Περί Μακρονήσου
Του Θανάση Βαφειάδη.
«Ξένε μου όπου πας και περπατάς τη γη μας
να πατάς σεμνά και να αλαφροδιαβαίνεις
τ’ είναι ο τόπος μας αιματοποτισμένος
κάθε δρασκελιά κι από ‘νας σκοτωμένος»
Κι αν αυτό που γράφει ο Βασίλης Ρώτας ισχύει μια φορά για τους τόπους ιστορικής μνήμης χίλιες φορές ισχύει για τους τόπους του μαρτυρίου και της θυσίας όπου το μεγαλείο από τη μια και η απανθρωπιά από την άλλη ξεπέρασαν κάθε ανθρώπινο όριο. Κι αυτοί οι ιεροί τόποι, τα Άγια των Αγίων, για τους κομμουνιστές και τους αριστερούς, είναι δύο: το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και η Μακρόνησος. Κι όταν επισκέπτεσαι αυτά τα μέρη, σαν προσκυνητής και μόνο, πρέπει να κάνεις αυτό που γράφει ο Βάρναλης:
«Πέσε στο χώμα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και να ‘σαι, όθε και να ‘σαι
κι ό,τι άνθρωπος να ‘σαι!»
Τι ακριβώς από τα παραπάνω κατάλαβε αυτό το υπερφίαλο άτομο που λέγεται Κασσελάκης και πήγε στην Μακρόνησο; Ότι οι θάλαμοι των βασανιστηρίων είναι ντεκόρ για να ενισχύσει το αριστερό του προφίλ; Ότι εκεί που «ο θάνατος έκοβε βόλτες αμίλητος έξω από το συρματόπλεγμα» ήταν το κατάλληλο μέρος για μια ατραξιόν που θα του φέρει ψηφαλάκια στις εσωκομματικές εκλογές; Ότι εκεί που κάθονταν οι εξόριστοι «σαν πέτρινα λιοντάρια με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα» έπρεπε κι αυτός εκεί να σουλατσάρει σαν να ‘χε πάει τουριστικό ταξίδι;
Τι ακριβώς είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος και αυτοί που τον συνόδευσαν εκεί; Ότι αφού τον κατηγορούν ότι καμιά σχέση δεν είχε ούτε έχει με την Αριστερά, θα διέλυε τα νέφη της αμφιβολίας με μια συμβολική επίσκεψη; Ότι αν αποστήθιζε από τη Βικιπαίδεια τα ονόματα των επιφανών προσώπων που πέρασαν από τη Μακρόνησο και τα απαριθμούσε και θα έμεναν όλοι άφωνοι από την ευρυμάθεια του στην ιστορία της Αριστεράς; Ότι θα επικύρωνε την αριστερή του ταυτότητα απαγγέλλοντας δυο στίχους του ποιητή της Ρωμιοσύνης, που έτσι όπως κατάντησε είναι πράγματι για να την κλαις.
Μόνο που στο «Νταχάου της Ελλάδας», όπως ονομάστηκε η Μακρόνησος, δε βγάζεις λογύδρια που θ’ ανέβουν στα σόσιαλ. Κλίνεις το γόνυ με συντριβή και μένεις σιωπηλός. Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο, τον γεμάτο πέτρα και γεμάτο ψυχή, «σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζαν οι άνθρωποι». Κι αν είναι κάποιοι να μιλήσουν για το «Θανατονήσι» ας μιλήσουν αυτοί που «οι λέξεις τους καρφώνονται σαν πρόκες, να μην τις παίρνει ο άνεμος», όπως έγραψε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Κι ένας τέτοιος από τους αλύγιστους, ήταν ο Κόλιας, ο πατέρας του αξέχαστου φίλου μου Κώστα Κωνσταντινίδη. Οι αναμνήσεις του από το κολαστήριο της Μακρονήσου περιέχονται στην αδημοσίευτη εργασία της Βέτας Αλμετίδου «Οι πολιτικές διώξεις την περίοδο 1945-49 στο Μεταλλικό Κιλκίς» (1998). Αντιγράφω ένα απόσπασμα από τη συγκλονιστική αφήγησή του:
«Στη Μακρόνησο διοικητής της αστυνομίας είναι ο Σηφάκης το 1948. Μας κάνουν το βίο αβίωτο. Δε μας δίνουν νερό και ψωμί. Θυμάμαι ένα περιστατικό που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου: Ένας εξόριστος εξαντλημένος από τη δίψα πλησιάζει σε μια πηγή με λίγο νερό που φυλάγεται από έναν χωροφύλακα. Σηκώνει το χέρι του στον φύλακα μην τον σκοτώσει όσο πίνει νερό. Και αφού ήπιε νερό κι ανακουφίστηκε, στράφηκε στον χωροφύλακα και του είπε:
-«Τώρα σκότωσε με!»
…Κάποτε ήρθε μια διαταγή ότι θα γίνει επιστράτευση των νεαρών εξόριστων που δεν υπηρέτησαν στο στρατό. Μαζεύτηκαν αρκετά άτομα και οδηγήθηκαν στο Α.Ε.Τ.Ο και Β.Ε.Τ.Ο. Εκεί βασανίσθηκαν απάνθρωπα.
Εγώ με 750 άτομα οδηγούμαστε στην Πύλη του Β.Ε.Τ.Ο φορτωμένοι με τα πράγματά μας. Στην πύλη δεξιά κι αριστερά, οι Αλφαμίτες με ρόπαλα και γκλομπς μας δέρνουν. Περνούσαμε 15 κάθε φορά. Μας προέτρεπαν να υπογράψουμε δήλωση μετανοίας. Όσοι δεν υπέγραφαν τρώγαν ξύλο αλύπητα. Σπάζαν χέρια, πόδια, κεφάλια. Ξύλο, ξύλο, ξύλο! Σ’ αυτά τα βασανιστήρια λίγοι άνθρωποι άντεξαν!…
Κλαίει η ψυχή μου όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά. Τα βάσανα, τις στερήσεις, το ξύλο, τους ανθρώπους που χάθηκαν…
Θυμάμαι πως κάποιος δεν άντεξε το ξύλο. Υπέγραψε δήλωση για να γλιτώσει. Δεν έφτανε όμως αυτό, τον υποχρέωσαν να μας βγάλει και λόγο. Και τότε αυτός είπε:
«Στη Μακρόνησο είδα το φως μου!». Τέτοιος εξευτελισμός…
Η αποστολή η δική μας από 750 άτομα, έβγαλε 75 τρελούς. Τρελάθηκαν από το ξύλο… Έβλεπαν χακί και ούρλιαζαν. Σακατεύτηκε κόσμος τότε…
Θυμάμαι τον παπά – Κορνήλιο της Μακρονήσου που εξομολογούσε τους εξόριστους και μετά τους έστελνε στους Αλφαμίτες. Από τους 750, μείναμε 200 άτομα. Οι υπόλοιποι υπόγραψαν δηλώσεις, άλλοι τρελάθηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν.
Εμάς τους 200 μας συγκεντρώνουν. Τότε ο παπά – Κορνήλιος ευλόγησε τα όπλα των Αλφαμιτών … Μας οδηγούν οι Αλφαμίτες σ’ ένα λόφο. Μας δέρνουν αλύπητα. Μας σακάτεψαν! Από τους 200 μείναμε 70 άτομα. Ήμασταν σακατεμένοι, παραμορφωμένοι από το ξύλο. Δεν αναγνωρίζαμε ο ένας τον άλλον.
…Έτσι περάσαμε από τη διοίκηση της αστυνομίας στο Β.Ε.Τ.Ο (Β’ Ειδικό τάγμα Οπλιτών).
Θυμάμαι δίπλα μας ήταν ένας συναγωνιστής από την Πελοπόννησο με ένα τραύμα στο κεφάλι, σα ρωγμή. Χωρούσε το δάχτυλό σου, ανάμεσα…
Έρχονταν οι γιατροί και του έλεγαν να υπογράψει δήλωση για να τον μεταφέρουν στο αναρρωτήριο και να τον θεραπεύσουν. Αυτός απαντούσε:
«Θα μείνω εδώ να πεθάνω και τούτο το στίγμα να μείνει στα μούτρα σας»
Λίγες μέρες μετά πέθανε δίπλα μας..»
Άρθρο στο facebook