My Twitter Feed

13 Ιανουαρίου, 2021

ΕΙΔΗΣΕΙΣ.ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ:

Νέες αναρτήσεις για δασικ. χάρτες -

Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου, 2021

“Ριγμένες” οι επιχειρήσεις του Κιλκίς -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Υγειονομικοί: Εμβόλιο μόνο το 33%! -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Μονοψήφιοι αριθμοί κρουσμάτων -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Αδειάζει από ασθενείς covid το ΓΝΚ -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Νέα οχήματα στο Δήμο Παιονίας -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Χωρίς δομή Αναφοράς το Κιλκίς -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Ανδρίτσος: Ανακρίβειες ΠΟΕΔΗΝ -

Τρίτη, 12 Ιανουαρίου, 2021

Η ανάστατη (νέα) τάξη

margaritisΤου Γιώργου Μαργαρίτη*


Καθώς τις ημέρες αυτές, με την εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στο συριακό έδαφος, ξεκίνησε ακόμα ένας πόλεμος στην πολύπαθη Μέση Ανατολή ή έστω διευρύνθηκε ο παλαιότερος ήδη μακρόχρονος πόλεμος στη Συρία, επιβάλλονται μερικές παρατηρήσεις πάνω στην επάνοδο της ιδέας του πολέμου στη διεθνή πολιτική σκακιέρα.

Ο πόλεμος έχει γίνει ενδημική κατάσταση σε ένα ευρύτατο τόξο που περικλείει τη νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης, όπου ανήκει και η χώρα μας, ενώ οι πολεμικές εμπλοκές ή οι πολεμικές προετοιμασίες εντείνονται σε πολλές εύθραυστες ζώνες. Η επίσημη φιλολογία περί «τρομοκρατίας» και συνακόλουθης απειλής κρύβει πίσω της την πραγματικά ανερχόμενη προοπτική γενικευμένων πολέμων.

Η ασθένεια του πολέμου είναι κατά κάποιο τρόπο μεταδοτική. Για να το πούμε με πιο δόκιμο τρόπο, όταν οι εντάσεις, οι αντιθέσεις, οι ανταγωνισμοί γεννούν και τροφοδοτούν σε μια περιοχή του κόσμου μια πολυετή πολεμική σύγκρουση, τότε υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να υποθέσουμε ότι οι ίδιες αυτές εντάσεις μπορούν να δώσουν παρόμοια πολεμικά φαινόμενα και σε άλλα σημεία του μικρού μας πλανήτη.

Πραγματικά, μια σύντομη επισκόπηση των περί πολέμου αριθμών και δεδομένων μάς υποψιάζει για την πιθανή μετάσταση.

Ασυνήθιστο για τη σύγχρονη ιστορία γεγονός, αυτή τη φορά δεν είναι η Ευρώπη ο «συνήθης» ως προς την πρόκληση πολέμων και την πολεμοχαρή διάθεση «ύποπτος». Τα σκήπτρα των πολεμικών δαπανών έχουν μεταφερθεί –ίσως να μην πρόκειται για τυχαίο γεγονός– στις ζώνες εκείνες του πλανήτη όπου ακμάζουν σήμερα τα οικονομικά κέντρα του καπιταλισμού.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διασύνδεσης ανάμεσα σε καπιταλιστική ανάπτυξη και στρατιωτικές δαπάνες αποτελεί ίσως η Σιγκαπούρη.

Με πληθυσμό 5,7 εκατομμύρια κατοίκους, μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από τη Χίο και στρατιωτικές δαπάνες 1,5 φορά μεγαλύτερες από της Ελλάδας, το κράτος αυτό εξοπλίζεται με τέτοιους ρυθμούς ώστε τα οπλικά συστήματα που προμηθεύεται απλά δεν χωράνε στο εθνικό του έδαφος!

Για τον λόγο αυτό βρίσκεται στην ανάγκη να ενοικιάσει αεροδρόμια, στρατώνες, αποθήκες, χώρους γυμνασίων σε γειτονικές ή απόμακρες χώρες (Αυστραλία, ΗΠΑ, Ταϊλάνδη, Ταϊβάν, Μπρουνέι, Γαλλία).

Πέρα όμως από τη γραφική αυτή περίπτωση οι χώρες της Ανατολής κρατούν πλέον τα σκήπτρα στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών.

Η Ιαπωνία και η Ινδία έχουν η κάθε μία μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό από τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία, ενώ η Κίνα ξοδεύει πλέον για τις στρατιωτικές της ανάγκες περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι όλα τα ευρωπαϊκά κράτη από κοινού.

Η άλλοτε προστατευμένη από τις αποστάσεις Αυστραλία ξοδεύει πλέον για τον στρατό της τα μισά απ’ όσα ξοδεύει η παλαιά της μητρόπολη, η Μεγάλη Βρετανία. Γύρω από τη Νότια Κινεζική Θάλασσα επενδύονται σε όπλα σαφώς περισσότερα χρήματα απ’ όσα στην εμπόλεμη ανατολική Μεσόγειο ή πλέον σε ολόκληρη την επίσης εμπόλεμη Μέση Ανατολή.

Τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που διαγκωνίζονται στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού προκαλούν ξέφρενους ανταγωνισμούς και αυτοί με τη σειρά τους μεταπλάθονται σε προετοιμασίες πολέμου. Είναι μια παλαιά συνταγή της Ιστορίας αυτή και δυστυχώς επανέρχεται κάθε φορά που εμφανίζονται δυσλειτουργίες στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, στον καπιταλισμό επίσης.

Το είδος δε των εξοπλισμών που γοητεύει τις ισχυρές ή απλά τις φιλόδοξες χώρες, έχει καθαρά επιθετικούς προσανατολισμούς. Στη θάλασσα, για παράδειγμα, προνομιακό πεδίο κάθε ιμπεριαλιστικής προοπτικής, οι ΗΠΑ δεν κατέχουν πλέον το μονοπώλιο των πολεμικών μέσων «προβολής δύναμης».

Η αγχώδης προσπάθεια απόκτησης αεροπλανοφόρων από ώς χθες «περιφερειακές δυνάμεις» (Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία κ.λπ.) είναι μια πρώτη ένδειξη, όπως και ο πολλαπλασιασμός των σκαφών «αμφίβιου πολέμου» – πλωτά εκστρατευτικά σώματα στην κυριολεξία.

Θυμόμαστε εξάλλου τον θόρυβο που έγινε πέρυσι για τα δύο πλοία αυτού του τύπου που η Ρωσία είχε παραγγείλει στη Γαλλία, επειγόμενη να μπει στο σχετικό παιχνίδι.

Η παραγγελία ακυρώθηκε και –αξιοσημείωτο αυτό– το ένα από τα πλοία αυτά φαίνεται πως πουλήθηκε στην Αίγυπτο. Επιπλέον, συμπληρωματικά των προηγούμενων, είναι περιζήτητα τα πολεμικά πλοία με ικανότητα μεταφοράς πυραύλων «Κρουζ», με δυνατότητα δηλαδή να πλήξουν στόχους πολύ βαθιά μέσα στην αντίπαλη ενδοχώρα.

Οι πρόσφατες επιδείξεις των δυνατοτήτων των ρωσικών πυραύλων «Καλίμπρ» στην πολύπαθη Συρία εκτός των άλλων αποτελούσαν και άριστο διαφημιστικό υλικό για όσους ενδιαφέρονται.

Μέσα στο γενικό αυτό πλαίσιο οι ανισορροπίες οξύνονται. Τον υπερεξοπλισμό τού εκτός Ευρώπης κόσμου τον συνοδεύει ο σχετικός «παροπλισμός» των άλλοτε κραταιών ευρωπαϊκών δυνάμεων οι οποίες, και εδώ βρίσκεται κάποιο παράδοξο, εξακολουθούν να διατηρούν σημαντική θέση στις πολεμικές δαπάνες.

Δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το σύνολο των ταγμάτων που διαθέτουν στην Ευρώπη οι ισχυρότερες χώρες του «δυτικού συνασπισμού» μειώθηκε από 649 σε 185. Η Δυτική Γερμανία του 1991 παρέτασσε 215 τάγματα, η σημερινή Γερμανία διαθέτει μόλις 34. Η Γαλλία από 106 περιόρισε τη δύναμή της στα 43 και η Ιταλία από 135 σε 44.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι μειώθηκε ιδιαίτερα ο αριθμός των «ακριβών» σχηματισμών, τάγματα αρμάτων κυρίως, σε όφελος σχηματισμών «ειδικών δυνάμεων» και «ταχείας επέμβασης».

Οι τελευταίες «κατ’ ευφημισμόν» καθώς δεν διαθέτουν το μεταφορικό δυναμικό και την υποδομή λογιστικής υποστήριξης για την εμπλοκή τους σε τόπους όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν ή η υποσαχάρια Αφρική και εξαρτώνται γι’ αυτό από την αμερικανική στήριξη και συνδρομή…

Η ανατροπή μακρόχρονων ισορροπιών και η συνακόλουθη δημιουργία «στρατηγικών κενών» είναι βασική ένδειξη για επερχόμενες μεγάλες συγκρούσεις.

*Kαθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

Άρθρο στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Σχολιάστε