My Twitter Feed

2 Φεβρουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Ποιοι εκλέχτηκαν στη νέα ΝΕ Κιλκίς -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

“Υποβάθμιση και της Γουμένισσας” -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

Κοιτάμε Μπροστά χωρίς απόβλητα -

Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 2021

Κορονοϊός: Η ύφεση συνεχίζεται… -

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου, 2021

Με ένα κλικ περιήγηση στο “Κήπο” -

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου, 2021

Διασωληνωμένος ο Εμμανουήλ -

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου, 2021

Κ. Κιλτίδης με θλίψη και θυμηδία! -

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου, 2021

ΚΚΕ: Όχι στη μονάδα αποβλήτων -

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου, 2021

Η εκκλησία και οι Λαμπράκηδες…

Ο Στέφανος Στεφάνου

Ο Στέφανος Στεφάνου

Το βάψιμο της εκκλησίας ενός χωριού του Κιλκίς, το Πάσχα του 1964, διηγείται ο Στέφανος Στεφάνου,  το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, που έφυγε αυτές τις μέρες από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών.

Η μαρτυρία, που δημοσιεύεται σ το tvxs.gr  με βάση συνέντευξη που είχε δοθεί στο πλαίσιο ντοκιμαντέρ του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα», αποτελεί μια χαρακτηριστική μαρτυρία για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα κινήματα της νεολαίας, αλλά και για όσα γέννησε η Αριστερά στον τόπο ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές, όπως σημειώνει η ιστοσελίδα.

Διαβάστε τη μαρτυρία, με τίτλο «το βάψιμο της εκκλησίας»:

Μια φορά στο Κιλκίς, το 1964 πριν από το Πάσχα, ή μάλλον το 1965, μπαίνει ο παπάς σ’ ένα καφενείο και λέει: «ρε παιδιά, Πάσχα έρχεται, η εκκλησία είναι χάλια, να τη βάψουμε». Οι άνθρωποι δεν σταματήσανε τη συζήτηση, κούτσα-κούτσα παίζανε τα χαρτιά τους κλπ. Είπε, είπε, σηκώθηκε έφυγε ο παπάς. Την άλλη μέρα, πάει μια ομάδα του Λαμπράκη, και του λέει «Παπά, εμείς θα βάψουμε την εκκλησιά».

Λέει «Ποιοι είστε εσείς;» «Ε, είμαστε άνθρωποι που θέλουμε να βάψουμε την εκκλησιά». «Τι είστε» τους ρώτησε ξανά. «Έ, είμαστε Λαμπράκηδες». Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο παπάς, προσπάθησε να βρει άλλους να τη βάψουν, τελικά κατέληξε στους Λαμπράκηδες, που βάψανε όντως την εκκλησιά. Το χωριό ήταν μικρό, δεν είχε αστυνομικό σταθμό. Όταν το έμαθε λοιπόν ο ενωματάρχης τον κάλεσε τον παπά και του λέει: «Τι έκανες, άφησες κομμουνιστές να βάζουνε την εκκλησία;». «Τι κομμουνιστές, οι άνθρωποι βάψανε την εκκλησία και ύστερα ήρθανε με τις λαμπάδες στην Ανάσταση. Πού να ξέρω εγώ αν είναι κομμουνιστές και τι με ενδιαφέρει αν είναι κομμουνιστές;».

Τώρα, τι συνέπειες βίωναν αυτοί; Άμα σκεφτεί κανείς πόσες λέσχες δυναμιτίστηκαν, πόσες λέσχες καταστράφηκαν κλπ, καταλαβαίνει κανείς τις συνέπειες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κατά κάποιον τρόπο, δέχονταν πιέσεις, ιδίως μάλιστα στα χωριά της Μακεδονίας. Διότι, ως γνωστό, όλοι οι νομοί της Ελλάδος από την Κέρκυρα μέχρι τον Έβρο, ήταν επιτηρούμενες ζώνες. Εκεί, π.χ. η Μακεδονία, μια συντηρητική εφημερίδα του κέντρου της Θεσσαλονίκης, θεωρούνταν απ’ αυτούς κομμουνιστική εφημερίδα, και όσους τη διαβάζανε, τους κοίταζαν με ένα μάτι οι χωροφύλακες. Χάνανε τη δουλειά τους, πολλές φορές τα παιδιά, κανένας Αριστερός βέβαια δεν σκεφτόταν ότι μπορεί να διοριστεί στον κρατικό μηχανισμό, σε όσους επιχειρούσαν να κάνουν μια αίτηση, να παρουσιαστούν για να πιάσουν δουλειά, τους ζητούσαν να αποκηρύξουν τον αδελφό τους, τον μπαμπά τους, τη μάνα τους, τον ΕΛΑΣ κλπ και μαζί μ’ αυτά την ΕΔΑ και τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη.

Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη είναι μια οργάνωση η οποία από τη στιγμή της γέννησης της, ένιωσε το φάσμα της απειλής της διάλυσης της. Πιέσεις ασκούσαν βέβαια οι συντηρητικοί, αυτοί οι οποίοι μάλιστα παρέσυραν μέχρι και τον Κανελλόπουλο, έναν πνευματικό άνθρωπο να λέει ότι «οι Λαμπράκισες, με τις μαύρες κάλτσες, στη Λάρισα ξελογιάζουν τις ορντινάτσες των αξιωματικών για να παίρνουν στρατιωτικά μυστικά”. Αλλά στις πιέσεις αυτές  κάπου-κάπου ενέδιδε και η κυβέρνηση του Κέντρου, η οποία άφηνε και κάποια περιθώρια επιβολής κυρώσεων μέσω της δικαιοσύνης. Εν πάσει περιπτώσει, υποχρέωσαν π.χ. από την ΕΔΑ, τον Ηλιού, που ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος τότε, να δηλώσει στη βουλή ότι “τη Νεολαία Λαμπράκη τη θεωρούμε Νεολαία του κόμματος μας”, πράγμα το οποίο δεν το ήθελε ούτε η ΕΔΑ, ούτε η Νεολαία Λαμπράκη.

Αλλά το είπε για να μπορέσει να την προστατεύσει από την απειλή της διάλυσης, υπαινισόμενος ότι αν επιχειρούνταν διάλυσή της, θα ήταν μια διάλυση που θα στρεφόταν εναντίον ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, μάλιστα του τρίτου κόμματος της βουλής. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σωρεία περιπτώσεων, στην περίοδο της κυβέρνησης Κέντρου, που χτυπήθηκαν λέσχες, ας πούμε η λέσχη των Σερρών που δυναμιτίζεται το φθινόπωρο του 1965, όταν πια δεν είναι ο Παπανδρέου κυβέρνηση, είναι όμως μια φιλελεύθερη κυβέρνηση σαράντα βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, με επικεφαλής τον Στεφανόπουλο που ήταν το νούμερο δύο στην Ένωση Κέντρου, και τον Μητσοτάκη υπουργό Συντονισμού Εθνικής Οικονομίας, δεν θυμάμαι τώρα πως λεγόταν[Συντονισμού], που έκανε κι όλες αυτές τις ιστορίες. Αυτό έγινε μετά την καθαίρεση, ουσιαστικά, του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος ήταν ένας πρωθυπουργός που είχε αναδειχτεί από το 54% του ελληνικού λαού. Δηλαδή, πολλές τέτοιες επιθέσεις έγιναν και επί της Ένωσης Κέντρου αλλά αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ο Παπανδρέου τα ήθελε αυτά τα πράγματα. Δεν το λέω με την έννοια ότι η κυβέρνηση του Κέντρου ήθελε να χτυπούν τις λέσχες, το λέω όμως με την έννοια ότι η κυβέρνηση του Κέντρου δεν κυβερνούσε.

Εξακολουθούσε να κυβερνάει το μετεμφυλιακό κράτος και το παρακράτος, το οποίο δεν έχασε την ενότητά του, ούτε και τη φόρα του, που λένε. Βεβαίως, κάπου υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στο κέντρο της Αθήνας και στις συνοικίες της, γιατί η Αθήνα ήταν πλέον πολύ μεγαλύτερη βέβαια το 1963. Ας πούμε, μέχρι το 1963, απ’ έξω από τα γραφεία της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης ήταν παρκαρισμένη μια μαύρη κούρσα της Ασφάλειας, όπου είχανε βάρδια 8.00-14.00 και 16.00-20.00 το βράδυ, ας πούμε. Όσοι θέλανε να ανέβουν στα κρυφά στα γραφεία, ανέβαιναν ξέρω εγώ στις 12.00 κι έφευγαν μετά τις 14.00 που είχε φύγει η πρωινή βάρδια. Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, είχε επικρατήσει μια δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη στους Ασφαλίτες, γιατί μετά από πολλά χρόνια εθίζεται πια ο άνθρωπος και λέει, “εδώ κάνω τη βάρδια μου όπως οι άλλοι κάνουν τη βάρδια τους στο γραφείο, και το μεσημέρι, θα πάω να ησυχάσω”. Αυτή είναι η αστεία πλευρά της υπόθεσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν μια καταπιεστική κατάσταση, πολύ πιεστική.

Να σκεφτεί κανείς μόνο το εξής. Στη Θεσσαλονίκη, είχαμε μια οργάνωση με εκατοντάδες μέλη. Η συνδιάσκεψη της Νεολαίας στη Θεσσαλονίκη, έβγαλε 17 αντιπροσώπους για το συνέδριο της ΕΔΑ -γιατί τότε οι Νεολαίοι μας έπαιρναν μέρος και στο συνέδριο της ΕΔΑ. Και ανέβηκαν και άλλοι 7-8 παρατηρητές, όσα παιδιά είχαν το κουράγιο να ανεβούν, έκαναν πρόταση και τους ανακηρύξαμε αντιπροσώπους ώστε να έχουν δικαίωμα ψήφου κι αυτοί. Και όλη αυτή η δουλειά της Νεολαίας της ΕΔΑ, ιδιαίτερα την άνοιξη του 1963, γινόταν έξω από τα γραφεία, στα σπίτια ξέρω εγώ, σε στέκια κλπ, όλη η σπουδαστική οργάνωση ήταν έξω από τα γραφεία, όλη η μαθητική οργάνωση ήταν έξω από τα γραφεία, η οργάνωση των τεχνικών σχολών ήταν έξω από τα γραφεία, μαζευόμασταν το βράδυ επάνω στην ταράτσα του Καζέλη, με τους νυχτερινούς μαθητές και με τις τεχνικές σχολές, για να κουβεντιάσουμε, να δούμε τι κάνουν, να τους βοηθήσουμε εμείς, να τους πούμε καμιά ιδέα κλπ.

Σχολιάστε