Κυνηγοί του Κιλκίς
Του Θανάση Βαφειάδη.
ΜΕΡΟΣ Ι: ΤΑ ΘΗΡΑΜΑΤΑ
Στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς, στα δάση, τα βουνά, τους βοσκότοπους κατά την προπολεμική περίοδο υπήρχε ένας τεράστιος θηρευτικός πλούτος από ζώα και πτηνά. Τα περισσότερα από αυτά ήταν κοινά θηράματα, όπως ο λαγός, το αγριογούρουνο αλλά και σαρκοβόρα, τα οποία θηρεύονταν κυρίως για το δέρμα τους. Τα ευγενή θηράματα όπως τα ελάφια και τα ζαρκάδια σπάνιζαν. Από τα πτηνά υπήρχε η πέρδικα, το κοτσύφι, το τρυγόνι, η φάσα, το αγριοπερίστερο, η τσίχλα και κυρίως τα αποδημητικά, η αγριόπαπια, το ορτύκι, η μπεκάτσα. Για την επαρχία Παιονίας η «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» (1927) έγραφε: «Αγριόχοιροι, λαγωοί, πέρδικες και φασιανοί, οίτινες υπάρχουσι μόνον εις τας παρά τον ποταμόν Αξιόν εκτάσεις και δη από των χωρίων Κουλακιάς – Γενιτζήδων μέχρι των χωρίων Αματόβου – Καρασουλίου». Για την περιοχή Γουμενίτσης: «Ελάχισται δορκάδες εις τας ορεινάς και δασώδεις εκτάσεις. Πέρδικες σπανίζουσι. Φασιανοί ολίγοι, ένεκα της εντατικής κυνηγεσίας των. Λαγωοί άφθονοι. Αγριόχοιροι πολλοί».
Για πολλά θηράματα, από λεγόμενα επιβλαβή και κυρίως για τις αλεπούδες, δίνονταν αμοιβές σε εκείνους οι οποίοι εμφάνιζαν στη Δασική Υπηρεσία το δέρμα του φονευμένου ζώου. Επίσης για τα κορακοειδή, όπως οι κάργες, δίνονταν αμοιβές για κάθε πτηνό και για κάθε αυγό, λόγω των ζημιών τις οποίες προξενούσαν στα σπαρτά. Στην απόφαση της 17-3-1938 του Δημοτικού Συμβουλίου Κιλκίς βρίσκουμε εγκύκλιο διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας «περί συνεισφοράς Δήμων και Κοινοτήτων εις το έργον της καταδιώξεως και μειώσεως εις το ελάχιστον του αριθμού των πτηνών κάργων». Σύμφωνα με αυτήν το Δημοτικό Συμβούλιο «καθώρισεν αμοιβήν μιας δραχμής εις πάντα προσκομίσαντα εν ωόν κάργας παραλλήλως δε ηγόρασε και έθεσε στην διάθεση του ενταύθα Φιλοθηραματικού Συλλόγου, πάνυ προθύμως αναλαβόντας αγώνα εξοντώσεως κατά των ειρημένων πτηνών την αναγκαιούσα ποσότητα φυσιγγίων» και κατέβαλλε 4.100 δραχμές στον παντοπώλη Δημήτριο Σαμαρά για την αγορά 1.025 φυσιγγίων. Για τον πόλεμο ενάντια στα κατάμαυρα κακόφωνα πουλιά, που αποτελούσαν μάστιγα για την πόλη, ο μεγάλος μας συγγραφέας Χρήστος Σαμουηλίδης στο βιβλίο του «Κιλκισιακά ιστορικά και λαογραφικά σύμμεικτα», γράφει: «Αποφασίστηκε από τις αρχές του τόπου, να κηρυχτεί γενικός «ιερός πόλεμος» ένα «τζιχάντ», για να απαλλαγούμε από τα «μιάσματα». Η επικήρυξη αναγγέλθηκε από τον Γκιούρο – το γνωστό καλό «κήρυκα», τον «ντελάλη» του Δήμου Κιλκίς – που τη διαλάλησε μετά από πολλά και επίμονα κουδουνίσματα του δυνατού κουδουνιού του… μετά από αυτόν τον «ιερό και γενικό πόλεμο», που κηρύχτηκε επίσημα και πρωτοστάτησαν οι κυνηγοί με τα όπλα τους και τα παιδιά με τις «τσατάλες», εξαφανίστηκαν τα βλαβερά εκείνα πουλιά, οι κάργιες».
Το κυνήγι για τους περισσότερους από τους κυνηγούς του Κιλκίς δεν αποτελούσε βιοποριστικό επάγγελμα, αλλά άσκηση και διασκέδαση. Για λίγους αποτελούσε μικρή πηγή εσόδων, αφού πουλούσαν τα θηράματα που φόνευαν στο Σαββατιάτικο παζάρι, στα εστιατόρια της πόλης και σπανιότερα σε κυνηγούς εξ Αθηνών, οι οποίοι παρουσίαζαν τα αγορασμένα θηράματα ως τρόπαια της σκοπευτικής τους δεινότητας. Την προπολεμική περίοδο, που το ενδημικό θήραμα αφθονούσε στην περιοχή, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο μια ομάδα κυνηγών να επιστρέφει με περισσότερους από 25 λαγούς και άλλες τόσες πέρδικες.
Όσο σημαντική ήταν για τους κυνηγούς η προετοιμασία και η πραγματοποίηση της καθιερωμένης ή έκτακτης κυνηγετικής τους εξόρμησης αλλά τόσο σημαντικός ήταν ο απολογισμός της δράσης τους «στα βουνά και στα λαγκάδια» και η επιβεβαίωση της θηρευτικής τους ικανότητας. Ο «απολογισμός» αυτός γινόταν στα καφενεία όπου στήνονταν τα περίφημα κυνηγοσυμβούλια στα οποία σχολιάζονταν, συνήθως σκωπτικά, όχι μόνο τα «κατορθώματα» παρόντων και απόντων κυνηγών αλλά και οι επιδόσεις των εκπαιδευμένων σκύλων τους, στα οποία επιβεβαιωνόταν η γνωστή παροιμία: «χιλίων δραχμών σκυλί και μιας δραχμής ντουφέκι». Οι αποδεδειγμένα καλοί κυνηγοί εισέπρατταν τον ειλικρινή έπαινο των παρευρισκομένων ενώ οι «ατζαμήδες» προκαλούσαν τη γενική θυμηδία, όταν παρουσίαζαν τη σκοπευτική τους δεινότητα ισάξια με αυτή του Γουλιέλμου Τέλλου.
Υπήρχαν, βέβαια, και οι γραφικοί τερατολόγοι, οι οποίοι όχι μόνο επιστράτευαν εξωφρενικά μυθεύματα αλλά είχαν και την απαίτηση να γίνουν πιστευτά. Σαν δείγμα αυτών θα παραθέσω δυο «περιστατικά» των οποίων υπήρξα αυτήκοος μάρτυς στο μαγαζί του πατέρα μου, που κάθε Δευτέρα γινόταν άντρο συζητήσεων των μανιωδών κυνηγών. Στο πρώτο από αυτά, ο πρωταγωνιστής του ανέφερε με … κάθε ειλικρίνεια, ότι είχε σκοπεύσει μια πέρδικα που καθόταν στο κλαδί μιας λεμονιάς! Η πέρδικα λαβωμένη έπεσε στη ρίζα του δέντρου, το οποίο όμως εξαιτίας του πυροβολισμού πήρε φωτιά και έτσι η πέρδικα έγινε ψητή. Η ψημένη πέρδικα έγινε επιπλέον και «λεμονάτη», αφού το λεμόνι που βρισκόταν ακριβώς από πάνω της άνοιξε από τη φωτιά και ο χυμός έσταζε στο ψημένο κρέας. Ένας άλλος, πιο ευφάνταστος, είχε καταφέρει να ξεπεράσει τον παροιμιώδη κυνηγό που μ’ ένα σμπάρο χτυπούσε δυο τρυγόνια. Αυτός με ένα σμπάρο χτύπησε μια μπεκάτσα και ένα λαγό μαζί. Πώς έγινε αυτό; Πυροβόλησε τη μπεκάτσα, η οποία κατά την πτώση της από τους αιθέρες σφηνώθηκε με το μακρύ της ράμφος στη ράχη ενός τυχαία διερχόμενου λαγού!!
ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Ο ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο αριθμός των κυνηγών είχε πολλαπλασιασθεί και η κυνηγετική μανία είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της κατάστασης αυτής από το μεγάλο συγγραφέα και μανιώδη κυνηγό Κώστα Ουράνη: «Πρώτα- πρώτα υπερπληθύνθηκαν οι κυνηγοί. Στις αρχές του αιώνα είναι ζήτημα αν κυνηγούσαν – και με τί όπλα! – δέκα χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλη την Ελλάδα. Σήμερα έχουμε περί τους 100.000 αδειούχους κυνηγούς. Τα Σαββατοκύριακά τους, τουλάχιστο, οι περισσότεροι από αυτούς τα περνάν στο κυνήγι και, χάρη στη φθήνεια και την ταχύτητα των μεταφορικών μέσων της εποχής μας, κι αυτοί ακόμα που μένουν στις πόλεις μπορούν και σκορπιούνται σε μεγάλες ακτίνες στην ύπαιθρο. Στην Κέα πηγαίνουν και κυνηγούν την πέρδικα καραβιές ολόκληρες από Αθηναίους και Πειραιώτες κυνηγούς κι απ’ τη Θεσσαλονίκη ξεκινάν κάθε ξημέρωμα Σαββάτου για τις περιοχές του Κιλκίς και των Σερρών τόσα πολλά λεωφορεία κυνηγών, που σας δίνουν την εντύπωση μηχανοκίνητου τάγματος».
Ο ίδιος ο Ουράνης επισκέπτονταν τακτικά το Κιλκίς και μαζί με το φίλο του Χρυσόστομο Βογιατζή κυνηγούσαν στα βουνά του Μπέλες. Στις «Κυνηγετικές αναμνήσεις» που εξέδωσε το 1951 παρουσίασε ως «απροσδόκητο θαύμα» το φυσικό τοπίο του Κιλκίς και περιέγραψε το Μπέλες με κολακευτικά σχόλια όπως το παρακάτω: «Όταν εισχωρούσαμε στα ρουμάνια των οξιών και των δρυών, των οποίων τα φύλλα ξερά από το χειμώνα είχαν θαυμάσιες πυρές αποχρώσεις, είχα την ανησυχαστική αλλά και πόσο γοητευτική μαζί εντύπωση ότι αφήνουμε τον κόσμο της ζωής και μπαίνουμε σε ένα βασίλειο παραμυθένιο».
Αναφερόμενος στους ξένους κυνηγούς γράφει: «Όλο, βέβαια, το πλήθος αυτό των κυνηγών δεν είναι ίδια επικίνδυνο για το θήραμα. Η σκοπευτική αδεξιότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι… «οι πέρδικες έχουν φτερά και οι λαγοί ποδάρια», όπως λέει ο λαϊκός στίχος, θα έκανε πολλούς, αστούς προ πάντων, κυνηγούς να γυρνούν με άδεια χέρια από τις εξορμήσεις τους στο ύπαιθρο, αν δεν προνοούσαν να συνοδεύονται σ’ αυτές από ντόπιους χωρικούς κυνηγούς που ξέρουν το κάθε σημείο όπου βρίσκονται οι πέρδικες και οι λαγοί και στους οποίους δίνουν ημερομίσθιο και φυσίγγια για να κυνηγούν για λογαριασμό τους».
Για τους Κιλκισιώτες κυνηγούς που επ’ ουδενί δεν ίσχυε η γνωστή παροιμία που λέει «ότι του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο εννιά φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο» ο Ουράνης έγραφε: «Οι τελευταίοι αυτοί, καλοί σκοπευτές, ακούραστοι πεζοπόροι και σωστά αγριοκάτσικα στο ανέβασμα πετρωδών βουνών, κάνουν πραγματική θραύση στο θήραμα – τόσο περισσότερο, που δεν περιορίζονται να κυνηγάν μόνο όταν συνοδεύουν αστούς κυνηγούς στις Σαββατοκυριακές τους εκστρατείες, αλλά κυνηγάν και τις άλλες μέρες για δικό τους λογαριασμό (πουλώντας – κρυφά, ένεκα της απαγορευτικής διάταξης του Υπουργείου Γεωργίας, – τις πέρδικες και τους λαγούς που σκοτώνουν) και παραβιάζουν συστηματικά και τις άλλες διατάξεις, όπως: να μη κυνηγάν το λαγό με τα χιόνια ή να μην κυνηγάν την πέρδικα και το λαγό έξω από τη χρονική περίοδο που ορίζει η κυνηγετική άδεια…».
Παλιός συμπολίτης μας, που δούλευε ως επιστάτης στην καπναποθήκη των Βογιατζήδων, μου περιέγραψε τη φαιδρή εικόνα που παρουσίαζε ο Ουράνης όταν ο κυνηγετικός όμιλος που συμμετείχε ξεκινούσε την κυνηγετική εξόρμηση: δυσκίνητος λόγω της προχωρημένης ηλικίας, έχοντας μια αναπνευστική συσκευή που τον ανακούφιζε από τη φυματίωση, πάσχιζε να ανέβει στο γαϊδουράκι αλλά δεν τα κατάφερνε χωρίς τη βοήθεια των φίλων του. Και το καημένο το τετράποδο με τον διάσημο αναβάτη πάσχιζε στη συνέχεια να προλάβει τα άλογα των άλλων κυνηγών που ακάθεκτα κάλπαζαν προς το Μπέλες.
Ανάρτηση στο facebook https://www.facebook.com/thvafeiadis