλοκή στη διαχείριση και να προετοιμάζεται για τη μεγάλη ώρα της ανατροπής;
Στην πρώτη περίπτωση, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της ενσωμάτωσής της στο σύστημα. Το είδαμε να συμβαίνει.
Στη δεύτερη περίπτωση, η παρατεταμένη αναμονή μπορεί να οδηγήσει στην ακινησία και στην περιθωριοποίηση. Και αυτό το βλέπουμε να συμβαίνει.
Άρθρο στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ