My Twitter Feed

3 Ιανουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

“Μέτρα πριν το άνοιγμα σχολείων” -

Κυριακή, 3 Ιανουαρίου, 2021

ΑΚΕ: Διαφοροποίηση στο ΣΕΝΚ -

Κυριακή, 3 Ιανουαρίου, 2021

Συνεχίζονται τα αντιπλημμυρικά -

Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου, 2020

Σταθερά στη μαύρη πρώτη θέση! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

“Γαλάζια νυστέρια” για το ΓΝΚ! -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

ΣΥΡΙΖΑ: Διερεύνηση καταγγελιών -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

To tvxs.gr για το Νοσοκομείο Κιλκίς -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Εξανέστη από το… βήμα του twitter -

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου, 2020

Η επανεκκίνηση της Οικονομίας

irini_agathopoulou-001Της Ειρήνης Αγαθοπούλου*


Σήμερα συζητάμε για πολύ σημαντικά θέματα, σε ένα έκδηλα ρευστό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη, αλλά και σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο μεταίχμιο για τη χώρα μας. Η ευρωπαϊκή οικονομία σήμερα είναι η μαύρη τρύπα της παγκόσμιας οικονομίας. Η Αμερική διαχειρίστηκε την κρίση και αναπτύσσεται. Η Κίνα και πολλές άλλες μεγάλες οικονομίες επίσης διαχειρίστηκαν την ύφεση με ένα τρόπο που τους εξασφάλισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόνο η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται γύρω από το 0% επί έξι συναπτά χρόνια.

Γίνεται σιγά-σιγά κοινός τόπος ότι και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, η αιτία αυτής της κατάστασης είναι η επιλογή του μίγματος της οικονομικής πολιτικής… και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει. Για ένα κατά βάση ευρωπαϊκό πρόβλημα, όπως είναι εκείνο του δημόσιου χρέους, που υποχρεώνει χώρες και ολόκληρες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου να ασφυκτιούν μέσα σε ένα απόλυτα άκαμπτο και αντιαναπτυξιακό πλαίσιο, εφαρμόστηκε πάνω στη χώρα και το λαό μας ένα άνευ προηγουμένου απάνθρωπο πείραμα εσωτερικής υποτίμησης και βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Και όλα αυτά συνέβησαν την ώρα που η κρίση διεθνώς έχει θέσει επιτακτικά στα τραπέζια που παίρνονται οι αποφάσεις, τις λύσεις που προτείνουν γενναία ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων για την τόνωση της απασχόλησης και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Κι εμείς στην Ελλάδα τι κάναμε; Πώς αντιδράσαμε; Είναι αλήθεια ότι στην αρχή αυτής της 4χρονης περιπέτειας για την Ελλάδα, είχαμε περισσότερα διαπραγματευτικά εργαλεία, που σταδιακά τα απεμπόλησαν η μια μετά την άλλη οι διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις, προσχωρώντας στην ενδοτική και αποδεδειγμένα πλέον επικίνδυνη αντίληψη που λέει ότι «ο ανίσχυρος δεν βάζει κόκκινες γραμμές».

Εμείς λέμε ότι η τετραετία των Μνημονίων έφτασε την οικονομία σε κατάσταση οριακή, ενώ πλέον δεν υπάρχει σε κανέναν (στο εσωτερικό και το εξωτερικό) καμιά αμφιβολία ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποτύχει. Προκάλεσε καταστροφή στην κοινωνία, καταστολή στην πραγματική οικονομία και διάλυση της εσωτερικής αγοράς. Τα πράγματα στα οικονομικά κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Το μνημόνιο έχει προκαλέσει στην ελληνική οικονομία 25% ύφεση, την μεγαλύτερη που έχει υποστεί δυτική οικονομία εν καιρώ ειρήνης από το 1929 μέχρι σήμερα.

Εκ του αποτελέσματος, η ραγδαία μείωση του ΑΕΠ μέσα σε 4-5 χρόνια, η αύξηση της ανεργίας στο 28%, το εύγλωττο ποσοστό του 0% στις νέες επενδύσεις, συνηγορούν στο ότι το μνημόνιο στην Ελλάδα απέτυχε παταγωδώς. Πολύ σύντομα θα θυμίσω γιατί απέτυχε. Για δυο λόγους. Καταρχάς για την ίδια την μεγάλη έκταση και τον μικρό χρόνο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το πράγματι μεγάλο μας έλλειμμα (15%) επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε πλεόνασμα μέσα σε 3 χρόνια. Αυτό σήμαινε τουλάχιστον 5% προσαρμογή κάθε χρόνο και μάλιστα με ένα μίγμα απόδοσης εσόδων, κατά 2/3 από περικοπή δαπανών και κατά 1/3 από αύξηση φορολογικών εσόδων. Αυτό σε χρήμα ήταν συνολικά 30 δις περικοπές, που για να επιτευχθεί σαν στόχος πάρθηκαν μέτρα 60 δις, γεγονός που προκάλεσε τεράστια ύφεση στην οικονομία.

Ο δεύτερος λόγος αποτυχίας του προγράμματος ήταν η παταγώδης αποτυχία και στα 3 σκέλη που επιχείρησε να παρέμβει: στις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα και τέλος στο πρόγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα απέφεραν 50 δις σύμφωνα με το ΔΝΤ και τις προβλέψεις του πρώτου μνημονίου. Το μνημόνιο2 διαπίστωνε ότι η χώρα δεν έχει τόση μεγάλη προίκα και ο στόχος αναπροσαρμόστηκε στα 22 δις. Σήμερα ο στόχος είναι 14 δις και μετά από 4 χρόνια ιδιωτικοποιήσεων, έχουμε εισπράξει 2,9 δις.

Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Εν μέσω κατάρρευσης στήθηκε έντεχνα μια θεωρία ότι η Ελλάδα έχει πολύ υψηλό μισθολογικό κόστος. Έτσι διέλυσαν τις εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα και έριξαν τους μισθούς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μέχρι και 40%. Αποτέλεσμα: Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν βελτιώθηκε καθόλου, ενώ το μόνο που άρχισε να αυξάνει είναι η ανεργία. Τέλος, οι περιβόητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εκεί η τρόικα ανακάλυψε ότι η χώρα είναι γεμάτη από κλειστά επαγγέλματα. Αυτό σήμανε επίθεση σε κλάδους που θα μπορούσαν να δείξουν αντοχή στην κρίση, όπως τα ταξί, τα φορτηγά, τα φαρμακεία και κάποια άλλα επαγγέλματα που γρήγορα άρχισαν να παραπαίουν.

Αλλά δεν έφτανε αυτό. Έπρεπε λέει να φέρουμε και την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Και δείτε εδώ ένα παράδειγμα στην αγορά γάλακτος. Παράγουμε ακριβό γάλα στην Ελλάδα, είναι αλήθεια αυτό. Αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε ποτέ να είμαστε η πρώτη εξαγωγική δύναμη στο γιαούρτι, και στις υψηλότερες διεθνείς θέσεις στα παράγωγα του γάλακτος. Προσάρμοσαν λοιπόν την εργαλειοθήκη στην Ελλάδα με τέτοιον τρόπο που…, στους τομείς που ήμασταν παραγωγικά δυνατοί (όπως γάλα, τσιμέντο κ.α.) να ενθαρρύνονται οι εισαγωγές. Για να μην μακρηγορώ με πράγματα που πλέον όλοι ξέρουμε, θα πω ότι στην Ελλάδα εφαρμόστηκε το πιο πρωτοφανώς αποτυχημένο πρόγραμμα προσαρμογής στην ιστορία και σήμερα η χώρα μετά από τέσσερα χρόνια μνημόνια έχει:

  • μεγαλύτερο δημόσιο χρέος από όσο είχαμε όταν μπαίναμε στην κρίση
  • τον πιο υπερχρεωμένο επιχειρηματικό τομέα που είχαμε ποτέ, με τις επιχειρήσεις να χρωστάνε παντού, στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, στις τράπεζες
  • μια οικονομία μέσα σε μια πρωτόγνωρη παγίδα ρευστότητας, από την οποία τίποτα δεν μπορεί να τη μετακινήσει.

Τι πρέπει να γίνει. Τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ

Σήμερα είναι αυτονόητο και δεν έχει νόημα να συζητάμε για την ανάγκη να σταματήσει άμεσα το λάθος. Αυτό που έχει νόημα είναι να αναζητήσουμε τη διέξοδο από την καταστροφή με την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση.

Στο επίπεδο της Ευρώπης. Καταρχάς είμαστε σίγουροι (και δεν το λέμε μόνο εμείς αυτό) ότι όλα τα παραπάνω προβλήματα δεν έχουν καμία τύχη να λυθούν αν δεν βρεθεί μεταξύ ημών και των εταίρων μας στην Ευρώπη, μια κοινά αποδεκτή και βιώσιμη λύση για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Αυτό για μας σημαίνει πρώτα και κύρια μια αναθεώρηση των δανειακών συμβάσεων, μορατόριουμ στην αποληρωμή του χρέους, μια γενναία και κατά το μεγαλύτερο μέρος απομείωση της ονομαστικής του αξίας, αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρες ανάπτυξης και βέβαια είτε έκδοση Ευρο-ομολόγων, είτε εξαγορά από τη μεριά της Ευρ. Κεντρ. Τράπεζας των εθνικών μας ομολόγων.

Στην Ελλάδα ήρθε η ώρα να αλλάξουμε πολιτικές. Γιαυτό Ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνει προσκλητήριο σε όλους τους κοινωνικούς και παραγωγικούς φορείς –το οποίο επαναλαμβάνω κι εγώ από δω με τη σημερινή ευκαιρία– για μια νέα κοινωνική συμφωνία για την ανόρθωση της οικονομίας, τη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, την επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία των Ελλήνων.

Οι επιλογές μας έχουν δύο σκέλη, το άμεσα απαραίτητο από την επόμενη ημέρα ανάδειξής μας στο τιμόνι της χώρας και ένα πιο βραχυπρόθεσμο.

Για το πρώτο, τον Σεπτέμβρη από εδώ πάλι τη Θεσσαλονίκη, παρουσιάσαμε τα πρώτα και άμεσα συγκεκριμένα και κοστολογημένα μέτρα που θα πάρουμε για την ανακούφιση της κοινωνίας και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Ενδεικτικά αναφέρω

  • τις δεσμεύσεις μας για το ιδιωτικό χρέος και τα κόκκινα δάνεια
  • την βιώσιμη και πολλά υποσχόμενη διαχείριση χρεών στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία
  • την άμεση αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αποκατάσταση του δώρου των Χριστουγέννων ως 13η σύνταξη στους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη έως €700 ευρώ.
  • την αύξηση του κατώτατου μισθού στα €751.
  • την επαναλειτουργία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
  • Το πρόγραμμα απασχόλησης 300.000 ανέργων μέσω του εθνικού σχεδίου για την ανάκτηση της εργασίας.

Αυτά δεν είναι μέτρα παροχολογίας. Πρόκειται για παράλληλες παρεμβάσεις που αυξάνοντας τη ζήτηση θα έχουν άμεσα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας και θα διευκολύνουν την ανάκαμψή της. Εγγράφονται δε, στη συνολική αντίληψή μας για τη λειτουργία της οικονομίας.

Για το δεύτερο, το μεσοπρόθεσμο, ο σχεδιασμός μας περιλαμβάνει μια ουσιαστική ατζέντα μεταρρυθμίσεων που θα αποτελέσει το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας. Προϋπόθεση γιαυτό αποτελούν 2 πράγματα: πρώτον, ένα νέο, απλοποιημένο, δίκαιο και σταθερό στο χρόνο φορολογικό σύστημα και φυσικά αποτελεσματικά μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής και δεύτερον, θέσπιση γενναίων αναπτυξιακών κινήτρων για την ιδιωτική οικονομία και τον τρίτο τομέα. Γενικά, επιδιώκουμε νέα ισορροπία στις σχέσεις κράτους-αγοράς, σε ένα συνολικό πλαίσιο τριών οικονομικών πυλώνων: του ιδιωτικού τομέα, του δημόσιου τομέα και του τομέα της κοινωνικής οικονομίας (στον οποίο δίνουμε βάρος όσο κανένας άλλος μέχρι σήμερα).

Για να υποστηριχτεί επαρκώς ένα τέτοιο σχέδιο χρειάζεται ένα κράτος διαφορετικό από αυτό που έχουμε σήμερα. Μια δημόσια διοίκηση απαλλαγμένη από τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο, αυτόνομη, που θα λειτουργεί με κανόνες και δεν θα είναι ευάλωτη στα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Αυτά κατά τη γνώμη μας ευθύνονται κατά πολύ για την ύπαρξη αυτού που λέγεται ατελές κράτος ή ατελής θεσμική λειτουργία. Εμείς μιλάμε για ένα κράτος που θα λειτουργεί ρυθμιστικά για όλο το πλαίσιο: περιβαλλοντικό, κοινωνικό, κ.ο.κ. Ένα κράτος φιλοαναπτυξιακό, που θα διευκολύνει την ύπαρξη μιας ισχυρής επενδυτικής ιδιωτικής οικονομίας. Και τέλος ένα κράτος που θα είναι αξιόπιστος ελεγκτικός μηχανισμός και αποτελεσματικός αρωγός του πραγματικού επενδυτή, του υγιούς επιχειρηματία. Του επιχειρηματία που αναλαμβάνει ρίσκα και εκπληρώνει την κοινωνική του ευθύνη, που είναι σύμμαχος στην εθνική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη και την ανασύνταξη της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι θα στηρίξουμε την υγιή επιχειρηματικότητα και θα συγκρουστούμε αποφασιστικά με τη διαπλοκή, τα φαινόμενα διαφθοράς, ανομίας, λαθρεμπορίου και εκβιασμών. Και εκεί θα μετρήσουμε φίλους και εχθρούς.

Σε ένα κράτος σαν το σημερινό, αναπαράγονται τεράστια προβλήματα που μεταξύ άλλων αφορούν και την επιχειρηματικότητα. Εκτός του φορολογικού, δομικές παρεμβάσεις απαιτούνται και στο γραφειοκρατικό και στο σύστημα αδειοδότησης. Στα χωροταξικά επίσης, που όμως ακόμα δεν έχουμε κτηματολόγιο σε αυτή τη χώρα, όταν ακόμα από το 1930 το έθετε ως πρώτο θέμα ο Ελ. Βενιζέλος σε συνέδρια του ΤΕΕ. Αυτές οι τομές δεν γίνονται με μνημόνια. Αυτά επικεντρώνονται σε συγκεκριμένη ατζέντα περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Θέλετε να θυμηθούμε ποια ήταν η αναπτυξιακή και επενδυτική ατζέντα των μνημονιακών κυβερνήσεων ; Λίγο real estate με σκόρπια ακίνητα, λίγο τουρισμός κλπ., την ώρα που όλοι αναγνωρίζουμε ότι το πρόβλημα είναι παραγωγικό. Άρα πρέπει να κινητοποιήσουμε θεσμούς, ιδέες και δυνάμεις για να μεταστραφεί το επενδυτικό κλίμα προς τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, δηλαδή γεωργία, μεταποίηση, νέες τεχνολογίες, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πολλά άλλα.

Αυτό που εμείς λέμε και ξαναλέμε παραγωγική ανασυγκρότηση. Στα σχέδιά μας περιλαμβάνονται κι άλλες ιδέες, άλλες κεντρικότερες, άλλες όχι, όπως: η άρση κάθε εμποδίου και περιορισμού για την ανάπτυξη συνεταιριστικής επιχειρηματικότητας στον αγροτικό τομέα και τη μεταποίηση, οι εκτεταμένες επιχειρηματικές συνέργειες και το αναγκαίο νέο θεσμικό πλαίσιο που θα τις υποστηρίζει, τα Πράσινα Αστικά Κέντρα, η αντίληψη του Small is beautiful που ταιριάζει απόλυτα στη συγκυρία στη χώρα μας και άλλα, που κατά καιρούς έχουμε διατυπώσει και είναι σε δημόσια πρόσβαση, αλλά που θα ήταν κουραστικό να σας παραθέσω εδώ σήμερα.

Έχουμε επίσης σχεδιάσει μια σειρά παρεμβάσεων και αλλαγών οι οποίες δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, αλλά παράγουν τεράστια πολλαπλασιαστικά οφέλη σε όλη την οικονομία. Τέτοιες είναι: η απλοποίηση αδειοδότησης και λειτουργίας επιχειρήσεων καθώς και η διοχέτευση πόρων στην πραγματική οικονομία. Ειδικά για το δεύτερο θα έχετε βέβαια υπόψη σας τα σχέδιά μας για το πώς θα το πετύχουμε: αναφέρομαι σε Ίδρυση Δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας, παράκαμψη του σημερινού τραπεζικού συστήματος στο οποίο «κολλάνε» σήμερα όλα τα εγγυοδοτικά προγράμματα, δημιουργία Τράπεζας Ειδικού σκοπού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αγρότες, δημιουργία δημόσιου ενδιάμεσου οργανισμού για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες, ρυθμίσεις για την καταπολέμηση των καρτέλ, δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών, αναμόρφωση του πτωχευτικού πλαισίου επιχειρήσεων και μέτρα επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης.

Όλα αυτά αφορούν στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, αλλά όσον αφορά στην αναπτυξιακή πολιτική, εκεί έχουμε επιπλέον σχέδια παρεμβάσεων: πρόκειται για τις εξαγγελίες μας για Δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα, αναθεώρηση του αναπτυξιακού νόμου ώστε αντί για οριζόντιες επιδοτήσεις επενδύσεων, να επιδοτούνται στοχευμένα οι παραγωγικές, παροχή ρευστότητας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και από μη συμβατικά χρηματοδοτικά εργαλεία και τέλος, δημόσιες επενδύσεις ως ατμομηχανή και για τον ιδιωτικό τομέα.

Εκεί που ίσως πρέπει να σταθώ λίγο περισσότερο είναι η νεανική και κοινωνική επιχειρηματικότητα, που δεν θα είναι εξαρτημένες από τις κρατικές επιδοτήσεις αλλά θα βασίζονται στην καινοτομία, την πρωτοπορία, την καλή εξυπηρέτηση και τη σκληρή δουλειά. Ο τομέας αυτός, όπως γνωρίζετε, είναι προϊόν έρευνας και τεχνολογίας και ως εκ τούτου η εστία του δε μπορεί παρά να είναι τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, που διαθέτουν υποδομές και συσσωρευμένη εμπειρία. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να θεσμοθετήσουμε ισχυρά φορολογικά κίνητρα για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων, τα λεγόμενα start-up.

Τελειώνοντας κυρίες και κύριοι, μιας και είμαστε στην Θεσσαλονίκη, και το συνέδριο εκτός της επανεκκίνησης της οικονομίας στην οποία αναφέρθηκα, πραγματεύεται και το θέμα: Σύγχρονες πόλεις και Ανταγωνιστικότητα, θα ήθελα να πω 2 λόγια.

Θα μπορούσε κάλλιστα η Θεσσαλονίκη να αποτελέσει παράδειγμα επιχειρηματικής και δημιουργικής πόλης, με έντονη κεντρικότητα στην Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια. Το μοντέλο που θα πρέπει να εξετάσουμε για τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι εκείνο της έντονα αναπτυξιακής περιόδου, που κατεύθυνε το οικονομικό πλεόνασμα σε παραγωγικές και κοινωνικές υποδομές και η βιομηχανική συγκέντρωση μαζί με την ανάπτυξη παρήγαγε χωρική ανισότητα και ασχήμια. Οι οραματισμοί μας νομίζω ότι πρέπει να κινούνται γύρω από το μοντέλο της πόλης-επιχείρησης, που ανταγωνίζεται θετικά τις άλλες στην προσέλκυση «πελατών» και επενδυτικών κεφαλαίων υψηλής κινητικότητας και ασκεί σχεδόν αυτόνομη αστική διακυβέρνηση. Αυτό παράγει συγκροτημένη αξιολόγηση τοπικών πλεονεκτημάτων και «αδυναμιών», νέα αστικά τοπία με βάση το σύγχρονο design και τις ανάγκες ενός διεθνούς καταναλωτικού κοινού και διαμορφώνει την ταυτότητα της πόλης. Αυτά απαιτούν όπως είπα και στην κυρίως ομιλία μου, αναζήτηση νέων πηγών χρηματοδότησης, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, υποδομές σε επικοινωνίες και μεταφορές που ευνοούν διασυνοριακές ή θεματικές συνεργασίες με άλλες πόλεις, συνεργατική κουλτούρα, θεσμούς διαφάνειας και ποιοτικού ελέγχου.

Είναι χρονικά αδύνατον να αναφερθώ τώρα σε άκρως ενδιαφέροντα αναπτυξιακά μοντέλα πόλεων στην Ευρώπη, όπως εκείνο της δημιουργικής πόλης της Βαρκελώνης και πώς κατάφερε να μετατρέψει τις μεγάλες διοργανώσεις που ανέλαβε κατά καιρούς, σε απτό και μόνιμο πλεονέκτημα για τους κατοίκους της, ή την περίπτωση της Τρίτης Ιταλίας, που αφορά σε πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, που συνιστούν χώρους ευέλικτης συσσώρευσης, με πυκνά δίκτυα μικρομεσαίων επιχειρήσεων design, παραδοσιακών κλάδων, και στηρίζονται στην υψηλή τεχνολογία, τον εκτεταμένο καταμερισμό εργασίας, την συνεργατική κουλτούρα και την αποκαθετοποίηση της παραγωγής. Οι πόλεις αυτές, ανάμεσα στον ανεπτυγμένο Βορρά και τον «καθυστερημένο» ιταλικό Νότο, με όπλο την ποιότητα και την κοινωνική συνοχή, διέπρεψαν στον διεθνή ανταγωνισμό, ανταγωνιζόμενες ακόμα και τις λεγόμενες οικονομίες χαμηλού κόστους τρίτων χωρών.

Αντίθετα, το παράδειγμα της Αθήνας είναι ένα αποτυχημένο παράδειγμα. Τελικά η Αθήνα δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τις όποιες αναμορφώσεις στον αστικό χώρο, που έγιναν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, παρά το συγκριτικό πλεονέκτημα του ιστορικού-μνημειακού της τοπίου. Παρά τη θετική επίδραση που είχαν κάποια έργα (βλ. Μετρό, Αττική οδός), η μετα-ολυμπιακή εμπορευματοποιημένη «αξιοποίηση» των υποδομών, χωρίς ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο χρήσης τους, κατέληξε σε υπολειτουργία ή αχρηστία πολλών από αυτές.

Η διεξαγωγή, τέλος, τα τελευταία χρόνια από τράπεζες και οίκους αξιολόγησης ενός αδυσώπητου πολέμου συσσώρευσης δια της εκπτώχευσης των πολλών, δεν έχει σχέση με τον μεταμοντερνισμό αλλά με τη βαρβαρότητα της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Η παγκοσμιοποίηση είναι πρώτα και κύρια μια άνιση κοινωνικο-οικονομική αφήγηση της ισχύος. Όπως κάθε έκφραση ισχύος, έχει εγγεγραμμένη στο «γονιδίωμά» της την κοινωνική δυναμική εκείνη που την αμφισβητεί. Έτσι, η παρακαταθήκη του Διαφωτισμού, «ανάθεμα» για πολλούς μεταμοντερνιστές, διατηρεί πάντα την ελπίδα, από ουτοπία που θεωρείται σήμερα, να γίνει πραγματικότητα που σίγουρα θα απέχει από τον φονταμενταλισμό των αγορών. Δεν είναι παράξενο που στον ευρωπαϊκό Νότο ο πολιτιστικός σχεδιασμός δεν κατάφερε σχεδόν ποτέ να εκπληρώσει τους στόχους του, στον βαθμό που συνδυάστηκε με νεοφιλελεύθερα πρότυπα και επιχείρησε να συγκαλύψει την θεμελιώδη αντίφαση φτωχοί-πλούσιοι.

*Παρέμβαση στο συνέδριο τoυ Ελληνικού Ινστιτούτου Επιχειρηματικότητας & Αειφόρου Ανάπτυξης με θέμα «Η επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας. Σύγχρονες Πόλεις & Ανταγωνιστικότητα» (12/12/2014)

Σχολιάστε